Η ΚΑΠ και η βιολογική γεωργία: Ευρήματα από την έκθεση της ΕΕ

Η έκθεση «Πληροφορίες για την αξιολόγηση της ΚΑΠ: Βιολογική γεωργία», που εκπονήθηκε υπό την καθοδήγηση της Μονάδας A.3 της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG AGRI) με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης Αξιολογήσεων τον Σεπτέμβριο του 2025, προσφέρει χρήσιμα εργαλεία και μεθοδολογίες για όλους όσοι συμμετέχουν στην αξιολόγηση της βιολογικής γεωργίας στην ΕΕ, από τις εθνικές αρχές έως τους αξιολογητές και τους παραγωγούς.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) προωθεί τη βιολογική γεωργία, η οποία στηρίζει την υγεία των οικοσυστημάτων, την ευζωία των ζώων και την ποιότητα των τροφίμων, αξιοποιώντας φυσικά συστήματα και αμειψισπορά. Μεταξύ 2018 και 2025 καταγράφηκαν 60 αξιολογήσεις από 13 χώρες, κυρίως Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Σουηδία, Φινλανδία, Σλοβενία, Πολωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και Εσθονία.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για την Ελλάδα και αρκετές άλλες χώρες. Οι αξιολογήσεις επικεντρώνονται στην κλιματική αλλαγή, τη βιοποικιλότητα, το έδαφος, το νερό και τον οικονομικό/κοινωνικό αντίκτυπο. Το 2022 καλύφθηκαν 16,9 εκατ. εκτάρια με 450.000 εκμεταλλεύσεις, ενώ το 2023 οι λιανικές πωλήσεις βιολογικών προϊόντων έφτασαν τα 46,5 δισ. ευρώ. Η στήριξη της βιολογικής γεωργίας μέσω των Προγραμμάτων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) συνέβαλε σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ, με σκοπό την κάλυψη τουλάχιστον 25% της γεωργικής γης έως το 2030. Το Μέτρο 11 «Βιολογική Γεωργία» αύξησε τις εκτάσεις και τη συμμετοχή, με σημαντικές διαφορές ανά χώρα.
Στην Ιταλία, περιοχές όπως Εμίλια-Ρομάνια και Marche παρουσίασαν αύξηση από 4,2% σε 25,4%, ενώ στη Λομβαρδία και στη Σαρδηνία καλύφθηκαν σχεδόν 25% και 10% αντίστοιχα. Στην Ισπανία και τη Γερμανία παρατηρήθηκαν υψηλές συμμετοχές σε Βαλεαρίδες Νήσους, Σάαρλαντ και Σλέσβιχ-Χόλσταϊν.
Περιβαλλοντικά, η βιολογική γεωργία ενίσχυσε τη βιοποικιλότητα, βελτιώνοντας τη χλωρίδα, τα πτηνά και τα έντομα. Ο συνδυασμός απαγόρευσης φυτοφαρμάκων, αμειψισποράς, ψυχανθών, βοσκότοπων και ζωνών προστασίας βελτίωσε την αφθονία και τη βακτηριακή ποικιλότητα σε χώρες όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Γερμανία.
Οι φυσικοί πόροι επωφελήθηκαν από μείωση έκπλυσης θρεπτικών ουσιών, εκπομπών αμμωνίας και φορτίων αζώτου, ενώ βελτιώθηκε η οργανική ύλη και η δομή του εδάφους. Στην Απουλία, η βιολογική γεωργία μείωσε το φορτίο αζώτου κατά 35%, έναντι 15% της ολοκληρωμένης διαχείρισης.
Κοινωνικοοικονομικά, η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων εξαρτάται από τις επιδοτήσεις, καθώς το εισόδημα παραμένει θετικό μόνο με στήριξη σε χώρες όπως η Εσθονία. Παράλληλα, αυξάνεται η απασχόληση, διαφοροποιούνται οφέλη και στηρίζεται η τοπική οικονομία μέσω πωλήσεων και συνεργασιών, ενώ η ζήτηση απαιτεί εκπαίδευση και ενημέρωση καταναλωτών.
Η αξιολόγηση της ΚΑΠ δείχνει ότι χρειάζεται σαφής καθορισμός πεδίου, ποσοτικά στοιχεία και συνδυασμός ποιοτικών μεθόδων, όπως έρευνες, συνεντεύξεις και ψηφιακά εργαλεία παρακολούθησης, για να επιτευχθούν αξιόπιστα αποτελέσματα. Οι μελέτες επισημαίνουν προκλήσεις, βέλτιστες πρακτικές και συστάσεις για τη βελτίωση της αξιολόγησης σε διαφορετικά πλαίσια.
Η βιολογική γεωργία στην ΕΕ αναπτύσσεται ταχύτατα, με το 10,5% της γεωργικής γης να είναι βιολογική το 2022, έναντι 9,1% το 2020 και περίπου 450.000 εκμεταλλεύσεις. Η Ιταλία και η Ισπανία διαθέτουν τα περισσότερα αγροκτήματα, ενώ η Δανία και η Αυστρία κατέχουν το υψηλότερο ποσοστό βιολογικής γης. Η αγορά βιολογικών προϊόντων έφτασε τα 46,5 δισ. ευρώ το 2023, με κυρίαρχες χώρες τη Γερμανία και τη Γαλλία, ενώ η Δανία προηγείται στις κατά κεφαλήν δαπάνες. Η ΚΑΠ, μέσω των ΠΑΑ και του Μέτρου 11, στήριξε τη μετατροπή και τη διατήρηση των βιολογικών εκμεταλλεύσεων, παρά τις περιφερειακές ανισότητες.
Στην Ελλάδα, η έλλειψη αξιολογήσεων για τη βιολογική γεωργία αναδεικνύει την ανάγκη συλλογικής δράσης και στήριξης για τη συγκέντρωση δεδομένων και την παρακολούθησή τους. Με ευνοϊκό κλίμα, ποικιλία καλλιεργειών και αυξανόμενη ζήτηση, η ενίσχυση των παραγωγών μέσω πρωτοβουλιών, υποδομών και εκπαιδευτικών δράσεων μπορεί να διασφαλίσει κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη, προωθώντας δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη.
της Λίτσας Λιόπα-Τσακαλίδη, αφυπ. αναπλ. καθηγήτριας Πανεπιστημίου Πατρών