Φορολόγηση με τεκμαρτό προσδιορισμό για το μεικτό εισόδημα των αγροτών

Νέο υβριδικό σύστημα προκρίνει το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να μπει φρένο στη «μαύρη» διακίνηση

Σε μια δομική παρέμβαση στο πεδίο της φορολόγησης των αγροτών, η οποία θα έχει άμεσο αντίκτυπο στη διάρθρωση και στον τρόπο λειτουργίας της ευρύτερης αγοράς αγροτικών προϊόντων, προσανατολίζεται η κυβέρνηση.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «ΥΧ», το τελευταίο διάστημα στο οικονομικό επιτελείο κερδίζει ολοένα και περισσότερους πόντους το σενάριο επαναφοράς του τεκμαρτού προσδιορισμού του φορολογητέου αγροτικού εισοδήματος, με τρόπο όμως που δεν θα ακυρώνει, αλλά, αντίθετα, θα συμπληρώνει το ισχύον καθεστώς των λογιστικών βιβλίων (έσοδα-έξοδα) που τέθηκε σε ισχύ το 2014.

Πρόκειται, επί της ουσίας, για ένα υβριδικό σύστημα, στο οποίο ο τεκμαρτός προσδιορισμός με αντικειμενικά κριτήρια θα αφορά το μεικτό γεωργικό εισόδημα και όχι το καθαρό, όπως γινόταν μέχρι το 2013. Αυτό, μεταξύ άλλων, εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει ως ένα ισχυρό κίνητρο, προκειμένου οι αγρότες να ζητούν και να προσκομίζουν παραστατικά αγοράς αγροτικών εφοδίων, αλλά και των υπόλοιπων δαπανών που αφορούν τις εκμεταλλεύσεις τους (π.χ. εργατικά).

Πέρα, ωστόσο, από το προφανές (εμφάνιση αδήλωτων σήμερα εισοδημάτων και καταπολέμηση της φοροδιαφυγής), ο στόχος της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης είναι διττός: Να μπει ένα τέλος στο φαινόμενο της «μαύρης» διακίνησης των αγροτικών προϊόντων και να στηριχθούν οι συνεταιρισμοί, οι οποίοι, μαζί με τους υγιείς ιδιώτες εμπόρους και εξαγωγείς, θίγονται άμεσα από αυτό.

Όπως πληροφορείται η «ΥΧ», σχετική πρόταση, που έχουν συντάξει οργανώσεις παραγωγών, εκπρόσωποι του εμπορικού κόσμου και εξαγωγικοί φορείς, έχει κατατεθεί στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Οι δραματικές απώλειες στη φετινή παραγωγή πυρηνόκαρπων λόγω του παγετού και των χαλαζοπτώσεων φαίνεται, ωστόσο, ότι επισπεύδουν τις εξελίξεις, καθώς, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, έχουν αναδείξει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση την παθογένεια του συστήματος και έχουν επιτείνει το φαινόμενο της διακίνησης δίχως παραστατικά.

Θετική η ΑΑΔΕ

Εκτός από το υπουργείο Οικονομικών, ενήμερος, και μάλιστα ιδιαίτερα θετικός απέναντι στην πρόταση των συνεταιρισμών, είναι και ο επικεφαλής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής. Τόσο το υπουργείο όσο και η ΑΑΔΕ εκτιμούν ότι η επαναφορά του τεκμαρτού προσδιορισμού του αγροτικού εισοδήματος μπορεί να συνδυαστεί με την καθιέρωση των ηλεκτρονικών τιμολογίων, αλλά και των ηλεκτρονικών δελτίων αποστολής, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ισχυρή ασπίδα προστασίας απέναντι στη «μαύρη αγορά».

Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το νέο σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού να τεθεί σε εφαρμογή από την επόμενη κιόλας χρονιά (δηλώσεις 2022 για τα εισοδήματα του 2021).

Αντικειμενικά κριτήρια

Όπως είναι γνωστό, μέχρι το 2013 ο προσδιορισμός του καθαρού αγροτικού εισοδήματος ανά ημερολογιακό έτος γινόταν τεκμαρτά με βάση τα στρέμματα, το είδος της καλλιέργειας και άλλους παράγοντες, οι οποίοι λαμβάνονταν υπόψη από επιτροπές που συνεδρίαζαν για τον σκοπό αυτόν σε τοπικό επίπεδο και, στη συνέχεια, έστελναν την εισήγησή τους στο υπουργείο Οικονομικών. Κατόπιν, το τελευταίο δημοσίευε τους τελικούς πίνακες προσδιορισμού ανά περιφερειακή ενότητα και ανά καλλιέργεια.

Τη διαδικασία περιέγραφε αναλυτικά το άρθρο 42 του ν. 2238/1994, σύμφωνα με το οποίο, μετά την κατάρτιση των πινάκων καθαρού εισοδήματος από τις Διευθύνσεις Γεωργίας κάθε νομαρχίας, η σκυτάλη περνούσε στην Επιτροπή Αντικειμενικού Προσδιορισμού του Γεωργικού Εισοδήματος (ΕΑΠΓΕ) του υπουργείου Οικονομικών.

Η ΕΑΠΓΕ, συνεκτιμώντας τα στοιχεία αυτά, κατάρτιζε τους οριστικούς πίνακες, οι οποίοι περιελάμβαναν «εκτιμήσεις του καθαρού γεωργικού εισοδήματος […] για όλα τα γεωργικά προϊόντα που παράγονται στην ελληνική επικράτεια, καθώς και εκτιμήσεις του αντιπροσωπευτικού ενοικίου ανά στρέμμα ενοικιαζόμενης γεωργικής γης».

Οι παραπάνω εκτιμήσεις εξειδικεύονταν κατά νομό, ζώνη καλλιεργούμενης έκτασης (πεδινή – ορεινή – ημιορεινή) και δυνατότητα άρδευσης ή όποια άλλη διάκριση κρινόταν αναγκαία, «λαμβάνοντας υπόψη ειδικούς συντελεστές, όπως συντελεστές ζώνης καλλιεργούμενης έκτασης, συντελεστές αρδευσιμότητας κ.ά., με βάση δεδομένα προηγούμενων ετών.

Τα κρατικά έσοδα μειώνονται, οι συνεταιρισμοί αιμορραγούν

Από το 2014 και μετά και καθ’ υπόδειξη των θεσμών, καθιερώθηκε σύστημα εσόδων-εξόδων και υποχρέωση τήρησης λογιστικών βιβλίων. Το σκεπτικό ήταν να περιοριστεί η φοροδιαφυγή σε επίπεδο εισροών και, ταυτόχρονα, να αυξηθούν τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος αγροτών, καθώς τα τεχνικά κλιμάκια της τότε τρόικας θεωρούσαν ότι το τεκμαρτό σύστημα αποθαρρύνει τους παραγωγούς από το να ζητούν και να προσκομίζουν τιμολόγια αγοράς γεωργικών εφοδίων.

Στην πράξη, κανείς από τους παραπάνω στόχους δεν επιτεύχθηκε, καθώς, προκειμένου να αποφύγουν τους υψηλούς συντελεστές φορολόγησης, αλλά και τις εξίσου υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (οι οποίες κάποια στιγμή έφτασαν το 27% του εισοδήματος), μια μεγάλη μερίδα αγροτών προτίμησε να εμφανίζει ελάχιστα ή και καθόλου έσοδα. Έτσι, όπως επιβεβαιώνουν πηγές του υπουργείου Οικονομικών, το φαινόμενο της (εισ)φοροδιαφυγής συνέχισε να υφίσταται και τα κρατικά έσοδα από τη φορολόγηση των αγροτών όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αλλά ακολούθησαν πτωτική τροχιά.

Αθέμιτος ανταγωνισμός

Παράλληλα, όμως, άρχισαν να καταγράφονται αλυσιδωτές και παράπλευρες απώλειες στη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς και στο επίπεδο της οργάνωσης των αγροτών. Μην μπορώντας να εισέλθουν σε μια διαδικασία υποτιμολογήσεων ή «μαύρης διακίνησης», τα συλλογικά σχήματα άρχισαν να βιώνουν «αιμορραγία» μελών, αλλά και εσόδων, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό εκ μέρους των εμπόρων που ακολουθούσαν αυτή την πρακτική.

Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στα οπωροκηπευτικά, όπου, ως γνωστόν, Βαλκάνιοι έμποροι και ντόπιοι συνεργάτες τους προχωρούν σε μαζικές αγορές από το χωράφι των παραγωγών δίχως παραστατικά. Τα εν λόγω προϊόντα στη συνέχεια φτάνουν στη Βουλγαρία ή στη Ρουμανία, όπου συσκευάζονται με κόστη πολύ χαμηλότερα από αυτά που έχουν να επωμισθούν οι ελληνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, αλλά και οι ιδιώτες εξαγωγείς.

«Όπως μπορεί να κατανοήσει ο καθένας, όλο αυτό αντανακλάται τόσο στο εισόδημα του αγρότη όσο και στην ελληνική οικονομία στο σύνολό της. Οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι ‘‘αετονύχηδες’’ που νέμονται την εγχώρια παραγωγή», λέει χαρακτηριστικά παράγοντας του κλάδου.