Γενική συνέλευση ΣΕΒΤ: Εικόνα από το µέλλον οι υψηλές τιµές στα τρόφιµα

Την ανάγκη για μια πιο ολιστική προσέγγιση της αγροδιατροφικής αλυσίδας, αλλά και για μια αλλαγή πλεύσης στο εγχείρημα της πράσινης μετάβασης» ανέδειξε η γενική συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), η οποία, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη χρονιά, είχε φέτος έντονα αγροτικό χρώμα.
Αμφότερα τα ζητήματα ήρθαν στην επιφάνεια με ιδιαίτερα πιεστικό τρόπο την τελευταία τετραετία, διάστημα που ο κλάδος, αλλά και η εφοδιαστική αλυσίδα στο σύνολό της βρέθηκε αντιμέτωπη με διαδοχικές προκλήσεις, από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι την ενεργειακή κρίση και την έκρηξη του πληθωρισμού. Και τα δύσκολα δεν τελειώνουν εδώ, καθώς, σύμφωνα με την τοποθέτηση του Νίκου Βέττα, γενικού διευθυντή του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) –που απηχεί και τις εκτιμήσεις ουκ ολίγων ξένων αναλυτών– οι αυξημένες τιμές δεν είναι παροδικό φαινόμενο. «Πάμε για πληθωρισμό μακράς διάρκειας στα τρόφιμα», ανέφερε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι το άμεσο μέλλον «δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που συνηθίσαμε τα τελευταία 10-15 χρόνια».
Σύμφωνα με τον κ. Βέττα, ο πληθωρισμός μακράς διάρκειας έχει τις ρίζες του στα νέα θεμελιώδη που διαμορφώνουν οι εξελίξεις στο δημογραφικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενδεικτικά, ο ίδιος ανέφερε το παράδειγμα χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία, όπου ο πληθυσμός αυξάνεται διαρκώς, η ζήτηση απέχει πολύ από αυτήν που παρατηρούνταν μέχρι πριν από κάποια χρόνια, ενώ η προσφορά αυξάνεται μεν επίσης, όχι όμως με τον ίδιο ρυθμό. Την ίδια στιγμή, εντείνονται η αβεβαιότητα και τα κόστη –στα οποία συμπεριλαμβάνονται και αυτά της πράσινης μετάβασης– παραμένουν υψηλά, δίχως να προμηνύεται σημαντική μείωσή τους το αμέσως επόμενο διάστημα.
Στάση άμυνας από τις επιχειρήσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ, Ιωάννης Γιώτης (φωτό αριστερά), η βιομηχανία τροφίμων καλείται να διαχειριστεί μια τριπλή κρίση με την ταυτόχρονη αύξηση του κόστους της ενέργειας, του κόστους πρώτων υλών λόγω της κλιματικής αλλαγής και του επιπρόσθετου κόστους που επιφέρουν σε ολόκληρη την αλυσίδα οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις από εθνικές και ευρωπαϊκές νομοθεσίες της πράσινης μετάβασης.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, ο κ. Γιώτης τόνισε ότι η επώνυμη βιομηχανία τροφίμων και ποτών όχι μόνο δεν κερδοσκοπεί, αλλά κάνει μια τιτάνια προσπάθεια για να διατηρήσει τις τιμές σε προσιτά επίπεδα. Αναφερθείς σε μελέτη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), σημείωσε ότι αν αφαιρεθεί ο ΦΠΑ, τον Ιανουάριο του 2024, το ελληνικό τυπικό καλάθι προϊόντων ήταν 25% φθηνότερο από αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Παράλληλα, επικαλούμενος προκαταρκτικά στοιχεία ειδικής μελέτης για τον πληθωρισμό στα επώνυμα, τυποποιημένα τρόφιμα που πραγματοποίησε ο Σύνδεσμος σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ, ο ίδιος υπογράμμισε ότι η βιομηχανία τροφίμων δεν τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, καθώς τον Απρίλιο ο πληθωρισμός των επώνυμων, τυποποιημένων τροφίμων –εξαιρουμένου του ελαιόλαδου– ήταν μόλις 0,6%.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, οι βιομηχανίες όχι μόνο δεν κερδοσκόπησαν, αλλά, προκειμένου να προστατεύσουν τον καταναλωτή, απορρόφησαν μεγάλο μέρος των αυξήσεων –εκτός ελαιολάδου– σε πρώτες ύλες και υλικά συσκευασίας, οι οποίες αντιστοιχούν σε πάνω από το 50% του κόστους παραγωγής. Προς επίρρωση αυτού, επεσήμανε ότι, εξετάζοντας τους ισολογισμούς του 2022 για σημαντικό μέρος των μελών του Συνδέσμου και αφαιρώντας έκτακτα κέρδη από εξαγορές και συγχωνεύσεις, τα καθαρά κέρδη του σημαντικού αυτού μέρους των επιχειρήσεων της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών εμφάνισαν μείωση 7,5%.
«Όχι» Χατζηδάκη σε μείωση ΦΠΑ
Σημαντικό μέρος της συζήτησης στο ένα από τα δύο πάνελ που ακολούθησαν περιστράφηκε γύρω από τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, πάγιο αίτημα του κλάδου που επανέφερε ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ και το οποίο, ωστόσο, απέρριψε δίχως περιστροφές ο υπουργός Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης. Ο υπουργός επικαλέστηκε τόσο τα στενά δημοσιονομικά περιθώρια όσο και λόγους ισοζυγίου καθώς, όπως ανέφερε, μια τέτοια παρέμβαση θα ενθάρρυνε την κατανάλωση και όχι τις επενδύσεις.
Ο ίδιος διαβεβαίωσε τους επιχειρηματίες ότι τα έκτακτα μέτρα για την ακρίβεια και τον περιορισμό της κερδοφορίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και, δεδομένου ότι το φαινόμενο του πληθωρισμού βρίσκεται, όπως είπε, σε αποδρομή, θα αρθούν την κατάλληλη στιγμή, χωρίς πάντως να υπάρχει αυτήν τη στιγμή σαφής χρονικός ορίζοντας. Υπενθύμισε, επίσης, αρκετές από τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για επιπλέον παρεμβάσεις στο πεδίο αυτό, εφόσον τα δημοσιονομικά περιθώρια το επιτρέψουν.
Λαβράκια βγάζουν οι έλεγχοι του ΥΠΑΑΤ
Στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για να διορθωθούν πολλά από τα διαχρονικά κακώς κείμενα του πρωτογενούς τομέα, αλλά και να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ όλων των κρίκων της αλυσίδας αξίας αναφέρθηκε ο Λευτέρης Αυγενάκης.
Μεταξύ άλλων, επεσήμανε το νέο πλαίσιο για τη λειτουργία των Διεπαγγελματικών, με το υπουργείο να θέτει ως στόχο τη λειτουργία οκτώ νέων Οργανώσεων μέχρι το τέλος του χρόνου, οι οποίες θα προστεθούν στις οκτώ ήδη υπάρχουσες. Παράλληλα, τόνισε ότι με το νέο διασταυρωτικό σύστημα και τα μεικτά κλιμάκια ελέγχου έχουν κερδηθεί σημαντικές μάχες στον «πόλεμο» κατά των ελληνοποιήσεων και στην αποκάλυψη κυκλωμάτων που κερδοσκοπούν στην πλάτη των νομοταγών παραγωγών, ιδίως στον τομέα του γάλακτος και, ευρύτερα, της κτηνοτροφίας, η στήριξη της οποίας, υπογράμμισε, παραμένει προτεραιότητα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Ξεκαθάρισε, επίσης, ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να μπει ένα τέλος στην «ανοιχτή πληγή» των Σχεδίων Βόσκησης, ενώ, σε επίπεδο ΕΕ, θα εντείνει τις προσπάθειες για περαιτέρω βελτίωση των Οικολογικών Σχημάτων.
Λείπουν τα στελέχη υψηλής εκπαίδευσης από τη γεωργία
Ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒΤ, Γρηγόρης Αντωνιάδης, στάθηκε σε μερικά από τα δομικά προβλήματα του ελληνικού αγροτικού τομέα, όπως o κατακερματισμός της γης, που σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος του κλάδου καθιστά δύσκολη την επίτευξη οικονομιών κλίμακος και τη βέλτιστη αξιοποίηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (μηχανήματα, σιλό, αποθηκευτικές εγκαταστάσεις κ.λπ.).
Ένα επιπλέον «αγκάθι» συνιστά και το γεγονός ότι η ελληνική γεωργία δεν κατάφερε διαχρονικά να προσελκύσει στελέχη υψηλής εκπαίδευσης και ικανοτήτων. Κάτι που δεν ισχύει για τη βιομηχανία τροφίμων, στην οποία το 38% του απασχολούμενου δυναμικού είναι πτυχιούχοι ή/και κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου, όταν στην υπόλοιπη οικονομία το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε 29%. Έδωσε, επίσης, έμφαση στη σημασία της γειτνίασης στην προμήθεια των πρώτων υλών, κάτι που, πέρα από επιθυμία των καταναλωτών (οι οποίοι ζητούν και ελληνικά προϊόντα), αποτελεί αναγκαιότητα στο πλαίσιο της τρέχουσας «γεωπολιτικής πολυαστάθειας», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά της, η διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις, Φαίη Μακαντάση, υπενθύμισε ότι ο Οργανισμός ήταν από τους πρώτους που έβαλε στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και της επίδρασής της στην ελληνική κοινωνία, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος με εξειδικευμένες μελέτες στην αγροτική οικονομία.
Τόνισε ότι, ως μια μικρή, ανοιχτή οικονομία, η Ελλάδα είναι λήπτρια τιμών στις αγορές τόσο των τροφίμων όσο και της ενέργειας, επομένως εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς εξελίξεις. Στάθηκε, επίσης, ιδιαίτερα στα ζητήματα των χρήσεων γης και της διαχείρισης των υδάτινων πόρων, δεδομένου ότι, όπως επισημάνθηκε και σε μελέτη της ΔιαΝΕΟσις, ο αγροτικός τομέας στη χώρα μας είναι «υπεύθυνος» για το 80% της κατανάλωσης νερού. Υπογράμμισε, επίσης, την ανάγκη επιμόρφωσης των αγροτών πάνω στη γεωργία ακριβείας, αλλά και στη γεωργία αναζωογόνησης, προκειμένου η ελληνική γεωργία να κατευθυνθεί προς ένα μοντέλο πολυκαλλιέργειας.
Αντιπρόεδρο με αρμοδιότητα τα τρόφιμα θέλει στην επόμενη Κομισιόν η FoodDrinkEurope
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η τοποθέτηση του
γενικού διευθυντή της FoodDrinkEurope, Dirk Jacobs (φώτο δεξιά), ο οποίος, επικαλούμενος στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ανέφερε ότι η πράσινη μετάβαση προϋποθέτει επενδύσεις ύψους 1 τρισ. ευρώ – ένα κόστος που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλυφθεί από την ΚΑΠ.
Με αυτό κατά νου και δεδομένου ότι ο στόχος για ένα βιώσιμο και, συνάμα, πιο ανταγωνιστικό σύστημα παραγωγής τροφίμων δεν μπορεί ούτε και πρέπει να εγκαταλειφθεί, η FoodDrinkEurope έχει καταλήξει σε ένα «Σχέδιο Ανθεκτικότητας και Επενδύσεων», το οποίο «πατάει» σε πέντε άξονες:
1) Επενδύσεις: Στο πλαίσιο της μετάβασης σε μια βιώσιμη γεωργία, η οποία προϋποθέτει και αντίστοιχες καλλιεργητικές πρακτικές, ο Σύνδεσμος έχει υπολογίσει ότι μόνο για τον πρώτο χρόνο απαιτούνται επενδύσεις της τάξης των 35 δισ. ευρώ.
2) Καινοτομία: Θέση της FoodDrinkEurope είναι ότι η ΕΕ πρέπει να γίνει πιο «ανοιχτή» στην υιοθέτηση νέων γονιδιακών τεχνικών, προκειμένου να αυξηθούν οι αποδόσεις των καλλιεργειών και να μειωθούν οι οικονομικές απώλειες των αγροτών.
3) Ενίσχυση του εμπορίου και περισσότερη ασφάλεια στην προσφορά προϊόντων και πρώτων υλών: Ο κ. Jacobs επικαλέστηκε το παράδειγμα του ηλιελαίου, όπου το 85% των ευρωπαϊκών αναγκών καλυπτόταν από την Ουκρανία και τη Ρωσία, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα του πολέμου να πιάσει την ΕΕ εξαπίνης.
4) Βελτίωση και απλοποίηση των ευρωπαϊκών κανονισμών: «Ελπίζω η νέα Κομισιόν να δώσει μεγαλύτερο βάρος στην εφαρμογή των υφιστάμενων κανονισμών, αντί για τη δημιουργία ακόμα περισσότερων», σημείωσε ο γενικός διευθυντής της FoodDrinkEurope, προσθέτοντας πως είναι θετικό ότι σε επίπεδο ΚΑΠ έχουν γίνει ήδη βήματα από τους υπουργούς Γεωργίας προς αυτή την κατεύθυνση. «Χρειάζεται να γίνει το ίδιο και στον μεταποιητικό κλάδο όμως», ανέφερε χαρακτηριστικά.
5) Διακυβέρνηση: Oι επιχειρήσεις ζητούν την τοποθέτηση ενός εκτελεστικού αντιπροέδρου για τον κλάδο των τροφίμων στην επόμενη Κομισιόν, ενώ, σύμφωνα με τον κ. Jacobs, ένας υπουργός Γεωργίας θα πρέπει παράλληλα να είναι και υπουργός Τροφίμων, ώστε να υπάρχει μια ολιστική οπτική και αντιμετώπιση της αλυσίδας αξίας.
Ο γενικός διευθυντής της FoodDrinkEurope παρατήρησε, επίσης, ότι η προσέγγιση «Από κάτω προς τα πάνω» στην πράσινη μετάβαση που έχει υιοθετήσει η Κομισιόν ευθύνεται σε έναν μεγάλο βαθμό και για τις αντιδράσεις των αγροτών, εξού και χρειάζεται αναθεώρηση. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι κάθε χρόνο χάνεται 1,25 δισ. ευρώ σε όρους αγροτικής παραγωγικότητας λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης των εδαφών.