Η γενετική διάβρωση και η μείωση της βιοποικιλότητας απειλές για τη γεωργική παραγωγή και τη χλωρίδα μας

γράφει ο Γεώργιος Ι. Ζακυνθινός, καθηγητής, πρόεδρος Τμήματος Επιστήμης και  Τεχνολογίας Τροφίμων, Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Η γενετική διάβρωση, που αντιμετώπισε η ελληνική γεωργία τη μεταπολεμική περίοδο σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες, ήταν δραματική. Μετά το 1950, πράγματι χάθηκαν εκατοντάδες ποικιλίες. Σήμερα, επίσης, χιλιάδες φυτά της ελληνικής βιοποικιλότητας απειλούνται με εξαφάνιση τις τελευταίες δεκαετίες.

Τα τελευταία 30 χρόνια, έχουν εκτοπιστεί από την καλλιέργεια ή κινδυνεύουν με εξαφάνιση πολύ αξιόλογες εγχώριες ποικιλίες ντομάτας, αγγουριού, καρπουζιού, πεπονιού, μαρουλιού, σπανακιού, φασολιού, πράσου κ.ά. Το 95% των ποικιλιών σίτου δεν υπάρχει πια, ενώ λίγοι είναι πλέον οι τυχεροί που γεύονται το περίφημο κολοκύθι της Θράκης, τα κεράσια των Σερρών (prunus avium), τα μανταρίνια της Καλύμνου, το πεπόνι το κασιδιάρικο, το ξυλάγγουρο του Ν. Αιγαίου, τα βερίκοκα του Πηλίου (τζέρτζελα και πλάκες), τα μπερεκέτια (δαμάσκηνα) και τα φράουλα Πηλίου (είδος κερασιού), το καντόνι Νάουσας (ροδάκινο) και πολλά άλλα. Στην Ελλάδα, σήμερα, η κατάσταση είναι άκρως ανησυχητική.

Η εντατική καλλιέργεια

Η εντατική καλλιέργεια κάποιων ειδών, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι, οδήγησε στην εξάπλωσή τους σε όλο τον πλανήτη, αλλά και στη μείωση της ποικιλίας των ειδών που καλλιεργούνται. Έτσι, σήμερα, μπορούμε να βρούμε οπουδήποτε το ίδιο κίτρινο, «όμορφο», μεγάλο καλαμπόκι που τρώμε από τους υπαίθριους πωλητές σε κάθε τουριστικό καλοκαιρινό προορισμό μας. Όμως, χιλιάδες άλλες ποικιλίες του ίδιου φυτού, που δεν καλλιεργούνται πια ή που δεν άντεξαν στις αλλαγές του περιβάλλοντος, χάθηκαν ή κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα. Μαζί τους θα χαθούν γενετικές πληροφορίες που, όχι μόνο προσφέρουν ποικιλία (καλαμπόκια μικρά ή μεγάλα, άλλα που αντέχουν σε ξηρότερες συνθήκες ή και κάποια διαφορετικού χρώματος), αλλά ενδεχομένως μπορούν να βοηθήσουν στην επιβίωση του είδους σε κρίσιμες συνθήκες, όπως ασθένειες ή καταστροφές. Στην πραγματικότητα, οι νέες βελτιωμένες ποικιλίες έχουν ανάγκη τους άγριους, ακατέργαστους συγγενείς τους. Αυτοί αποτελούν την πηγή από την οποία οι επιστήμονες αντλούν τα γονίδια για να αναπτύξουν, στη συνέχεια, τις βελτιωμένες ποικιλίες.

Το ντόπιο γενετικό υλικό

Κάποτε, ο γεωργός ήταν ο παράγοντας «προστασία» της ποικιλότητας. Ήταν ο εφαρμοστής και ο αξιολογητής του γενετικού υλικού, το οποίο αξιολογούσε και το διατηρούσε ή το απέρριπτε, προκειμένου να έχει τις καλύτερες παραγωγές και την καλύτερη αντοχή σε περιβαλλοντικές συνθήκες. Ακόμη και στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των σπόρων και του φυτικού υλικού είχε την παρέμβασή του. Ήταν ο «διατηρητής» και ο «αξιολογητής», αλλά και ο «βελτιωτής» του γενετικού υλικού, παίζοντας κρίσιμο ρόλο στην τεκμηρίωση και στην αναγνώριση των ποικιλιών των διάφορων ειδών.

Οι γεωργοί με την τοπική ποικιλότητα υποστήριξαν και μπορούν να υποστηρίξουν μια παραδοσιακή γεωργία, που αναφέρεται ως γεωργία «χαμηλών εισροών» (λιπάσματα φυτοφάρμακα και νερό). Δεν υπέστησαν «τεχνητή επιλογή» και είναι προσαρμοσμένες εδώ και αιώνες σε μία περιοχή, ως αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής και της διαχείρισης των γεωργών, οι οποίοι επέλεγαν, για παράδειγμα, τον καλύτερο σπόρο ντομάτας ή την καλύτερη ρίζα καρότου για τον σπόρο της επόμενης χρονιάς. Έτσι, συγκεντρώθηκαν στις ελληνικές ποικιλίες τα επιθυμητά γονίδια. Συνεπώς, το ντόπιο γενετικό υλικό, δηλαδή οι τοπικές ποικιλίες, έχουν μεγάλη γενετική παραλλακτικότητα, με αποτέλεσμα να είναι ανθεκτικές σε ασθένειες και εχθρούς, αλλά και στην ξηρασία, στις χαμηλές ή στις υψηλές θερμοκρασίες και στη χαμηλή γονιμότητα. Επομένως, απαιτούν λιγότερα φυτοφάρμακα και λιπάσματα.

Ακόμη, χαρακτηρίζονται από προσαρμοστικότητα σε αντίξοα περιβάλλοντα. Στη γεωργική πρακτική, η τοπική ποικιλότητα χάνεται ή χάθηκε, επειδή χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται όχι μόνο συγκεκριμένα είδη φυτών, αλλά και συγκεκριμένες ποικιλίες κάποιων φυτών για τη διατροφή μας (στενή γενετική βάση). Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, τα σύγχρονα οικοσυστήματα αδυνατούν να ανταποκριθούν στις σημερινές απαιτήσεις χωρίς την υπερεντατική παρακολούθηση και τις υψηλές εισροές. Ο κίνδυνος ενός ολοκληρωτικού αφανισμού χωρίς την πλούσια γενετική βάση των άγριων και γηγενών πληθυσμών είναι εμφανής.

Είναι αρκετά σοβαρό σήμερα το θέμα των χαμηλών εισροών στη γεωργία και συνδέεται με τη διάσωση και τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών, οι οποίες είναι κατάλληλες για καλλιέργεια σε συνθήκες βιώσιμης γεωργίας. Επίσης, σοβαρό θέμα είναι η ανάδειξη της ποιότητας των νωπών, αλλά και των τυποποιημένων προϊόντων που προέρχονται από τοπικές ποικιλίες, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για παραγωγή προϊόντων ΠΓΕ (Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης) και προϊόντων ιδιοτυπίας (μεταποιημένα), με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Η γενετική διάβρωση είναι βασικά η απώλεια της ποικιλότητας, είτε αυτή συμβαίνει μέσα σε ένα είδος είτε μέσα σε έναν πληθυσμό ή μια ποικιλία. Ο Ροδίτης, το Μαυρούδι, το Φιλέρι, στην περίπτωση των κρασοστάφυλων, δεν είναι ένα ή μία ποικιλία, αλλά πληθυσμοί, οι οποίοι στο διάβα του χρόνου έχασαν την ποικιλότητά τους και περιορίστηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές καλλιέργειας, με αποτέλεσμα να εντοπίζονται μόνο σαν μεμονωμένο γενετικό υλικό.

Αποτέλεσμα της γενετικής διάβρωσης είναι η απώλεια της γενετικής αντοχής ή ανοχής σε εχθρούς, ασθένειες και περιβαλλοντικές καταπονήσεις (stress). Η έλλειψη ποικιλότητας, για κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποιότητας των παραγομένων προϊόντων, όπως μπορεί να συμβαίνει σε ποικιλίες κρασοστάφυλλων, όπως αναφέρθηκε στο παράδειγμα, οδηγεί και σε πολιτιστική διάβρωση και απώλεια γνώσης.

Οι χαμένες γεύσεις, συνέπεια της γενετικής διάβρωσης

Μόνο στη φαντασία μας μπορούμε να γευτούμε ζουμερές κατακόκκινες ντομάτες, με γεύση και άρωμα… πραγματικής ντομάτας, αφράτες πατάτες και βερίκοκα βελούδινα στη γεύση, μανταρίνια που τα ξεφλουδίζεις και το άρωμά τους πλημμυρίζει το σπίτι σου. Μόνο στη φαντασία μας και στα όνειρά μας μπορούν να υπάρχουν οι γεύσεις όλου εκείνου του ελληνικού γενετικού υλικού από παλιές ελληνικές ποικιλίες φρούτων και λαχανικών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν με τα χρόνια από νέες, πιο παραγωγικές, πιο εμφανίσιμες, αλλά λιγότερο γευστικές. Το 95% των παραδοσιακών φρούτων και λαχανικών της χώρας έχει εξαφανιστεί! Οι παραγωγοί, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισαν να αναζητούν ποικιλίες πιο παραγωγικές, με αψεγάδιαστη μορφή, ώστε να ελκύουν τον καταναλωτή. Ο παράγοντας γεύση πέρασε σε δεύτερη μοίρα.

Η γενετική διάβρωση μπορεί να περιοριστεί μέσα από την αποτελεσματική χρήση όλης της διαθέσιμης πλέον γενετικής ποικιλότητας και την ορθή διαχείριση των φυτογενετικών πόρων. Έτσι, είναι απαραίτητη η μελέτη των τοπικών ποικιλιών, η οποία απαιτεί συλλογή, καταγραφή, χαρακτηρισμό, αξιολόγηση, διατήρηση και αξιοποίηση του ντόπιου γενετικού υλικού. Το ντόπιο γενετικό υλικό είναι ένας απειλούμενος γενετικός πόρος με πολλαπλή σημασία, τόσο επιστημονική όσο και κοινωνικοοικονομική. Οι τοπικές ποικιλίες της χώρας μας, αλλά και κάθε περιοχής είναι μέρος της ιστορίας του κάθε τόπου και του πολιτισμού του και αποτελεί φυσική κληρονομιά που οφείλουμε να την προστατέψουμε και να τη διατηρήσουμε.