Κουβανική Επανάσταση: Ένα ορόσημο με αγροτικό συντελεστή

Οι μέρες της τυραννικής δικτατορίας του Φουλχένσιο Μπατίστα και το θέριεμα του κινήματος του Φιντέλ Κάστρο ξαναζωντανεύουν μέσα από το σπονδυλωτό κομψοτέχνημα του Μιχαήλ Καλατόζοφ «Soy Cuba».

Η εμβληματική ταινία «Είμαι η Κούβα» («Soy Cuba» / «I am Cuba», 1964), η οποία επέστρεψε στις ελληνικές αίθουσες την επαύριον της 70ής επετείου από την έναρξη της Κουβανικής Επανάστασης (σ.σ. 26 Ιουλίου 1953) αποτελεί το δίχως άλλο μία από τις σημαντικότερες επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού.

Η ταινία του Σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζοφ αφηγείται τέσσερις ανεξάρτητες ιστορίες που χρονολογούνται επί δικτατορίας Φουλχένσιο Μπατίστα (1952-1959), ζουμάροντας στη δυσχερή καθημερινότητα των ντόπιων που «φυτοζωούν» στη σκιά της αναψυχής και του σεξοτουρισμού αναρίθμητων Βορειοαμερικανών επισκεπτών, αλλά και στα προπαρασκευαστικά στάδια από τον κοινωνικό αναβρασμό μέχρι τον θρίαμβο του αγώνα των καταπιεσμένων με μπροστάρη τον Φιντέλ Κάστρο.

Το αδιέξοδο και το κύκνειο άσμα ενός εκτοπισθέντος καλλιεργητή

Στο σπονδυλωτό έργο-ξενάγηση στην αθέατη πλευρά της Κούβας του στρατηγού Μπατίστα, μία από τις διηγήσεις θέτει στο επίκεντρο τον Πέδρο, έναν γέρο αγρότη, ο οποίος μεγαλώνει μόνος τα παιδιά του, με πολύ ιδρώτα, πόνο και στέρηση. Τον συναντάμε ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες της αγροτικής εργασίας να κάνει επίκληση για βροχή. Στον λόγο του συμπυκνώνεται όλη η απελπισία ενός ανθρώπου που αγωνίζεται με λειψά μέσα για να εξασφαλίσει την επόμενη μέρα για τον ίδιο και τους δικούς του.

Τα στοιχεία της φύσης κάνουν το χατίρι στον αγρότη, ο οποίος βλέπει μια ικανοποιητική σοδειά ζαχαροκάλαμου. Όμως, ο μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής δεν θα είναι το ίδιο γενναιόδωρος, διαμηνύοντας στον ακτήμονα Πέδρο ότι μόλις παραχώρησε την καλλιεργούμενη έκταση στην αμερικανική πολυεθνική United Fruit Company. Ο ηλικιωμένος παραγωγός βρίσκεται αντιμέτωπος με την καταστροφική προοπτική του εκτοπισμού όχι μόνο από τη γη που καλλιεργούσε, αλλά και από την οικογενειακή του εστία, για χάρη των ξένων συμφερόντων που τα λυμαίνονται.

Τελικά, έχοντας εξωθηθεί σε μια κατάσταση ημιπαραφροσύνης, αρνείται να συνθηκολογήσει με τον αδηφάγο και απρόσωπο «κατακτητή». Προτιμά να κάψει τη σοδειά του και να αφανιστεί μαζί της. Με την απονενοημένη πράξη του, θα αναχθεί σε ένα από τα αιματοβαμμένα παραδείγματα που θα φουντώσουν στον λαό του τη φλόγα για απόταξη του ζυγού της εκμετάλλευσης.

Το πέρασμα της σκυτάλης από τη μία ιστορία στην άλλη, εκτός από το να αποτυπώνει σε όλες τους τις μορφές την άδικη μεταχείριση και την υποτίμηση εις βάρος των Κουβανών, απεικονίζει βαθμιδωτά τη φυσιολογική κλιμάκωση της λαϊκής οργής και της ανάγκης για ανατροπή. Καλύπτονται, δηλαδή, όλες οι δραστικές ουσίες που συμβάλλουν στο να περάσουμε από την αυθόρμητη αντίδραση (ανισότητες, αδικία, εκμετάλλευση, προπαγάνδα, βία και εκφοβισμός) στη γιγάντωση ενός στέρεου αντιστασιακού κινήματος (κοινός στόχος, συσπείρωση, αλληλεγγύη, μεθοδικότητα, αυταπάρνηση), με ανθρώπινο –και όχι στυγνό– πρόσωπο.

Αγρότες στα όπλα

Διερχόμενοι μέσα από τον κλεφτοπόλεμο μεταξύ ανταρτών και καθεστωτικών στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, εκεί που πλάθονται ιστορίες από το υλικό των ηρώων για να «υψωθεί» το «λάβαρο» της επαναστατικής νίκης, οδηγούμαστε σε ένα απομονωμένο ορεινό αγροτόσπιτο για την τελευταία εκ των τεσσάρων ιστοριών. Στο κατώφλι των χωρικών Μαριάνο, Αμέλια και των τεσσάρων παιδιών τους, θα βρεθεί ένας καταπονημένος αντάρτης.

Ο σπιτονοικοκύρης περιθάλπει τον επισκέπτη, αλλά τον διαβεβαιώνει –ωσάν σύγχρονος Πόντιος Πιλάτος– ότι τα δικά του χέρια είναι μονάχα για να οργώνουν και όχι να σπέρνουν τον θάνατο. «Είναι, όμως, δική σου η γη που οργώνεις;» του απευθύνει το αποστομωτικό ερώτημα εκείνος. Η σύντομη αλληλεπίδραση και οι επακόλουθες σκηνές του ανεξέλεγκτου αεροπορικού βομβαρδισμού των λόφων της περιοχής από τις δυνάμεις του Μπατίστα θα αποδείξουν ότι, όταν ο κόμπος για την κοινωνία φτάσει στο χτένι, κανείς δεν μπορεί να μένει αμέτοχος μπροστά στη στέρηση του δικαιώματος για μια αξιοπρεπή ζωή με στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές. Τελικά, ο αγρότης θα γίνει ένα με τους επαναστάτες και θα μπει θριαμβευτικά στην Αβάνα ως απελευθερωτής.

Ένα εικαστικό κομψοτέχνημα

Τα διεισδυτικά μονοπλάνα του κινηματογραφιστή Σεργκέι Ουρουσέφσκι γεφυρώνουν αποστάσεις ανάμεσα στην τουριστική βιτρίνα και τη λαϊκή εξαθλίωση, ενώ οι ευρυγώνιες λήψεις μετατρέπουν από τη μια τους καταπιεστές σε μια παραμορφωμένη, εκτρωματική τυραννία και, από την άλλη, το περιβάλλον των καταπιεσμένων σε ασφυκτική γυάλα, από την οποία δεν υπάρχει εύκολη διέξοδος. Επιπλέον, μέσα από εφάμιλλα πρωτοποριακές τεχνικές, ο φακός ακολουθεί πιστά την κάθε κίνηση των ηρώων μας, γενόμενος ένα μαζί τους στη δοκιμασία και στη συντριβή τους.

Ακρογωνιαίος λίθος της ταινίας είναι τα εντυπωσιακά τράβελινγκ με κάμερα σε γερανό που δεν έχουν χάσει τίποτα από την αίγλη τους, συνθέτοντας ένα γνήσια ποιητικό και συνάμα εκθαμβωτικό αποτέλεσμα. Η σκηνή της νεκρικής πομπής ενός δολοφονηθέντος επαναστάτη και η προηγηθείσα κατακόρυφη λήψη από τη στέγη ενός ξενοδοχείου μέχρι την πισίνα του, όπου διάγουν τρυφηλό βίο οι πλούσιοι τουρίστες, είναι δύο εμβληματικά πλάνα σεκάνς που προσομοιάζουν ως τεχνοτροπίες, αλλά λειτουργούν ως αντίθετοι πόλοι, ξεναγώντας –με αντίθετη μεταξύ τους φορά– σε δύο χαοτικά διαφορετικούς κόσμους.

Σχεδόν 60 χρόνια μετά την πρώτη έξοδο του «Soy Cuba», πολλά μπορούν να ειπωθούν –και να αμφισβητηθούν– για τα επίπεδα στα οποία η επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο ωφέλησε τον κουβανικό λαό, συνυπολογίζοντας ότι τα περισσότερα εμπόδια στην έκτοτε ευημερία του μπήκαν από εξωγενείς παράγοντες (βλ. εμπάργκο των ΗΠΑ). Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι στο εκτρωματικό «τουριστικό προτεκτοράτο», που είχε δημιουργήσει ο δικτάτορας Μπατίστα, δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ο απαιτούμενος ζωτικός χώρος, ώστε να καρποφορήσει η κοινωνική δικαιοσύνη και η προοπτική μιας καλύτερης ζωής για τον λαό. Αυτή την πραγματικότητα εκθέτει, κατά κύριο λόγο, η ταινία, παρακολουθώντας όλες τις διεργασίες που οδηγούν στη ζύμωση ενός συνειδητοποιημένου επαναστατικού κινήματος, με σκοπό να ανακτηθεί το δικαίωμα στην ελπίδα.

Το «Soy Cuba» είναι μια συμπαραγωγή Σοβιετικής Ένωσης και Κούβας με σαφή ροπή προς τον διδακτισμό, αλλά και σπάνιο κινηματογραφικό όραμα, που υπερβαίνει και συνάμα υπηρετεί τον άμεσο σκοπό του έργου. Η καλύτερη ταινία προπαγάνδας όλων των εποχών, μια αποθέωση του σινεμά, ένα έργο –ευτυχώς όχι χαμένο– που θα πρέπει να διδάσκεται εσαεί στις σχολές κινηματογραφίας.