«Bastarden»: Η καλλιέργεια πατάτας «πρωταγωνιστεί» στην πρόταση της Δανίας για τα Όσκαρ

✱ Το ιστορικό-βιογραφικό δράµα του Νικολάι Αρσέλ αναβιώνει τη ζωή και τα έργα του Λούντβιχ Κάλεν, του πρωτοπόρου που καθιέρωσε την ευρέως άγνωστη -έως τότε- πατάτα σε άγονες ηπειρωτικές περιοχές της σκανδιναβικής χώρας
✱ Η ταινία για τον Δανό... Καποδίστρια κυκλοφορεί αυτές τις µέρες στις ελληνικές αίθουσες
✱ Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για την πρόταση της Δανίας για τα επερχόµενα Όσκαρ

Λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, μικρές πληθυσμιακές ομάδες, αποτελούμενες από οικογένειες Γερμανών, εγκαταστάθηκαν σε αχανείς θαμνώδεις περιοχές της Κεντρικής Γιουτλάνδης, στην ηπειρωτική Δανία, με σκοπό να καλλιεργήσουν τον άγονο τόπο.

Το έργο των εποίκων αποδείχθηκε δύσκολο, και στην πορεία πολλοί εξ αυτών εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Ωστόσο, αυτό που άφησαν ως κληρονομιά στη σκανδιναβική χώρα ήταν η γνώση της καλλιέργειας πατάτας, εξού και ο δανέζικος όρος Kartoffeltyskere (ή Potato Germans στα αγγλικά), με τον οποίο ταυτίστηκαν.

Ο άνθρωπος που αποτέλεσε τον πρωτοπόρο των -αναλογικά- επιτυχημένων καλλιεργητικών πρακτικών σε τέτοιους μέχρι πρότινος αδάμαστους ερεικώνες (σ.σ. καθότι εκεί ευδοκιμούσαν μόνο ρείκια), ανοίγοντας τον δρόμο για τη μαζική έλευση των Γερμανών εποίκων, δεν ήταν άλλος από τον Λούντβιχ Κάλεν, έναν βετεράνο λοχαγό χωρίς αριστοκρατικές περγαμηνές, αλλά με αστείρευτο κουράγιο, πείσμα και φιλοδοξία.

Μια ανέφικτη αποστολή

Ο Κάλεν (Μαντς Μίκελσεν) είναι το κεντρικό πρόσωπο του φετινού ιστορικού-βιογραφικού δράματος «Η Γη της Επαγγελίας» («The Promised Land» / «Bastarden»), σε σκηνοθεσία Νικολάι Αρσέλ («Ο Μαύρος Πύργος», 2017), βασισμένο σε βιβλίο της Ίντα Γένσεν.

Όλα ξεκινούν το φθινόπωρο του 1754, όταν ο ίδιος, μετά από 25 συναπτά έτη στρατιωτικής υπηρεσίας στη Γερμανία, παίρνει την άδεια του Βασιλιά Φρειδερίκου Ε΄ της Δανίας, ώστε να μεταβεί στην υπό δανέζικη κυριαρχία χερσόνησο της Γιουτλάνδης και να καλλιεργήσει τους αφιλόξενους χερσότοπούς της, με την προοπτική να δημιουργήσει εκεί μια βασιλική αποικία. Ο στόχος μοιάζει ανέφικτος, καθώς πολλοί επίδοξοι καλλιεργητές έχουν ήδη δοκιμάσει την τύχη τους εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Εάν παρ’ ελπίδα τα καταφέρει, ο Κάλεν αξιώνει να του χορηγηθεί ως αντάλλαγμα ένας τίτλος ευγενείας και μία δική του έπαυλη με υπηρετικό προσωπικό. Αυτό είναι, άλλωστε, το μεγάλο του απωθημένο, όντας καρπός της παράνομης σχέσης μιας Δανέζας υπηρέτριας και ενός Γερμανού ευγενούς· μια ταπεινή καταγωγή που τον έχει αναγκάσει να υπομείνει διάφορες διακρίσεις, αλλά ταυτόχρονα τον έχει χαλιναγωγήσει με αδιαπραγμάτευτη θέληση να ανελιχθεί, κόντρα σε κάθε πιθανή αντιξοότητα.

Ο φακός της κάμερας ακολουθεί πιστά τα ροζιασμένα χέρια του φιλότιμου Κάλεν και «οργώνει» τη φτωχή γη μαζί του. Άλλοτε, γίνεται ένα με τα τέσσερα στοιχεία της φύσης, τα οποία άλλοτε προάγουν (καύση του ρεικιού για να φυτευτούν οι εκτάσεις με πατατόσπορο) και άλλοτε απειλούν το εγχείρημα (κύματα ψύχους και χαλαζοπτώσεις), προκαλώντας απελπισία στον επίδοξο θηριοδαμαστή τους και δέος στο κοινό που παρακολουθεί την ταινία και το χειμερινό της τοπίο.

Παρ’ όλη τη θέληση που υπάρχει, γίνεται γρήγορα κατανοητό ότι αυτό το αλύγιστο θηρίο, ο Κάλεν θα είναι σχεδόν αδύνατο να το υποτάξει. Η φράση «Η Γη της Επαγγελίας», η οποία κανονικά παραπέμπει στη θεϊκή υπόσχεση του ιδεατού προορισμού, εδώ λαμβάνει μια μάλλον ειρωνική διάσταση, ούσα ποτισμένη με τον ιδρώτα του καθημερινού αγροτικού κάματου και σπαρμένη με τρικλοποδιές καλοθελητών, χωρίς εγγυημένη ανταπόδοση για τα συνεχιζόμενα βάσανα στα οποία υποβάλλει τον καλλιεργητή.

Το φεουδαρχικό κατάλοιπο του γαιοκτήμονα-τοπικού άρχοντα

Μεγαλύτερο εμπόδιο στις βλέψεις του Κάλεν, πέρα από τις ακραίες καιρικές συνθήκες και τα μειωμένης γονιμότητας εδάφη, είναι ένας σαδιστής γαιοκτήμονας-δικαστής ονόματι Φρέντερικ ντε Σίνκελ (Σίμον Μπένεμπεργκ). Βλέποντας την εξουσία του να απειλείται από το ενδεχόμενο εποικισμού -και άρα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης- της περιοχής, ο τοπικός άρχοντας θα προσπαθήσει να λυγίσει με κάθε τρόπο τον εντεταλμένο καλλιεργητή του βασιλιά: Θα τον εκφοβίσει, θα τον λοιδορήσει, θα τον δωροδοκήσει και θα τον υπονομεύσει.

Όμως, τελικά, το μόνο που θα καταφέρει ο ντε Σίνκελ είναι να δοκιμάσει ανεπιτυχώς τα όρια της ισχυρογνωμοσύνης και του πείσματος του πρωταγωνιστή. Και εκείνος, με τη σειρά του, θα διέλθει από σταυροδρόμια όπου θα υπερισχύσει ο εγωισμός του έναντι του αξιακού κώδικα που τον διακρίνει.

Αυτή η αλαζονική επιμονή του Κάλεν στα θέλγητρα της ταξικής του καταξίωσης (σ.σ. εφόσον οι προσπάθειές του ευοδωθούν, θα μετατραπεί σε ηγέτη μιας βασιλικής αποικίας, παραγκωνίζοντας τον ντε Σίνκελ και «κλέβοντάς» του την αριστοκρατικής καταγωγής μνηστή) και της μη συνθηκολόγησης με τον «εχθρό» με κάθε κόστος, ακόμα και όταν η αντίπαλη πλευρά προσφέρει σχετικά ευνοϊκούς όρους, δεν θα θέσει σε ρίσκο μόνο τη δική του ζωή, αλλά και τους δεσμούς αγάπης με τη μικρή οικογένεια που έχει δημιουργηθεί γύρω από την αγροτική του εγκατάσταση. Μια απόλυτα κυνική, μακιαβελική οπτική για τον «ιερό» αυτόν σκοπό του.

Ο… μυστηριώδης σπόρος που έκανε τη διαφορά

Ο κρυφός άσος στο μανίκι του Κάλεν δεν είναι άλλος από τα σακιά με πατάτες που έχει εισαγάγει μυστικά από τη Γερμανία, και οι οποίες δεν έχουν καλλιεργηθεί ποτέ σε εκείνες τις αφιλόξενες εκτάσεις της ηπειρωτικής Δανίας, ούσες άγνωστες όχι μόνο στους ντόπιους, αλλά και στη βασιλική αυλή που τον έχει αποστείλει μέχρι εκεί. Ο ίδιος θεωρεί ότι η πατάτα είναι μια ανθεκτική καλλιέργεια που μπορεί να επιβιώσει σε αυτά τα εχθρικά εδάφη.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η περίπτωση του Λούντβιχ Κάλεν παραπέμπει άτυπα στον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια· τον άνθρωπο που, πολλές δεκαετίες αργότερα, έφερε την πατάτα στη χώρα μας.

Εμμονή για εξουσία

Πάντως, η διμερής σύγκρουση μεταξύ Κάλεν και ντε Σίνκελ με έπαθλο την εξουσία θα παρασύρει στον θάνατο δεκάδες αθώους -ή μη- ανθρώπους, κυρίως εξαιτίας του αδίστακτου και καλομαθημένου φεουδάρχη. Ο ντε Σίνκελ είναι ένας αλαζόνας άλλου τύπου από αυτόν του Κάλεν. Πρόκειται για ένα άτομο υπερφίαλο, το οποίο εύκολα χάνει τον έλεγχο και αντλεί ικανοποίηση από το να ταπεινώνει ολοκληρωτικά τον αντίπαλο. Δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ούτε αυτός δέχεται την ήττα, ειδικά από κάποιον κατώτερο ταξικά, με αποτέλεσμα να βγάζει προς τα έξω έναν νοσηρό χαρακτήρα.

Λάδι στη φωτιά της αιματηρής κλιμάκωσης προσθέτει η ανυποχωρητικότητα του Κάλεν, ο οποίος στην πορεία θα χρειαστεί να λάβει σκληρές αποφάσεις, απογοητεύοντας άτομα πιστά σε αυτόν. Ο ίδιος δεν θα διστάσει να ελιχθεί με κάθε τρόπο προκειμένου να κρατήσει το όνειρό του ζωντανό, φθάνοντας μέχρι και σε παράνομη συμφωνία με συμμορίες νομαδικών φυλών ώστε να εξασφαλίσει εργατικά χέρια για την εκμετάλλευσή του.

Τα σχέδια του Κάλεν θα τελεσφορήσουν, καθώς θα του απονεμηθεί ο τίτλος του βαρόνου, μετά την επίτευξη της καλλιέργειας πατάτας, γεγονός που τελικά θα μας οδηγήσει και στην εποίκηση της άλλοτε «καταραμένης» γης. Εν τέλει, όμως, θα γεννηθεί η απορία αν όλη αυτή η προσπάθεια άξιζε τον κόπο, καθώς στην κυριολεξία πάτησε επί πτωμάτων για να το πετύχει. Όπως δείχνει ξεκάθαρα η τελική σκηνή, αυτό που έχει σημασία στο… φινάλε είναι η αγάπη και η συντροφικότητα. Τα απλά, καθημερινά πράγματα, τα οποία θεωρούμε -κακώς- δεδομένα πολλές φορές.

Τι θέλει να μας πει το έργο

Με χρονικό πλαίσιο την πτώση της μεσαιωνικής φεουδαρχίας, η ταινία εμβαθύνει στο πολυδιασπασμένο μοντέλο του τότε συστήματος (απώλεια κεντρικών εξουσιών προς όφελος των ευγενών και των τοπικών αρχόντων) και τις ζυμώσεις που αυτό υφίστατο (η απειλή του καλλιεργητή-απεσταλμένου της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης).

Πάνω από όλα, όμως, είναι μια διαχρονική ωδή στην εξουσία και το πόσο αφροδισιακή και συνάμα επικίνδυνη μπορεί να γίνει όταν συνδυαστεί με την αλαζονεία. Σε πρώτο πλάνο μπαίνουν το «όπιο» του κοινωνικού στάτους, τα οξύτατα χάσματα των τάξεων και η ψυχοπαθολογία που γεννούν (βλ. εμμονές Κάλεν και ντε Σίνκελ).

Επιπλέον, το έργο πραγματεύεται τον ρατσισμό και διάφορα άλλα κοινωνικά θέματα, τα οποία ολοκληρώνουν το κάδρο μιας εποχής όχι καθολικά ξένης από τη σημερινή: Η φυλή των Ρομά, με τους οποίους ο Κάλεν έρχεται σε συμφωνία προκειμένου να εξασφαλίσει εργατικά χέρια, είναι κοινωνικά απόβλητη και αποκλεισμένη. Στη συνέχεια, μάλιστα, μια υιοθετημένη από τον Κάλεν τσιγγανοπούλα αντιμετωπίζεται από τους «πολιτισμένους» λευκούς ως σημάδι κακοδαιμονίας και στοχοποιείται με τον χειρότερο τρόπο!

Το έργο φωτίζει, επίσης, τις πτυχές της εργασιακής εκμετάλλευσης και των ακραίων κακοποιητικών συμπεριφορών, τοποθετώντας τον ντε Σίνκελ και πάλι σε ρόλο ειδεχθούς παραδείγματος, και από την άλλη τον Κάλεν σε μια λειτουργία μέχρι ενός σημείου αντισταθμιστική, πράγμα που καθιστά πολύ πιο επίπονες για τον θεατή τις «λάθος» αποφάσεις του.

Ένα ακόμη ρεσιτάλ του Μαντς Μίκελσεν

Αν και το σενάριο επιχειρεί ορισμένες τετριμμένες μυθοπλαστικές παρεμβάσεις στην πλοκή (σ.σ. μετά από όλα αυτά, είναι δύσκολο να πει κανείς ότι αυτή ήταν η πραγματική ζωή του Λούντβιχ Κάλεν), αυτά αποτρέπονται από το να ηχήσουν παράφωνα χάρη στο ερμηνευτικό ρεσιτάλ του Μαντς Μίκελσεν. Από ένα σημείο και έπειτα, εκείνος είναι ο παράγοντας που εξυψώνει τη δραματουργία μέσω της οποίας σερβίρεται η ερμηνεία του.

Συμπρωταγωνίστρια στο έργο παραμένει η αδάμαστη άγρια φύση και η τελετουργία εξευμένισής της (οι καλλιεργητικές πρακτικές του Κάλεν περιλαμβάνουν τον εμπλουτισμό του εδάφους με άργιλο και την επικάλυψη με ξερά ρείκια και κουβέρτες για την προστασία από τον παγετό). Συνολικά, η φετινή πρόταση της Δανίας για τα Όσκαρ είναι ένα έργο με υποβλητική ατμόσφαιρα, δυνατές ερμηνείες και θέματα που δένουν αγαστά, συνθέτοντας μια αμιγώς κινηματογραφική εμπειρία με ενδιαφέρον αγροτικό υπόβαθρο.

Potato Germans
Εκείνοι που διέδωσαν τη φήμη της πατάτας στη χερσόνησο της Γιουτλάνδης

Στο βιβλίο «From foreign land they came: History of The Potato Germans» του 1999, ο συγγραφέας Etlar Kramer Johansen αναφέρει ότι ο διαδεδομένος ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο οι Γερμανοί έποικοι έφεραν πρώτοι την πατάτα στη Δανία, είναι λανθασμένος.

Όπως επισημαίνεται, στον Δήμο Φρεντερίκια, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης, υπήρχαν άνθρωποι που «καλλιεργούσαν πατάτες από τη δεκαετία του 1720», με το βιβλίο να αποδίδει τα πρωτεία στους Ουγενότους (σ.σ. Γάλλοι Καλβινιστές).

Ωστόσο, ακόμη και τέσσερις δεκαετίες μετά από εκείνη τη χρονολογία, η πατάτα εξακολουθούσε να μην είναι γνωστή βορειότερα, στην Κεντρική Γιουτλάνδη, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο πρώτος διδάξας, Λούντβιχ Κάλεν, και στη συνέχεια οι Potato Germans, ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι για τη διάδοση και την καθιέρωσή της.