«Io Capitano» («Εγώ, Καπετάνιος»/«Me Captain»): Μια ταινία για το μαρτυρικό ταξίδι των μεταναστών προς την Ευρώπη

Ένα σκηνικό ωμής εκμετάλλευσης στήνεται γύρω από τις ροές απεγνωσμένων ανθρώπων που κατευθύνονται από την υποσαχάρια Αφρική προς την οδό της Κεντρικής Μεσογείου. Στο έργο που τιμήθηκε με Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας στο ιστορικό Φεστιβάλ Βενετίας, ο Ματέο Γκαρόνε το προσεγγίζει τόσο από την κυνικά σκληρή πλευρά, όσο και από αυτήν της σωζόμενης ανθρωπιάς.

Οπως είναι γνωστό, η ευρέως χρησιμοποιούμενη οδός της Κεντρικής Μεσογείου, που ακολουθούν οι μετανάστες από την Αφρική για να εισέλθουν παράτυπα στην ΕΕ και να της προσφέρουν εργατικά χέρια, έχοντας ως κύριο προορισμό την Ιταλία, συνιστά ένα από τα πιο παράτολμα και θανατηφόρα δρομολόγια.

Πέρα από τα ακατάλληλα μέσα και τις τραγικές συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιούνται αυτά τα ταξίδια, επιβαρυντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ, η οποία δεν διστάζει να αναθέτει στα κράτη-μέλη της Νότιας Ευρώπης τον ρόλο του χωροφύλακα, με συνήθη πρακτική τις επαναπροωθήσεις.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μετανάστες να ακολουθούν πιο επικίνδυνες πλωτές οδούς, συνωστισμένοι μέσα σε υπερφορτωμένα αλιευτικά σκάφη – καρυδότσουφλα, γεγονός που επιφέρει πολύνεκρα ναυάγια, όπως αυτό που συνέβη το περασμένο καλοκαίρι στα ανοιχτά της Πύλου.

Όμως, στην πραγματικότητα, ο Γολγοθάς για τους μετανάστες έχει ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα· ακριβώς με το που εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Οι ίδιοι, προερχόμενοι κυρίως από χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, καλούνται να διασχίσουν οδικώς ή –έως έναν βαθμό– και πεζοί την έρημο, προκειμένου να φτάσουν σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπως η Τυνησία, η Αίγυπτος και, κυρίως, η Λιβύη, οι οποίες λειτουργούν ως ενδιάμεσοι κόμβοι λαθρομετανάστευσης. Αυτές αποτελούν τα σημεία διέλευσης για όσους επιθυμούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο προς την Ιταλία.

Σε αυτές τις πολιτικά ασταθείς περιοχές κάνουν χρυσές δουλειές οι διακινητές, τα κυκλώματα των οποίων λειτουργούν ως άτυπα… ταξιδιωτικά πρακτορεία, αλλά συνήθως δεν προσφέρουν τίποτε από αυτά που υπόσχονται. Στα ταξίδια, που οργανώνονται με λειψά μέσα και υπό άθλιες συνθήκες μεταφοράς, οι μετανάστες βρίσκονται αντιμέτωποι με τεράστια καταπόνηση και κινδύνους, εκτεθειμένοι τόσο στο αντίξοο κλίμα της ερήμου όσο και στις ένοπλες επιθέσεις.

Στην εξίσωση μπαίνουν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις και οι δουλέμποροι, που λειτουργούν υπό την ανοχή και πολλές φορές τη συνέργεια των «επίσημων» αρχών και των οργάνων τους. Εφόσον, λοιπόν, οι μετανάστες καταφέρουν να φτάσουν μέχρι τις χώρες-κόμβους της Βόρειας Αφρικής, το πιο πιθανό είναι ότι θα έχουν πέσει θύματα ληστειών, εκβιασμών, βασανισμών, αιχμαλωσίας ή όλων των παραπάνω. Είτε βρίσκονται δέσμιοι σε ανεπίσημες δομές που ελέγχουν δουλέμποροι, είτε σε κανονικές φυλακές, η παρουσία τους, ως «μαύρων» σε αυτά τα βορειοαφρικανικά κράτη, επισύρει τη χειρότερη δυνατή μεταχείριση. Θα λέγαμε ότι είναι εξαιρετικά ανεπιθύμητοι, εάν το λαθρεμπόριο και η εκμετάλλευση της δυσμενούς θέσης τους δεν ήταν μια εξαιρετικά επικερδής εγκληματική δραστηριότητα που ενθαρρύνεται και ευδοκιμεί σε εκείνες τις περιοχές.

Αποκαλυπτικά πορίσματα

Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας το 2020, με τίτλο «Between life and death: Refugees and migrants trapped in Libya’s cycle of abuse», «δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στη Λιβύη είναι παγιδευμένοι/ες σε έναν φαύλο κύκλο σκληρότητας, με ελάχιστη ή καθόλου ελπίδα να βρουν ασφαλή και νόμιμη διέξοδο». Οι οδυνηρές εμπειρίες που έχουν υποστεί ή έχουν γίνει μάρτυρες συμπεριλαμβάνουν δολοφονίες, απαγωγές, βασανιστήρια και άλλες κακομεταχειρίσεις, βιασμούς και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας, αυθαίρετες κρατήσεις και καταναγκαστική εργασία, καθώς και την εκμετάλλευση στα χέρια κρατικών και μη κρατικών φορέων – όλα αυτά σε κλίμα απόλυτης ατιμωρησίας.

Όπως επιβεβαιώνεται από τα γραφόμενα της έκθεσης, αφότου οι πρόσφυγες και οι μετανάστες υπομείνουν ανυπόφορες δοκιμασίες στη Λιβύη, οι ίδιοι διακινδυνεύουν τη ζωή τους στη θάλασσα, αναζητώντας ασφάλεια στην Ευρώπη, μόνο για να παρεμποδιστούν, να μεταφερθούν πίσω στη Λιβύη και, τελικά, να παραδοθούν στις ίδιες κακοποιήσεις από τις οποίες προσπάθησαν να διαφύγουν. Με άλλα λόγια, μια Οδύσσεια δίχως τελειωμό.

Η ταινία

Στη νέα του ταινία, ο Ματέο Γκαρόνε («Γόμορρα», «Dogman») επιλέγει να καλύψει όλα τα παραπάνω στάδια του ταξιδιού των μεταναστών μέσα από την Κόλαση, προς τη φερόμενη Γη της Επαγγελίας (το απατηλό ευρωπαϊκό –σαν άλλο αμερικανικό– όνειρο). Από τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτούν, μέχρι τις ανυπέρβλητες αντιξοότητες που συναντούν στo διάβα τους, τη συντριβή των προσδοκιών τους και την ολίσθησή τους σε νέους φαύλους κύκλους εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης.

Εστιάζοντας σε μία από τις κύριες διαδρομές που επιλέγονται για τη μετανάστευση προς την Ευρώπη (από την υποσαχάρια Αφρική στην Ιταλία –ή τη Μάλτα–, διαμέσου της οδού της Κεντρικής Μεσογείου, με ενδιάμεσο κόμβο τη Λιβύη), ο Ιταλός σκηνοθέτης εμπνέεται από αληθινές ιστορίες και υιοθετεί τη σκοπιά του μετανάστη, όχι όπως είθισται να παρουσιάζεται στο μεγάλο πανί (η ιστορία ενός «ξένου» αφότου έχει εγκατασταθεί σε μια χώρα υποδοχής), αλλά παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή και διηγούμενος τη διάσχιση των ερήμων και των θαλασσών. Διότι, εν προκειμένω, το ταξίδι έχει πολύ περισσότερα να μας διδάξει από ό,τι ο προορισμός.

Πρωταγωνιστής του «Io Capitano» («Εγώ, Καπετάνιος» / «Me Captain») είναι ο 16χρονος Σεϊντού (βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ηθοποιού στο Φεστιβάλ Βενετίας για τον Σεϊντού Σαρ), που ζει φτωχικά μαζί με τον ξάδερφό του, Μούσα (Μουσταφά Φαλ), σε ένα χωριό στη Σενεγάλη. Οπλισμένοι με νεανική τρέλα και άγνοια κινδύνου, οι δυο τους σκοπεύουν να κάνουν το μεγάλο ταξίδι και να ζήσουν στην Ευρώπη, εκεί όπου όλα τους τα όνειρα μοιάζουν ικανά να πραγματοποιηθούν (σ.σ. η ελπίδα για μια μεγάλη καριέρα στο μουσικό στερέωμα).

Η εξιδανικευμένη εικόνα του δυτικού κόσμου είναι η Σειρήνα που παρασύρει τους δυο εφήβους από τη Σενεγάλη να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους και τον τόπο τους, που παρά τις στερήσεις δεν τους αρνήθηκε ποτέ την αθωότητα και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια. Σε αντίθεση με το ταξίδι που θα ακολουθήσει…

Ο Γκαρόνε διηγείται ένα παραμύθι με ενήλικο και ρεαλιστικό ύφος· μια σύγχρονη Οδύσσεια γεμάτη πόνο, βία, αλλά και ανθρωπιά. Η φιλμογραφία του, άλλωστε, έχει δείξει ότι ο Ιταλός είναι ένας ρεαλιστικός αφηγητής και συνάμα παραμυθάς, που μπορεί να εκμαιεύει ουμανιστική θαλπωρή από τα πιο σκοτεινά καταγώγια, εντός των οποίων φωλιάζει η κτηνώδης βία των σύγχρονων κοινωνιών. Υπό αυτήν, ακριβώς, τη σκοπιά διηγείται την ιστορία ενηλικίωσης του Σεϊντού, πραγματευόμενος το όνειρό του, την ωμά βίαιη διάψευσή του, αλλά και την άρνηση του ήρωά του να παραιτηθεί από αυτό.

Στα μάτια του Γκαρόνε, η βίαιη ενηλικίωση του Σεϊντού δεν θα καταφέρει ποτέ χαριστική βολή στην ενσυναίσθηση, αλλά και το ασίγαστο πείσμα του να φτάσει μέχρι το τέλος του προορισμού. Αντιθέτως, θα τα ενδυναμώσει. Γύρω του, θα δει πολλές ζωές να τσαλαπατιούνται, να υπόκεινται σε απάνθρωπα βασανιστήρια και να χάνονται.

Ο ίδιος θα συμπονέσει, θα προσπαθήσει να βοηθήσει, θα βιώσει κι ο ίδιος στο πετσί του τον πόνο της αδικίας του κόσμου μας, θα δει τον φόβο και την απόγνωση να πολιορκούν ανελέητα την ψυχή του, αλλά να μην μπορούν να του αφαιρέσουν την ελπίδα που έχει κουρνιάσει μέσα της.

Ο πρωταγωνιστής παίρνει όλα τα ανωτέρω τραυματικά βιώματα, αλλά και τις σωτήριες χείρες βοηθείας και ενέσεις κουράγιου που έλαβε από συνδεσμώτες του, οι οποίοι τον φώτισαν σαν ηλιαχτίδες που τρύπωσαν μέσα από μια χαραμάδα σε ένα σκοτεινό υπόγειο, και τα μετατρέπει σε καύσιμη ύλη για να γίνει πιο δυνατός, θαρραλέος και ανιδιοτελής.

Θα φτάσει, λοιπόν, μέχρι το σημείο να οδηγήσει ένα αλιευτικό σκάφος σαν αυτό που ναυάγησε ανοιχτά της Πύλου, με εκατοντάδες μετανάστες στριμωγμένους μέσα (από το κατάστρωμα μέχρι το αμπάρι), με τελικό προορισμό τις ιταλικές ακτές.

Αν, τελικά, υπάρχει ελπίδα για την ανθρωπότητα, αυτή εκφράζεται μέσα από το σινεμά δημιουργών όπως ο Ματέο Γκαρόνε. Δημιουργών που δεν εξωραΐζουν τη γενικότερη ζοφερή εικόνα της πραγματικότητας (ο σκληρός νατουραλισμός της ταινίας), αλλά την εμποτίζουν με στοιχεία φαντασίας και μαγικού ρεαλισμού (πιο χαρακτηριστική, η σεκάνς της εγκαταλειμμένης γυναίκας του «καραβανιού» των προσφύγων, η οποία ακολουθεί αιωρούμενη τον Σεϊντού στην έρημο, μέσα στη φαντασία του), σαν να μιμούνται την προσπάθεια του μυαλού να αμβλύνει τα τραυματικά του βιώματα ή να μιλούν από καρδιάς για την αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης, μέσα από τα τρομακτικότερα δεινά της.

Το «Io Capitano», το οποίο τιμήθηκε με Αργυρό Λέοντα Σκηνοθεσίας στη Βενετία και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, εκπροσωπώντας την Ιταλία, προβάλλεται αυτές τις μέρες στις ελληνικές αίθουσες.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΜΝΗΣΤΙΑ
«Εχθρικό περιβάλλον η Λιβύη, η ΕΕ να επανεξετάσει τη θέση της»

Το «Io Capitano» εστιάζει αποκαλυπτικά σε ένα μεταναστευτικό ταξίδι που εξελίσσεται από όνειρο σε εφιάλτη. Από τους αισχροκερδείς διακινητές, μέχρι τους αδίστακτους σύγχρονους δουλεμπόρους, τους διεφθαρμένους αστυνομικούς και τα μέλη εγκληματικών οργανώσεων που κακοποιούν και εκμεταλλεύονται απεγνωσμένους μετανάστες στη Λιβύη, όλοι μαζί συνθέτουν μια αλυσίδα αδιανόητης εκμετάλλευσης.

Όπως επιβεβαιώνεται στη σχετική έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, «η Λιβύη, μια χώρα που διαλύεται λόγω του διαρκούς πολέμου, έχει γίνει ένα ακόμη πιο εχθρικό περιβάλλον για τους πρόσφυγες και τους/τις μετανάστες/ριες που αναζητούν μια καλύτερη ζωή.

Αντί να προστατεύονται, έρχονται αντιμέτωποι με τρομακτικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τώρα κατηγορούνται άδικα για την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού, με αφορμή βαθιά ρατσιστικούς και ξενοφοβικούς λόγους».

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και το 2020, σύμφωνα με την αναπληρώτρια περιφερειακή διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, Diana Eltahawy, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της «συνεχίζουν να εφαρμόζουν πολιτικές που παγιδεύουν δεκάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε έναν φαύλο κύκλο κακοποίησης, δείχνοντας μια απερίσκεπτη περιφρόνηση για τη ζωή και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων».

Όπως η ίδια σημειώνει, «δεδομένης της αποτυχίας των αρχών της Λιβύης να αντιμετωπίσουν τα μακροχρόνια πρότυπα κακοποίησης των προσφύγων και των μεταναστών/ριών από κρατικούς υπαλλήλους και πολιτοφυλακές, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της πρέπει να επανεξετάσουν τη συνεργασία τους με τις αρχές της Λιβύης, θέτοντας ως προϋπόθεση για την περαιτέρω στήριξη, την άμεση δράση για τον τερματισμό των φρικτών κακοποιήσεων των προσφύγων και των μεταναστών/ριών».

Αυτό, σύμφωνα με την κα Eltahawy, περιλαμβάνει «τον τερματισμό της αυθαίρετης κράτησης και το κλείσιμο κέντρων κράτησης μεταναστών/ριών. Μέχρι τότε, οποιοσδήποτε διασώθηκε ή συνελήφθη στην Κεντρική Μεσόγειο δεν πρέπει να επιστραφεί στη Λιβύη, αλλά, αντ’ αυτού, να του επιτραπεί να αποβιβασθεί σε ασφαλές μέρος».