Η Golden Black βάζει ξανά στην μαύρη κοριθνιακή σταφίδα στον χάρτη των αγορών

Το 2011, ο 31χρονος σήμερα Γιώργος Μάζος, έχοντας τελειώσει τον στρατό και τις σπουδές αναλογιζόταν τι επάγγελμα να ακολουθήσει. Δειλά-δειλά στην αρχή, έκανε μερικές δοκιμές με την αποξήρανση της κορινθιακής σταφίδας, αξιοποιώντας την πρώτη ύλη από τα οικογενειακά αμπέλια.

Ο παππούς του, Θανάσης Παπαϊωάννου, οινοποιός στην Αρχαία Νεμέα, του είχε διηγηθεί πολλές φορές ιστορίες από τις παλιές, ένδοξες μέρες της σταφίδας που τον 19ο αιώνα ήταν το Νο 1 εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας. Έτσι, αν και σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο ΤΕΙ Αθηνών, η κορινθιακή σταφίδα υπήρχε πάντα στο μυαλό του κ. Μάζου ως ένα μοναδικό και ιδιαίτερο προϊόν.

«Ο παππούς μου έλεγε ότι η αποξήρανση στη σκιά δίνει πολύ καλή ποιότητα στο προϊόν. Αποφάσισα, λοιπόν, να το δοκιμάσω», λέει ο ίδιος στην «ΥΧ». Τον Απρίλιο του 2013 έβγαλε την πρώτη παρτίδα και το 2014 έκανε την πρώτη συσκευασία Golden Black, όπως ονόμασε το προϊόν. Και τις δύο χρονιές έστειλε δείγματα στον διαγωνισμό Great Taste Award κερδίζοντας βραβεία, ενώ ένα τρίτο βραβείο ήρθε από τον ίδιο διαγωνισμό το 2017. Σήμερα, το προϊόν του βρίσκεται στα ράφια μεγάλων καταστημάτων ντελικατέσεν της Ευρώπης, αλλά και του υπόλοιπου κόσμου.

«Ένα προϊόν που δεν παράγεται σε μεγάλες ποσότητες και δεν μπορεί να διαφημιστεί πολύ, πρέπει να έχει κάποια υποστήριξη – πιστοποίηση για την ποιότητα και τη γεύση του. Δεν έχει νόημα να λέω εγώ ότι παράγω το καλύτερο προϊόν στον κόσμο, όλοι λένε το ίδιο», σημειώνει ο κ. Μάζος. Σήμερα, καλλιεργεί 40 στρέμματα βιολογικής κορινθιακής σταφίδα στην Αρχαία Νεμέα, την οποία αποξηραίνει υπό σκιά. Η συγκομιδή γίνεται τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου, όταν το προϊόν βρίσκεται σε φάση καλής ωρίμανσης, ανάλογα με τα brix που μετριούνται ενδελεχώς.

«Τη μισή μέρα τρυγάμε, την άλλη μισή κρεμάμε», αναφέρει χαρακτηριστικά ο παραγωγός. Τα τσαμπιά τρυγούνται με πολλή προσοχή και τοποθετούνται στα καφάσια με την ίδια φορά έτσι ώστε το κρέμασμα να γίνει στη συνέχεια πιο εύκολο. Το κρέμασμα από τη φυσική διχάλα του κοτσανιού γίνεται σε μεγάλα υπόστεγα σε σύρματα, έτσι ώστε τα σταφύλια να αερίζονται και να μη σπάνε οι ρώγες τους.

Μια ξεχασμένη μέθοδος

«Τα ρεύματα του αέρα περνάνε αβίαστα ανάμεσα από τα σταφύλια χωρίς να τα χτυπάει απευθείας ο ήλιος», εξηγεί. Βέβαια, απαιτείται πολύ χειρωνακτική δουλειά, ενώ για να ξεραθεί ο καρπός χρειάζεται να μείνει κρεμασμένος από 30 έως 60 ημέρες ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την υγρασία, πολύ περισσότερες δηλαδή από τις 10-15 μέρες, αν η ξήρανση γινόταν στον ήλιο. Όπως λέει ο κ. Μάζος, «γι’ αυτό και η μέθοδος αυτή είχε εγκαταλειφθεί. Όμως, με τον τρόπο αυτόν διατηρεί όλες τις θρεπτικές του ουσίες, ενώ έχει και διπλάσια αντιοξειδωτικά από τη σταφίδα που «γίνεται» στον ήλιο».

Για την επιλογή της βιολογικής καλλιέργειας σχολιάζει ότι «δεν θέλουμε να εκτιθέμεθα σε χημικές ουσίες, ενώ έχει και σημασία για την ποιότητα του τελικού προϊόντος». Κατά τον ίδιο, «το δύσκολο κομμάτι είναι να χοντρύνει η ρώγα».

«Μετά την ανθοφορία χαρακώνουμε τον κορμό. Έτσι, οι χυμοί του αμπελιού φυλακίζονται στο πάνω μέρος και βρίσκουν διέξοδο στα σταφύλια που έτσι γίνονται πιο μεγάλα. Δύσκολη δουλειά, γιατί είσαι γονατιστός και πηγαίνεις από κούτσουρο σε κούτσουρο. Παλιά, υπήρχε συγκεκριμένο επάγγελμα και, μάλιστα, καλοπληρωμένο, οι χαρακωτές», αναφέρει ο Γιώργος Μάζος.

Πετιμέζι από Μοσχάτο Αμβούργου

Η Golden Black πωλείται στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία κ.ά. Ο μεγαλύτερος όγκος του προϊόντος συνήθως φεύγει έως τα Χριστούγεννα, καθώς ειδικά στο εξωτερικό οι σταφίδες χρησιμοποιούνται πολύ σε γλυκά τις γιορτές. «Με τις εξαγωγές πετυχαίνουμε καλύτερες τιμές και επίσης, το σημαντικότερο για μια μικρή επιχείρηση, πληρωνόμαστε αμέσως τις μετρητοίς και όχι μετά από μήνες, όπως γίνεται στην Ελλάδα», αναφέρει.

Εκτός από τις βιολογικές σταφίδες, η επιχείρησή του έχει ξεκινήσει να παράγει και βιολογικό άθερμο πετιμέζι από Μοσχάτο Αμβούργου. «Βράζει σε κενό αέρος, οπότε το σημείο βρασμού είναι στους 32 βαθμούς και έτσι διατηρεί όλο το άρωμα και τις θρεπτικές ουσίες», εξηγεί. Για τη συνεργασία των προϊόντων του συνεργάζεται υπεργολαβικά με τρίτες μονάδες. «Στην Ελλάδα ο καθένας με 15 στρέμματα θέλει να έχει τον δικό του εξοπλισμό, αλλά εμπορικά δεν συμφέρει», καταλήγει ο κ. Μάζος.