Tα γενοβέζικα «φουστάνια» των Μαστιχοχωρίων της Χίου

Η ερευνητική διαδρομή της Αθηνάς Μαχά, επίκουρης καθηγήτριας Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας Εθνολογίας του ΔΠΘ, αποτυπώνεται σε μια αξιόλογη έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), με τίτλο «‘‘Φουστάνια’’ αναγεννησιακού τύπου στη Χίο (16ος αιώνας-αρχές 20ού)». Το 2010 συνεργάστηκε με το ΠΙΟΠ στην επανέκθεση της συλλογής του Μουσείου Μετάξης στο Σουφλί.

Ακολούθησε μια συνεργασία στο Μουσείο Μαστίχας Χίου, όπου ανέλαβε την ενότητα του ενδύματος και παρότι στα μουσεία συνήθως διασώζεται ό,τι πιο στολισμένο παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά καθημερινές ενδυμασίες που έχουν το ίδιο σχήμα με αυτές των ειδικών περιστάσεων, αλλά είναι φτιαγμένες με κατώτερα υλικά, χωρίς κοσμήματα και διακοσμητικό πλούτο.

Μόδα για αρχόντισσες και αγρότισσες

Οι Χιώτισσες, αρχόντισσες και αγρότισσες, δημιούργησαν μόδα με τα πτυχωτά φουστάνια, προσαρμόζοντας αναγεννησιακά αισθητικά πρότυπα στις πρώτες ύλες και στις ανάγκες τους. «Στη Χίο, έχουμε κοντά πτυχωτά φουστάνια που απηχούν αυτά της ιταλικής Αναγέννησης. Είναι από τα λίγα που διασώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι Γενοβέζοι έφεραν στο νησί τον πολιτισμό τους, επηρεάζοντας τον τρόπο ένδυσης, και δη στις αρχόντισσες. Τα ενδυματολογικά σχήματα είναι αρχικά ποδήρη, μακριά με βαριές πτυχώσεις της ιταλικής Αναγέννησης και υφάσματα βαριά και μοτίβα της γαλλικής και της βενετσιάνικης υφαντουργίας».

Τα πολύπτυχα φουστάνια αποτέλεσαν το πρότυπο στη δημιουργία ενδυματολογικής ταυτότητας των αγροτικών πληθυσμών, κυρίως των Μαστιχοχωρίων που βρίσκονταν κοντά στη χώρα. «Οι Γενοβέζοι διαχειρίζονταν το μαστίχι και οι γυναίκες των Μαστιχοχωρίων μιμήθηκαν τις αρχόντισσες στον τρόπο ένδυσης, αλλά δεν μπορούσαν ν’ αντιγράψουν ενδύματα που σέρνονταν στο έδαφος, καθότι είχαν αγροτικές ασχολίες.

Επιπλέον, δεν χρησιμοποιούσαν βαρύτιμη πρώτη ύλη, αλλά το παραγόμενο βαμβάκι, αξιοποιώντας τον αργαλειό. Ο αργαλειός και το βελόνι ήταν τα ισχυρότερα εργαλεία στα χέρια των γυναικών του παραδοσιακού κόσμου». Η λαογράφος εξηγεί ότι οι Χιώτισσες ύφαιναν το βαμβακερό πανί, αναπαράγοντας με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τις αναγεννησιακές πτυχώσεις. «Οι γυναίκες πτυχώνουν πολύ συγκεκριμένα τμήματα του φουστανιού. Το πανωκόρμι ήταν πολύ στενό γι’ αυτό δημιουργούσαν ένα κατακόρυφο άνοιγμα μπροστά στο στήθος δίνοντας ελευθερία κίνησης στα χέρια. Από το στήθος και κάτω γίνεται η πτύχωση, είτε στο πίσω μέρος της πλάτης, είτε μπροστά. Για τον ίδιο λόγο, φτιάχνουν κοντά φουστάνια».

Οι Χιώτισσες αξιοποίησαν εξαιρετικά το βαμβάκι, το μαλλί και το λινάρι, σύμφωνα με τις αισθητικές αντιλήψεις, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Η Χίος αποτελούσε κέντρο σηροτροφίας και μεταξουργίας, το μετάξι ήταν προσιτό σε όλους, γι’ αυτό εντάσσεται στα ρούχα των αρχοντισσών και των αγροτισσών.

Η κα Μαχά θυμίζει ότι το ένδυμα αποτελεί ένα δυναμικό εξωγλωσσικό εργαλείο που μπορεί να μεταφέρει πολλά μηνύματα. «Έλεγαν πως όταν πήγαινε κάποιος στη χώρα, καταλάβαινε ποια ήταν η γυναίκα από το Καλαμωτί, ποια από το Πυργί και ποια από τα Μεστά με βάση το ένδυμα και το κεφαλοκάλυμμά της». Το ένδυμα απηχούσε τοπική ταυτότητα, στοιχεία κοινωνικής θέσης, οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής και φυσικής ηλικίας. Οι μεταβολές που υπέστησαν τα ενδυματολογικά σχήματα προήλθαν από το εμπόριο, τις επιγαμίες, αλλά και τις γυναίκες που πήγαιναν στα παζάρια και έφερναν καινούργια υλικά.