«Killers of the Flower Moon»: Το σχέδιο εξολόθρευσης της φυλής των πιο πλούσιων ανθρώπων στον κόσμο από έναν μεγαλοκτηνοτρόφο

✱ Στη νέα του ταινία, ο θρυλικός Μάρτιν Σκορσέζε διηγείται το χρονικό των δεκάδων δολοφονιών Ινδιάνων Όσεϊτζ από λευκούς αποίκους στην Οκλαχόμα, στις αρχές του 20ού αιώνα
✱ Η ινδιάνικη φυλή έγινε βαθύπλουτη -και στόχος επιτήδειων- από τη μία μέρα στην άλλη, χάρη στο πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε στην άγονη γη της

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι άνθρωποι με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον πλανήτη ανήκαν σε μια… ιθαγενή φυλή Ινδιάνων! Ο λόγος για τους Όσεϊτζ, τα μέλη των οποίων ζούσαν σε μια άγονη έκταση της Οκλαχόμα από τη δεκαετία του 1870, αφότου εκδιώχθηκαν από την πατρογονική τους γη στο Κάνσας των ΗΠΑ. Το 1894, τεράστιες ποσότητες πετρελαίου ανακαλύφθηκαν στον τόπο όπου είχε μεταγκατασταθεί η φυλή, εξασφαλίζοντάς της αμύθητα πλούτη.

Σύντομα, αυτή η ανέλπιστη εξέλιξη θα προσείλκυε στους κόλπους της ιθαγενούς κοινότητας αρκετούς λευκούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι, εποφθαλμιώντας τις τεράστιες περιουσίες των Ινδιάνων, νυμφεύθηκαν µέλη της φυλής για να έχουν πρόσβαση στους πόρους.

Επιπλέον, δεν θα δίσταζαν να χειραγωγήσουν καταστάσεις, να κατακλέψουν τους Ινδιάνους και τελικά να προχωρήσουν σε ένα μπαράζ δολοφονικών ενεργειών σε βάρος τους στα τέλη των 1910s και καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920.

Αυτή η περίοδος διαφθοράς, κλοπών και στυγερών δολοφονιών θα έμενε γνωστή ως η «Βασιλεία του Τρόμου».

Διασκευάζοντας το ομώνυμο non fiction βιβλίο του αστυνομικού ρεπόρτερ Ντέιβιντ Γκραν από το 2017, ο ζωντανός θρύλος Μάρτιν Σκορσέζε φέρνει ξανά στην επιφάνεια το ανωτέρω χρονικό. Λαμβάνοντας δε αφορμή από τα αιματηρά και αποκρουστικά γεγονότα του, πειραματίζεται με τη σύνδεση που έκανε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα στον «Νονό» («The Godfather», 1972), εκεί όπου το εγκληματικό κύκλωμα της μαφίας είχε παρουσιαστεί ως η μικρογραφία της σύγχρονης καπιταλιστικής Αμερικής.

Μετακόμισαν στην πιο ανεπιθύμητη γη για να τους αφήσουν ήσυχους

Το «Killers of the Flower Moon» («Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού») ξεκινάει δίνοντας μια πρόγευση του αμερικανικού ονείρου όπως θα έπρεπε να είναι, προσδιορίζοντάς το ως ένα κράμα τύχης και ικανότητας, στοιχεία δηλαδή που φαίνεται ότι διέθετε η συγκεκριμένη φυλή Ινδιάνων.

Ενδεικτικά, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ παραχώρησε στους Όσεϊτζ περίπου έξι εκατομμύρια στρέμματα γης στην Οκλαχόμα, οι τελευταίοι είχαν την προνοητικότητα ώστε να κρατήσουν τα εξορυκτικά δικαιώματα που συνδέονταν με αυτήν, ενώ εν συνεχεία οι αρχηγοί της φυλής έπραξαν τα δέοντα προκειμένου να τα περιφρουρήσουν και να εξασφαλίσουν ότι αυτά θα κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά και δεν θα πωλούνταν.

Κάπου εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Όσεϊτζ κατέληξαν σε αυτό το άγονο και μη προνομιακό πεδίο επειδή θεωρούσαν ότι μόνο έτσι οι λευκοί θα τους άφηναν στην ησυχία τους και δεν θα τους εκτόπιζαν εκ νέου. Κατά έναν πικρά ειρωνικό τρόπο, το αποτέλεσμα που πέτυχαν ήταν το ακριβώς αντίθετο, αφού η νέα τους γη ήταν μεν ακατάλληλη για γεωργική δραστηριότητα, ωστόσο στα εδάφη της υπήρχαν τεράστια αποθέματα «μαύρου χρυσού», τα οποία τη μετέτρεψαν σε πόλο έλξης…

Σε αυτήν τη βάση, ο Σκορσέζε ξεδιπλώνει μια ολόκληρη ταινία-reality check πάνω στη χειραγώγηση του ιδεατού αφηγήματος του αμερικανικού ονείρου· ότι δήθεν όλοι μπορούν να κατακτήσουν το «Έβερεστ» της επιτυχίας και να παραμείνουν αξιοκρατικά στην κορυφή. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται μέσα από μια σειρά από οργανωμένες, γκανγκστερικού τύπου πρακτικές των παρείσακτων λευκών, οι οποίες εκτρέπουν υπογείως τη ροή του χρήματος των απονήρευτων Ινδιάνων προς ανθρώπους που είναι πιο αδίστακτοι απ’ τους αδίστακτους, πιο επιτήδειοι απ’ τους επιτήδειους.

Τα εγκλήματα που μας μυούν στην αθέατη όψη του αμερικανικού ονείρου

Ενορχηστρωτής του υποχθόνιου δολοφονικού σχεδίου ενάντια στους Όσεϊτζ είναι ο ηλικιωμένος μεγαλοκτηνοτρόφος Γουίλιαμ Χέιλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), ιδιοκτήτης του ομώνυμου ράντσου Χέιλ. Ο ίδιος αποτελεί μια φαινομενικά φιλεύσπλαχνη και πονετική πατρική φιγούρα, η οποία πλανάται πατερναλιστικά πάνω από τη διαφυλετική κοινότητα που έχει διαμορφωθεί μεταξύ λευκών και Όσεϊτζ.

Η «οικογενειακή» ιεραρχία, οι «εσωτερικοί κώδικες», οι κλειστοί κύκλοι και οι μηχανορραφίες της μασονικής αδελφότητας της οποίας προΐσταται παρασκηνιακά ο Χέιλ, παράλληλα με την προβεβλημένη ηγετική του παρουσία στην κοινότητα και τον «γεφυρωτικό» του ρόλο ανάμεσα στους ετερόκλητους πληθυσμούς της, παραπέμπουν απόλυτα σε «διπρόσωπη» λειτουργία μαφιόζικης οργάνωσης. Εκείνος εκτελεί τις κινήσεις στη «σκακιέρα», δίνοντας εντολές ή κάνοντας στοχευμένες παραινέσεις προς τα λευκά του «πιόνια».

Οι χειριστικές πρακτικές του Χέιλ και οι υπόγειες ενέργειες της αφοσιωμένης αρμάδας του δηλητηριάζουν κυριολεκτικά (με τα ιατρικά τους «φάρμακα») και μεταφορικά (με την απληστία, τον κυνισμό και… τις σφαίρες των όπλων τους) τη ζωή των Ινδιάνων, μετατρέποντας το όνειρο σε εφιάλτη. Τα εγκλήματά τους θα παραμείνουν ανεξιχνίαστα για πολύ καιρό…

Με εφαλτήριο αυτές τις φρικαλέες, πλην όμως πέρα για πέρα αληθινές υποθέσεις, ο Σκορσέζε, τελικά, εξαπολύει οργισμένα «βέλη» κατά της αμερικανικής Ιστορίας, η οποία έχει χτίσει τον μύθο της πάνω σε προπαγάνδα, καπιταλιστικό τυχοδιωκτισμό, παρασκηνιακές συμφωνίες ή ενέργειες, οργανωμένα εγκλήματα και εκμετάλλευση μειονοτήτων, προσθέτοντας συνεχώς καινούργιες σελίδες, βαμμένες με νέο αίμα αθώων.

Σε δεύτερο επίπεδο, η ταινία αποτελεί αποδόμηση ενός ολόκληρου κινηματογραφικού είδους (σ.σ. γουέστερν), μέσω του οποίου η παλιά βιομηχανία του Χόλιγουντ (βλ. ταινίες Τζον Φορντ) απέδωσε στους Ινδιάνους τον ρόλο των «πρωτόγονων» και των «κακών», υπηρετώντας πιστά τη ρατσιστική ατζέντα των λευκών αποίκων, οι οποίοι υφάρπαξαν τη γη των ιθαγενών και τους εξόντωσαν μαζικά ή τους εκτόπισαν στο περιθώριο.

Η αλλαγή σεναριακής «πλεύσης» που προσέδωσε ειδικό βάρος στην ταινία

Προκειμένου να υλοποιήσει αυτό το όραμα, ο μεγάλος Αμερικανός auteur έχει προηγουμένως ρισκάρει τα πάντα, αλλάζοντας ριζικά την οπτική γωνία της πραγματικής ιστορίας που ανέδειξε η ερευνητική δημοσιογραφία του Γκραν. Εκεί, πρωταγωνιστής ήταν ο Τομ Γουάιτ (Τζέσι Πλέμονς), ένας πράκτορας του νεοσύστατου -τότε- FBI, ο οποίος εξιχνίασε τις δεκάδες δολοφονίες με θύματα τα μέλη της φυλής Όσεϊτζ.

Κατά την προεργασία πριν από τα γυρίσματα της ταινίας, ο Σκορσέζε και ο -συνυπογράφων το σενάριο- Έρικ Ροθ, αποφάσισαν να στρέψουν το ενδιαφέρον τους μακριά από την αφηγηματικά τετριμμένη και συλλογιστικά απρόσφορη περίπτωση του «λευκού σωτήρα». Στο εξής, το προσκήνιο της προσοχής τους θα καταλάμβανε ένας από τους περιφερειακούς χαρακτήρες του βιβλίου.

Ο λόγος για τον νεαρό Έρνεστ Μπέρκχαρτ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο), έναν βετεράνο του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου που έσπευσε να δουλέψει στις ινδιάνικες πετρελαιοπηγές της Οκλαχόµα, και μαζί δέχθηκε να συμμετάσχει στην εγκληµατική συνωµοσία του θείου του, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον πανισχυρό κτηνοτρόφο Χέιλ.

Αφού παντρεύτηκε -καθ’ υπόδειξή του- μια εύπορη γόνο των Όσεϊτζ, στη συνέχεια έγινε συνεργός στους φόνους των αδελφών της συζύγου του, της µητέρας της και άλλων μελών της οικογένειάς της, µε απώτερο σκοπό να κληρονοµήσει την περιουσία τους, ως μέρος του σχεδίου του Χέιλ ώστε να εκτραπούν προς εκείνον οι πετρελαϊκοί πόροι.

Με αυτόν τον τρόπο, η ταινία δίνει έμφαση στους πραγματικούς πρωταγωνιστές της ιστορίας, δηλαδή τους θύτες και τα θύματα, αντί να υιοθετεί την αποστασιοποιημένη σκοπιά του FBI. Έτσι, έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να εμβαθύνει περιπτωσιολογικά στις κτηνώδεις δολοφονίες που συντάραξαν την Οκλαχόμα, αλλά και να υπονοήσει όλα όσα εκείνες αντιπροσωπεύουν στο ευρύτερο αμερικανικό οικοδόμημα, μένοντας μακριά από χολιγουντιανά στεγανά.

Ο τρόπος που λειτουργούν οι ΗΠΑ, και όχι απλά μια «χούφτα» λευκών

Η αλήθεια είναι ότι η τράπουλα του παιχνιδιού, στο οποίο συμμετείχε η ιθαγενής φυλή, ήταν σημαδεμένη εξαρχής. Πρώτη από όλους, την ευθύνη για αυτό είχε η κυβέρνηση των ΗΠΑ, που υπό την ανοχή της οι Όσεϊτζ μετακόμισαν στο αμελητέας αξίας ινδιάνικο πεδίο στην Οκλαχόµα.

Όταν, βέβαια, τα μη εύφορα εδάφη αποδείχθηκαν πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου, η ινδιάνικη φυλή πλούτισε… από σπόντα. Αντί, λοιπόν, το μεροληπτικό ομοσπονδιακό κράτος να παραδεχθεί την «ήττα» του, εκείνο αντιθέτως επιστράτευσε νομοθετικές δικλείδες ώστε οι αυτόχθονες να παραμείνουν υπό έλεγχο και οικονομική αφαίμαξη, ορίζοντας υποχρεωτικά λευκούς επιτρόπους ως διαχειριστές των περιουσιών τους.

Φωτίζοντας όλες αυτές τις άβολες αλήθειες, ο Σκορσέζε κάνει έμμεση μνεία στη διαχρονική πλεκτάνη που έχει στηθεί εις βάρος των αυτόχθονων πληθυσμών της Αμερικής, ως αναπόσπαστο κομμάτι της θεώρησης του τι «φρούτο» είναι τελικά οι ΗΠΑ.

Η υποκρισία ως ταυτοτικό στοιχείο των Αμερικανών και οι πολυδιάστατοι Ινδιάνοι

O πραγματικός Γουίλιαμ Χέιλ (1874–1962)

Ένας παραλληλισμός με την περίπτωση του Έισι Κίρμπι (Πιτ Γιορν), ενός από τους πληρωμένους «εκτελεστές» που στρατολογεί ο μεγαλοκτηνοτρόφος Χέιλ, για τον οποίο λέγεται ότι κρύβεται τόσο καλά που δεν μπορεί να βρει ούτε… ο ίδιος τον εαυτό του, είναι ιδανικός για να περιγράψει και το θέατρο σκιών που παίζεται στο αιματοκυλισμένο πεδίο της Οκλαχόμα.

Μιλάμε για ένα θέατρο τόσο καλοπαιγμένο, που οδηγεί τους θύτες και τα πειθήνια όργανά τους στο ανώτατο σημείο ταύτισης με τα υποκριτικά αφηγήματα που καμουφλάρουν ή δικαιολογούν τους δόλιους σκοπούς και τους ρόλους τους, γενόμενοι ένα με το ψέμα τους σε βαθμό αφομοίωσης.

Εάν λοιπόν ο Έρνεστ, ο οποίος αντιπροσωπεύει σε πολλά τον χειραγωγήσιμο μέσο άνθρωπο, είναι ένας ανίσχυρος χαρακτήρας, χωρίς το απαιτούμενο αξιακό σθένος και την πνευματική πυγμή ώστε να αντισταθεί στην επιρροή του σατανικού του μέντορα, ο Χέιλ είναι σίγουρα η κοινά αποδεκτή πρεσβύτερη κεφαλή που, κάτω από το σεβάσμιο προσωπείο της, κρύβονται όλες οι εξευγενισμένες παθογένειες και τα σάπια ένστικτα της Αμερικής.

Στη δέκατη συνεργασία του µε τον Σκορσέζε, ο χαμαιλέων της υποκριτικής Ντε Νίρο, ως ενορχηστρωτής της Βασιλείας του Τρόµου, είναι ικανός να πείσει ακόμα και τον εαυτό του ότι είναι φίλος των Όσεϊτζ, και είναι ολοφάνερο ότι αυτή η φυλή ασκεί μια παράξενη γοητεία επάνω του, παράλληλα με το να αποτελεί επίκεντρο του σχεδίου του… να τους ανοίξει τον λάκκο και να τους στείλει στον τάφο «μια ώρα αρχύτερα».

Όμως, πάνω από όλα, αυτή είναι η ιστορία των Όσεϊτζ. Πιστό στο όραμα να μοιραστεί μαζί μας τη σκοπιά των θυμάτων, το έργο δεν προτίθεται να αποτυπώσει έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα στο πρόσωπο της Ινδιάνας συζύγου του Έρνεστ, Μόλι (Λίλι Γκλάντστοουν). Αντιθέτως, χτίζει μια πολυδιάστατη κεντρική ηρωίδα με εσωτερικό διχασμό, η οποία έχει αντίληψη του κινδύνου, αλλά ταυτόχρονα ελκύεται από τον αλήτικο τυχοδιωκτισμό του μέλλοντος συζύγου της, και τελικά διαχειρίζεται σχεδόν αυτοκαταστροφικά την προδοσία του. Το τραυματικό αποτύπωμα στον ψυχισμό των ταλανισμένων θυμάτων της φυλής επικοινωνείται αντιπροσωπευτικά κυρίως μέσα από τη βουβή απόγνωση και τον θρήνο των βλεμμάτων της.

Αξίζουν τον κόπο οι τρεισήμισι ώρες διάρκειας της ταινίας;

Συνολικά, «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι ένα καλοστημένο αστυνομικό-γουέστερν δράμα εποχής με υπνωτιστικούς ρυθμούς, από το οποίο ναι μεν λείπει το σασπένς και το στοιχείο της μεγάλης ανατροπής, αλλά αποζημιώνουν -και με το παραπάνω- το κυκλωτικό σχόλιο του Σκορσέζε, το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων και οι σποραδικές μικρές εκπλήξεις της αφήγησης, τα οποία συνοδεύονται από το χτίσιμο μιας ταιριαστής ατμόσφαιρας δυσφορίας -για την επονείδιστη κτηνωδία και την αναπόδραστη μοίρα των θυμάτων.

Πάντως, το αδιαμφισβήτητο σημείο όπου οι νύξεις του Σκορσέζε εκφέρονται με δημιουργικά ρηξικέλευθο και πολυεπίπεδο τρόπο είναι η σκηνή του φινάλε, η οποία, πέρα από ένα ειρωνικό κλείσιμο ματιού στη «happy end» προοπτική της απονομής πραγματικής δικαιοσύνης, παραπέμπει και στην τάση του σινεμά να μετατρέπει την Ιστορία σε ψυχαγωγικό θέαμα.

Εάν η ταινία ήταν μπολιασμένη με περισσότερες τέτοιες ιδέες, σίγουρα θα μιλούσαμε για ένα μοντέρνο αριστούργημα. Τώρα, είναι περισσότερο ένα σημαντικό φιλμ που δικαιολογεί στο 100% τα 209 λεπτά της απαιτητικής διάρκειάς του, παρά ένα έργο που θα «ξεκλειδώσει» ολοκληρωτικά τις καρδιές μας.