Σήμερα 5 Ιουνίου, με αφορμή τον ετήσιο εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος, το Film Planet ανασκάπτει μνήμες από μία εκ των λαοφιλέστερων ταινιών περιβαλλοντικής θεματολογίας. Ο λόγος για το «Ταξίδι στην Αγρια Φύση» («Into the Wild»), έναν κινηματογραφικό παιάνα του 21ου αιώνα, αφιερωμένο στην αδέσμευτη ζωή στην παρθένα ύπαιθρο και στα δύσβατα μονοπάτια που ανοίγουν άγνωστους ορίζοντες.

Η ταινία διηγείται την πραγματική ιστορία του πρόωρα θανόντος Αμερικανού ιδεαλιστή Κρίστοφερ Μακάντελς (Εμίλ Χιρς), σε ένα σενάριο βασισμένο στο ομότιτλο μπεστ σέλερ του δημοσιογράφου Τζον Κρακάουερ. Ο πολυτάλαντος Σον Πεν σκηνοθετεί αυτή τη δυνατή ιστορία επιστροφής στις αρχέγονες ρίζες, ένα ταξίδι με τελικό προορισμό την Αλάσκα, όπου μια τραυματισμένη ψυχή αναζητά καταφύγιο. Είναι ο 22χρονος Κρις, ο οποίος εν έτει 1990 έχει μόλις αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, όταν ξαφνικά αποφασίζει να απορρίψει τα υλικά αγαθά και τις προοπτικές μιας λαμπερής σταδιοδρομίας.

Λίγο αργότερα, θα κάνει τις προθέσεις του πράξη, «αποδρώντας» μακριά από τις συμβάσεις των «πολιτισμένων» ανθρώπινων κοινωνιών και τον ασφυκτικό μικροαστισμό της εστίας του. Γόνος εύπορης οικογένειας, όπως πληροφορούμαστε έχει μεγαλώσει αναπτύσσοντας αισθήματα αποστροφής για τους γονείς του. Δεν τους μισεί, μα νιώθει σφόδρα απογοητευμένος από τη στάση τους, και κουβαλά μαζί του τα συμπλέγματα αυτά καθώς τους εγκαταλείπει διά παντός. Θα περιπλανηθεί στα ενδότερα της βορειοαμερικανικής άγριας φύσης, δίχως υπάρχοντα, μονάχα με μερικά απαραίτητα σύνεργα επιβίωσης (και αυτά… λειψά).

Η ζωή στην άγρια φύση της Αλάσκας είναι το «Α», το «Ω» και κάποια επιπλέον γράμματα της αλφαβήτου στην ιστορία του Κρις. Η αφήγηση αρχίζει και τελειώνει στο περίφημο κατάλυμα του «Μαγικού Λεωφορείου», ενώ ανάμεσα παρεμβάλλονται πολυάριθμα φλας μπακ, σαν επίμονες απολογιστικές ματιές στη ζωή του κεντρικού προσώπου. Ακόμα και όταν η εστίαση παραμένει στο παρόν και την καθημερινότητα του Κρις στο «Magic Bus», η προφορική αφήγηση φέρει τη φωνή της αδελφής του, μιας -ουσιαστικά αποκλεισμένης- εξωτερικής παρατηρήτριας που προσπαθεί να τον κατανοήσει -όπως και ο θεατής.

Εκεί, οι ισορροπίες θα μπορούσαν να είναι αγαστότερες, αφού ο υπερβολικός χώρος που δίνεται στο voice-over δημιουργεί μια εντύπωση φλυαρίας για πράγματα που θα μπορούσαν να ειπωθούν με πολύ πιο λιτό και κινηματογραφικό τρόπο. Η συγκεκριμένη επιλογή λειτουργεί σαν εύκολη σύνοψη φάσεων ζωής, στερώντας από περισσότερες ανάδρομες οικογενειακές σκηνές. Δεν είναι ότι η ύφανση του χαρακτήρα του Κρις δεν είναι αρκετά λεπτομερής, ωστόσο η ύπαρξη περισσότερων τέτοιων στιγμών θα μπορούσε να ενδυναμώσει ακόμα πιο αποτελεσματικά το υπόβαθρο του.

Ευκαιρίας δοθείσης, πρέπει να πούμε ότι η προσέγγιση του Πεν στον χαρακτήρα του Μακάντελς οριοθετείται από ξεκάθαρα συναισθήματα σεβασμού που κλίνει προς τον θαυμασμό. Όταν ο χολιγουντιανός σταρ μοιράζεται μαζί μας τις εμμονές του πρωταγωνιστή, όπως την τάση του να εξοπλίζεται μονάχα με τα απολύτως απαραίτητα και να απαρνιέται απόλυτα τα εφόδια (π.χ. χρήματα, χάρτες) που θεωρεί ότι θα του έδιναν κάποιου είδους αθέμιτο πλεονέκτημα, ο Πεν τις αποδίδει σε έναν αγνό, «ρομαντικό» ιδεαλισμό. Δεν είναι και λίγο, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για ένα πρόσωπο που διχάζει μέχρι σήμερα. Ο Κρις έχει σχολιαστεί κατά καιρούς ως «νάρκισσος, «σχιζοφρενής», «αυτοκτονικός», «χίπστερ» (υπό την έννοια της επιτηδευμένης συμπεριφοράς που κάποιοι επιλέγουν να του προσάψουν) ή ακόμα και «βανδαλιστής» καταφυγίων έκτακτης ανάγκης (χωρίς φυσικά να υπάρχει καμία απόδειξη -ούτε καν ένδειξη- ενοχής).

Άλλωστε, η κοινωνία μας έχει εύκολους τους αφορισμούς για οτιδήποτε -και οποιονδήποτε- δυσκολεύεται να κατανοήσει. Για τον Πεν, ο Μακάντελς δεν προσπάθησε να μπει στα μέτρα μιας αντισυμβατικής ζωής για να ικανοποιήσει αισθήματα ανωτερότητας, να τραβήξει την προσοχή ή να αντλήσει εγωιστική ικανοποίηση από το σπάσιμο των ανθρώπινων συμβάσεων, αλλά για να αφήσει πίσω τα τραύματα του παρελθόντος και να διάξει έναν πιο ουσιαστικό βίο. Όπως είναι λογικό, μια τέτοια διαχείριση του μύθου του Κρίστοφερ Μακάντελς αφήνει να αιωρηθούν στον αέρα υπόνοιες περί εξωραϊσμού της προσωπικότητάς του. Πάντως αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά, θα δει ότι ο Πεν τελικά αντιστέκεται και κρατά προσγειωμένη τη βιογραφία, δίχως να διστάζει να εξετάσει και τις λάθος επιλογές που εξέθρεψε η νεανική επιπολαιότητα και ο -σε κάποια σημεία αφελής- ενθουσιασμός του κεντρικού προσώπου στην ανάγκη του να ταξιδέψει προς το «άγνωστο».

mia-tainia-gia-tin-pagkosmia-imera-perivallontos-into-the-wild-2007-1

Εάν κάποιος μάς ζητούσε να δώσουμε με μια περιεκτική πρόταση τη σύνοψη της ύπαρξης του Κρις, αυτή θα ήταν η εξής: «Οι επίκτητες ανάγκες του «προηγμένου» πολιτισμού γίνονται καύσιμη ύλη στον βωμό της αυτοπραγμάτωσης και της ουσιαστικής ελευθερίας, μέσα από την ενσωμάτωση στο φυσικό περιβάλλον». Στα στάδια αυτής της πορείας προς την υλοποίηση του ονείρου του, ο Κρίστοφερ συναντά μια σειρά από ανένταχτους χαρακτήρες που επιδρούν καταλυτικά επάνω του και τον μπολιάζουν με διδαχές. Κάποιοι από αυτούς αναδεικνύονται σε γονεϊκές φιγούρες που αναπληρώνουν το κενό στην ψυχή του ήρωά μας (ανάμεσά τους η τρυφερή παρουσία του Χαλ Χόλμπρουκ, ο οποίος δικαίως προτάθηκε για Όσκαρ για την ερμηνεία του στον ρόλο του ηλικιωμένου Ρον, ο οποίος ζει μόνος στην Καλιφόρνια έχοντας χάσει την οικογένειά του). Όμως κι ο ίδιος ο νεαρός έχει πολλά να τους διδάξει μέσα από τη διεκδικητική του στάση απέναντι στη ζωή.

Τίποτα δεν μπορεί να αλλοιώσει τη γαλήνη των παρθένων τοπίων· ακόμα και οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν, τελικά προσθέτουν πινελιές στην ακατέργαστη, άγρια ομορφιά της εικόνας. Οι λυρικές λήψεις και η μαγευτική μουσική του θρυλικού Έντι Βέντερ των Pearl Jam σε παρασύρουν σε ανύποπτο χρόνο μαζί τους, πλαισιωμένες από ταγμένες ερμηνείες, και όλα μαζί καταλήγουν σε ένα ποιητικά φορτισμένο, ελεγειακό φινάλε συνταρακτικού ύφους. Θρηνώντας τη -θαρρούσες αστείρευτη- φλόγα της μετεφηβικής αυτής ανεμελιάς του Κρις, που αργοσβήνει μπροστά στη μεγαλειώδη αμειλικτότητα της φύσης.

Στις τελευταίες σκηνές, ο πρωταγωνιστής παραπαίει άρρωστος και υποσιτισμένος στο εγκαταλειμμένο λεωφορείο όπου είχε καταλύσει για την τελευταία μεγάλη περιπέτειά του. Ο φακός, σαν μπαγκέτα μαέστρου, προσαρμόζεται στη βαρύτητα των στιγμών, προσεγγίζοντάς τες σαν τελετουργικό «αναχώρησης». Ο Κρις παλαντζάρει μεταξύ πραγματικότητας και παραληρήματος, υπό το βάρος των ανεξάντλητων οριζόντων που αποχαιρετά.

Ο επιθανάτιος ρόγχος μετατρέπεται σε μια σοκαριστική ψυχρολουσία από βασανιστικά «αν», προτού η ταραχή δώσει τη θέση της στη γαλήνη της συνειδητοποίησης ότι αυτή η ζωή επιτέλεσε τον βασικό της σκοπό: Να μη μπει ποτέ σε καλούπια, ψάχνοντας για ουσία πέρα από την τοξική υποκρισία, τα ιδιοτελή συμφέροντα και τους θλιβερούς συμβιβασμούς. Και τότε, το βλέμμα του Κρις, ημερεμένο, χάνεται στον συννεφιασμένο ουρανό…

Πηγή: myfilmplanet.com