Ιστορίες ανωριμότητας και ενηλικίωσης με φόντο την ύπαιθρο της εμπόλεμης κατάστασης

Έχοντας μια απόσταση 70 ετών να τις χωρίζει, δύο βραβευμένες ταινίες ξετυλίγουν από διαφορετική σκοπιά, αλλά με κοινό πεδίο δράσης την ευρωπαϊκή εξοχή, το πολύπτυχο κουβάρι των ανθρώπινων συμπεριφορών εν καιρώ πολέμου.


«Τα Πνεύματα του Ινισέριν» (2022)
Το απρόσμενο τέλος μιας καρδιακής φιλίας «γεννά» τον Εμφύλιο

Η δράση του «The Banshees of Inisherin» τοποθετείται στο απομακρυσμένο φανταστικό νησί του Ινισερίν, κοντά στα τελειώματα του Ιρλανδικού Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος εν έτει 1923 μαίνεται στο μακρινό παρασκήνιο.

Ενσωματωμένη στην άγρια φυσική ομορφιά των βραχωδών ακτών και των γραφικών καταπράσινων λόφων της ιρλανδικής εξοχής, η αγροτική κοινότητα του νησιού παραμένει ανέπαφη από ένοπλες συρράξεις, ώσπου οι τραγικές συνέπειες της ρήξης στη σχέση δύο καρδιακών φίλων θα «ανάψουν» για τα καλά τα αίματα.

Εμπλεκόμενοι είναι ο 40άρης χωρικός Πάντρικ (Κόλιν Φάρελ), μια ξέγνοιαστη και αγαθιάρικη φιγούρα, και ο 60άρης Κολμ (Μπρένταν Γκλίζον), ένας βιολιστής με υπαρξιακές ανησυχίες. Μια ωραία πρωία, ο δεύτερος θα αποφασίσει να κόψει κάθε παρτίδα με τον συντοπίτη του, προκειμένου –όπως λέει– να ασχοληθεί με πιο «ουσιαστικά» πράγματα και να αφιερωθεί αναπόσπαστος στο κυνήγι της υστεροφημίας.

Ο σοκαρισμένος Πάντρικ προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση με τον Κολμ, αρνούμενος να συμφιλιωθεί με την ιδέα του ξαφνικού τέλους της. Όμως, εκείνος είναι ανένδοτος. Η ταινία εμβαθύνει στον τρόπο που οι δύο πρώην φίλοι ξεφεύγουν εκτός ορίων, με τη μεταξύ τους πολωμένη κατάσταση να κλιμακώνεται και, τελικά, να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μπροστά στο τέλος της αθωότητας που θα σηματοδοτήσουν για τον Πάντρικ οι επανειλημμένες απόπειρες επανασύνδεσης –και η ατυχής έως κωμικοτραγική έκβασή τους–, ο αγρότης θα αισθανθεί βαθιά θλίψη, απόγνωση, οργή και τελικά θα εκδηλώσει μια σκοτεινή πλευρά, ενώ ο ελιτιστής Κολμ, με τα ανατριχιαστικά «τελεσίγραφά» του (χαρακτηριστικά απειλεί ότι θα κόβει από ένα δάχτυλο του χεριού του κάθε φορά που θα δέχεται μια καινούργια όχληση από τον Πάντρικ), θα δώσει κι εκείνος τα δικά του «σεμινάρια» εμμονικής ξεροκεφαλιάς, απαρνούμενος για χάρη της τέχνης του τους ανθρώπους που τον νοιάζονται.

Μάλιστα, ο τελευταίος δεν θα διστάσει να θυσιάσει ακόμα και τη δημιουργική του φιλοδοξία (σ.σ. κόψιμο δαχτύλων) στον βωμό του άκαμπτου πείσματος· κάτι που, αν το καλοσκεφτούμε, προσομοιάζει σε αιματηρό μοτίβο κλιμακούμενης ένοπλης διαμάχης, η οποία θα μπορούσε να είναι αποφεύξιμη εάν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ήταν εξαρχής πιο διαλλακτικές και διορατικές όσον αφορά τις συνέπειες των πράξεών τους.

Αυτός ακριβώς είναι και ο κύριος σκοπός της ταινίας: Να λειτουργήσει ως καυστική αλληγορία για τη «γέννηση» και την αδιέξοδη διαιώνιση του εμφυλίου, τις πολιτικοκοινωνικές δυναμικές και τις συνέπειές του. Μέσα από αυτήν τη ζοφερή ιλαροτραγωδία, ο σκηνοθέτης Μάρτιν ΜακΝτόνα ρίχνει μια αρκετά διεισδυτική ματιά στην ανακυκλούμενα προβληματική διαχείριση αρνητικών καταστάσεων και συναισθημάτων, από την αποκοπή των δεσμών φιλίας και τη μοναξιά της απόρριψης, μέχρι το πένθος της απώλειας και την άσβεστη εκδικητική βία.

Η ταινία προτάθηκε για εννέα Όσκαρ και κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Κωμωδίας.


«Απαγορευμένα Παιχνίδια» (1952)
Δύο παιδιά ξορκίζουν τη φρίκη του πολέμου

Μεταπηδώντας από τον μεταφορικό «θάνατο» της καρδιακής φιλίας του «Ινισέριν», στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη γερμανική εισβολή στη Γαλλία (σ.σ. 1940), η εξάχρονη Πολέτ βιώνει τον τραγικό χαμό των γονιών και του κατοικιδίου της κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού που πλήττει το προσφυγικό τους κονβόι. Καθώς περιπλανιέται μόνη και απαρηγόρητη, ο δρόμος της συναντιέται με εκείνον του δεκάχρονου Μισέλ, ο οποίος πείθει τους αγρότες γονείς του να την κρατήσουν προσωρινά στη μικρή τους φάρμα.

Εκεί θα γεννηθεί ο δεσμός μιας αγνής φιλίας μεταξύ των δύο παιδιών. Ο Μισέλ, ο οποίος στο μεταξύ βιώνει και εκείνος την απώλεια του αδελφού του, βοηθάει την Πολέτ να θάψει το σκυλάκι της στον εγκαταλελειμμένο παλιό νερόμυλο του χωριού. Τότε, τα δυο παιδιά θα σκαρφιστούν έναν δικό τους τρόπο ώστε να αποτίσουν φόρο τιμής στη μνήμη των κάθε λογής νεκρών ψυχών.

Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φρανσουά Μπουαγιέ, το «Jeux Interdits» (αγγλ. τίτλος: «Forbidden Games») του Ρενέ Κλεμάν είναι πάνω από όλα μια ταινία για την παιδική αθωότητα, η οποία επικοινωνείται διαμέσου μιας αφοπλιστικά ειλικρινούς κινηματογραφικής γλώσσας: Τα δύο παιδιά έχουν υποχρεωθεί να εξοικειωθούν από τρυφερή ηλικία με την ιδέα του θανάτου, ο οποίος έχει ενσκήψει στις ζωές τους.

Η νεανική τους περιέργεια τα παροτρύνει να περιεργαστούν εξεταστικά αυτό που τους είναι αδύνατο να κατανοήσουν. Ξορκίζοντας ενδόμυχα τη δυσοίωνη και παγερή παρουσία του θανάτου, τον μετατρέπουν από απόκοσμο συνοδό της καθημερινότητάς τους σε ανώδυνο κομμάτι του παιχνιδιού τους. Αφού αφαιρέσουν κρυφά ορισμένους σταυρούς από το νεκροταφείο και την εκκλησία της κοινότητας, τους «επαναφυτεύουν» πάνω σε αυτοσχέδιους τάφους νεκρών ζώων και εντόμων, συνθέτοντας έτσι ένα δικό τους κοιμητήριο. Σκάβοντας βαθιά τη γη για να ανοιξουν τους λάκκους και να επιμεληθούν τα μνήματα, ανακαλύπτουν ξανά τη χαμένη τους παιδικότητα και κάνουν ό,τι μπορούν για να τη διαφυλάξουν μέσα στο ταραχώδες περιβάλλον της σύρραξης.

Όμως, ο μικρόκοσμος που έχουν αναστηλώσει πάνω στα χαλάσματα της πολεμικής λαίλαπας, θα γίνει ξανά θρύψαλα μέσα από τον «ενήλικο» κυνισμό της ίδιας της ζωής: Η αγροτική οικογένεια αδυνατεί να θρέψει το μικρό κορίτσι και εντέλει το παραδίδει στο ορφανοτροφείο. Εκεί, η Πολέτ δεν θα σταματήσει να συλλογιέται και να αναζητά τον Μισέλ, επί ματαίω.

Συνοψίζοντας, τα «Απαγορευμένα Παιχνίδια» αποτελούν ένα νεορεαλιστικό έργο ενηλικίωσης με κεντρικό θέμα την «πρωτόλεια» διαχείριση της απώλειας και του ζόφου, δοσμένη μέσα από το γνήσιο μονοπάτι των υποσυνείδητων παιδικών αμυνών που αναζωογονούν την αθωότητα και την ελπίδα για ζωή. Χωρίς, ευτυχώς, τη διάθεση να παρουσιαστεί αυτός ο μηχανισμός της ψυχής μέσα από ένα γλυκανάλατο ή μελοδραματικό παραμύθι.

Το έργο βραβεύθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και Τιμητικό Όσκαρ ως Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία το 1952. Αυτές τις μέρες, η ταινία επανακυκλοφορεί σε επιλεγμένες αθηναϊκές αίθουσες.