Φάρμακο στις εξαγωγές ψάχνουν οι ποτοποιοί

Αναγκαστική η στροφή στο εξωτερικό λόγω της συρρίκνωσης αλλά και των παθογενειών της εγχώριας αγοράς

Το τσίπουρο από 346.000 εννιάλιτρα κιβώτια το 2009, το 2016 ανέκαμψε, φτάνοντας τα 310.000 κιβώτια.
Στροφή στις εξαγωγές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς, αλλά και τις πιέσεις από την υπερφορολόγηση και το λαθρεμπόριο, επιχειρούν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές ποτοποιίες, με τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής να τις δικαιώνουν.

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν την περασμένη Δευτέρα, στη διάρκεια ημερίδας του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), από το 2009 έως το 2016, οι εξαγωγές του κλάδου σημείωσαν αύξηση της τάξης του 64%, την ώρα που η παραγωγή μειώθηκε ελαφρώς, κατά 1,6%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μεγάλο τμήμα των παραγόμενων ελληνικών ποτών δεν διατίθενται πλέον στην ελληνική αγορά, αλλά στο εξωτερικό.

Κάτω 50% το ούζο σε οκτώ χρόνια

Η οικονομική ύφεση επηρέασε σημαντικά τον κλάδο εντός Ελλάδας, καθώς τα επίσημα νούμερα δείχνουν πτώση των εγχώριων πωλήσεων κατα 49,3%. Τις μεγαλύτερες απώλειες εμφανίζει το ούζο, που από 1,618 εκατ. εννιάλιτρα κιβώτια το 2009, έπεσε στα 823.000 το 2016.

Αντίθετα, το τσίπουρο, το οποίο όμως κατείχε μικρότερο μερίδιο στην αγορά, μετά από μια μικρή πτώση, δείχνει τα τελευταία χρόνια σημάδια ανόδου. Από 346.000 εννιάλιτρα κιβώτια το 2009, το 2012 έπεσε στα 261.000 κιβώτια, αλλά το 2016 ανέκαμψε, φτάνοντας τα 310.000 κιβώτια. Σημειωτέον εδώ ότι τα νούμερα αυτά αφορούν στις πωλήσεις εμφιαλωμένου τσίπουρου, που άλλωστε είναι και αυτές που μπορούν να καταγραφούν με ακρίβεια.

Το 2016, η αξία των εξαγωγών της ελληνικής ποτοποιίας ήταν 74 εκατ. ευρώ. Σε επίπεδο όγκου, το 69% της εγχώριας παραγωγής (45 εκατ. φιάλες σε σύνολο 65 εκατ. φιαλών) εξάγεται, με το μεγαλύτερο ποσοστό να κατευθύνεται στη Γερμανία (39,47% του συνόλου) ενώ, σε μεγάλη απόσταση, ακολουθούν το Ιράκ (9,62%), η Ισπανία (8,89%), η Βουλγαρία (5,83%) και η Ολλανδία (5,09%).

Το 2017, οι εξαγωγές του κλάδου σημείωσαν νέα αύξηση, 5,7%, με την αξία των πωλήσεων να διαμορφώνεται στα 78,3 εκατ. ευρώ.

Φόροι πάνω από το 50% της τιμής του τσίπουρου

Η υπερφορολόγηση και το λαθρεμπόριο εξελίσσονται σε χρόνιες «πληγές» για την ελληνική αγορά αλκοολούχων, με την πρώτη, όπως επισημαίνουν παράγοντες του κλάδου, να δημιουργεί ένα πολύ σημαντικό επιπλέον κίνητρο για τη δεύτερη.

Οι φόροι αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο μέρος της τιμής μίας φιάλης τσίπουρου ή ούζου. Συγκεκριμένα, το 58% της τιμής του ούζου είναι φόρος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το τσίπουρο είναι 52,3%. Ο ΕΦΚ αλκοολούχων έχει αυξηθεί τέσσερις φορές από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, ενώ τρεις φορές έχει αυξηθεί και ο ΦΠΑ, φτάνοντας από το 19% στο 24%. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, είναι να έχει αυξηθεί η λιανική τιμή πώλησης των αλκοολούχων κατά 38%.

Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, περίπου 8 εκατ. φιάλες ετησίως διαφεύγουν της φορολόγησης, με την απώλεια των δημοσίων εσόδων να υπολογίζεται σε 130 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, όσον αφορά το τσίπουρο, ο Σύνδεσμος εκτιμά ότι διακινούνται παράνομα 18 εκατ. λίτρα, ενώ επίσημα δηλώνονται 5-7 εκατ. λίτρα, κάτι που σημαίνει ότι πάνω από το 70% του τσίπουρου που καταναλώνεται στη χώρα μας είναι παράνομο, δηλαδή δεν συνοδεύεται από νόμιμα παρασταστικά και την αντίστοιχη φορολόγηση. Οι εκτιμώμενες απώλειες στα δημόσια έσοδα από τον ΕΦΚ στο τσίπουρο εκτιμώνται στα 47,7 εκατ. ευρώ, ενώ οι απώλειες εσόδων από τον ΦΠΑ φτάνουν τα 14,8 εκατ. ευρώ.