«Μία Κρυφή Ζωή» (2019) – Ο Αυστριακός αγρότης που αρνήθηκε να πολεμήσει στο πλευρό των Ναζί

Η ζωή του έγινε ταινία από τον σημαντικό Αμερικανό σκηνοθέτη Τέρενς Μάλικ

Το 2019, κάτι παραπάνω από μία εικοσαετία μετά την αριστουργηματική «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή» (1998), ο Αμερικανός δεξιοτέχνης Τέρενς Μάλικ («Το Δέντρο της Ζωής», 2011) επισκέφθηκε ξανά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από το επικό ιστορικό δράμα «A Hidden Life» («Μία Κρυφή Ζωή»). Σημείο αναφοράς της ταινίας, ένας Αυστριακός αγρότης που όρθωσε ανάστημα ενάντια στην υπερδύναμη του Αδόλφου Χίτλερ, αρνούμενος πεισματικά να αγωνιστεί στο πλευρό των Ναζί.

Το έργο είναι βασισμένο σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα. Ο Μάλικ εμπνεύστηκε από τη ζωή του Φραντς Γιέγκερστετερ (1907-1943), ενός ευσεβούς καθολικού χριστιανού και χωρικού στο επάγγελμα, ο οποίος, αντί για όρκο πίστης στον Αδόλφο Χίτλερ, δήλωσε αντιρρησίας συνείδησης, «υπογράφοντας» τη θανατική του καταδίκη.

Η ανέμελη ζωή στην ύπαιθρο της Άνω Αυστρίας

Τα γεγονότα της ταινίας λαμβάνουν χώρα στο χωριό Σανκτ-Ράντεγκουντ της Άνω Αυστρίας, μακριά από το μέτωπο του πολέμου. Η καθημερινή ρουτίνα του Φραντς (Όγκαστ Ντιλ) περιλαμβάνει το κόψιμο και το μάζεμα του σανού, το χτίσιμο αχυρώνων και το άρμεγμα των αγελάδων. Ο ευρυγώνιος φακός εισβάλλει στο σπίτι του και, στη συνέχεια, ξεχύνεται στη μαγευτική αυστριακή ύπαιθρο, ακολουθώντας με γλαφυρή κυματώδη κίνηση τον ίδιο, τη σύζυγό του, Φραντσίσκα (Βαλερί Πάχνερ) -για εκείνον Φάνι-, και τα τρία μικρά τους παιδιά, σε εξιδανικευμένες στιγμές καθημερινής ανεμελιάς. Βουνά και καταπράσινες κοιλάδες πλάθουν ένα πανέμορφο αλπικό σκηνικό, μέσα στο οποίο βλέπουμε να ξεδιπλώνεται η σχέση αγάπης του Φραντς με τη Φάνι, τις τρεις μικρές τους κόρες και την ηλικιωμένη μητέρα του.

Μέσα από τις λυρικές εικόνες της οικογενειακής ζωής, ο Μάλικ χτίζει μαεστρικά άλλη μια ποιητικά μεγαλεπήβολη κινηματογραφική χορογραφία ανάμεσα στον απλό άνθρωπο και τη μεγαλειώδη φύση.

Το τέλος της αθωότητας και η μεγάλη απόφαση

Το 1940, η «μαμά πατρίδα» θα χτυπήσει για πρώτη φορά την πόρτα του φιλήσυχου 33χρονου αγρότη, καλώντας τον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στρατιωτικής του εκπαίδευσης. Σημειωτέον, ήδη από τον Μάρτιο του 1938 έχει τελεστεί το Άνσλους (σ.σ. «Ένωση»), δηλαδή η Προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στα εδάφη της πρώτης.

Έτσι, ο Φραντς γνωρίζει ότι εφόσον κληθεί στο πεδίο της μάχης, θα πολεμήσει στο πλευρό των Ναζί. Ο ίδιος επιστρέφει στην πατρίδα του το 1941, έχοντας κάνει χρήση της δυνατότητας να εξαιρεθεί προσωρινά από τη στράτευση, χάρη στην αγροτική του ιδιότητα. Άλλωστε, εκτός από πετυχημένες κινήσεις στην πολεμική «σκακιέρα», η ναζιστική Γερμανία και οι… επαρχίες της είχαν ανάγκη και από τρόφιμα.

Οι εμπειρίες του Φραντς από τη στρατιωτική εκπαίδευση, η εχθρική στάση του καθεστώτος απέναντι στην εκκλησία, καθώς και οι αναφορές στο ναζιστικό πρόγραμμα ευθανασίας με την κωδική ονομασία «Aktion T4», το οποίο αποσκοπούσε στο να διατηρήσει την «καθαρότητα» της λεγόμενης Άρειας φυλής, παίζουν καθοριστικό ρόλο στο να διαμορφώσει στέρεη αντίληψη. Έχοντας επιστρέψει -πρόσκαιρα- στην αγροτική ζωή του Σανκτ-Ράντεγκουντ, ο ίδιος έχει αποφασίσει να απόσχει από τη ναζιστική θηριωδία, στην οποία αντιτίθεται ηθικά, ως πιστός χριστιανός.

Σιγά σιγά, το βουκολικό, γαλήνιο τοπίο της αυστριακής επαρχίας, που με τόση τρυφερότητα συνήθιζε να «αγκαλιάζει» τις απλές στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, μετατρέπεται σε αμέτοχο και παγερά σιωπηλό θεατή των ανθρώπινων προστριβών. Οι συγχωριανοί του Φραντς, από τις ανώτατες διοικητικές θέσεις μέχρι τον κλήρο και τους απλούς χωρικούς, θεωρούν ακατανόητη τη στάση του και προσπαθούν να τον συνετίσουν. Μερικοί τον ικετεύουν να πράξει για το καλό της οικογένειάς του. Άλλοι επιχειρούν να τον εκφοβίσουν.

Οι παραινέσεις και οι νουθεσίες των ανθρώπων της κοινότητας προς τον πρωταγωνιστή προσθέτουν όπλα στη φαρέτρα μιας ισοπεδωτικής επιχειρηματολογίας, η οποία «βαφτίζει» ως εντελώς μάταια την ηρωική εναντίωσή του και βλέπει σε αυτήν μηδαμινό αντίκρισμα. Συχνά, η συγκεκριμένη συνθήκη δίνει πάτημα στον φιλόσοφο-σκηνοθέτη Μάλικ ώστε να περιεργάζεται έννοιες αντιφατικές, όπως αυτή του καθήκοντος (σ.σ. εκπλήρωση αποστολής απέναντι στην πατρίδα vs χρέος απέναντι στις αξίες και τα ιδανικά του ανθρωπισμού). Άλλοτε, οι έννοιες είναι αντιμαχόμενες, όπως συμβαίνει με την πάλη της ύλης (γυναίκα, οικογένεια, ζωή) ενάντια το πνεύμα (αξίες, αυταπάρνηση, θυσία, θάνατος).

Ο Φραντς παραμένει αμετάπειστος, όχι όμως χωρίς να δίνει τη μάχη της εσωτερικής πάλης. Η εικόνα της ανέμελης φύσης αναζωπυρώνει την ακαταμάχητη δίψα για ζωή, η οποία μπορεί να ωθήσει τον άνθρωπο μέχρι το σημείο να απαρνηθεί τα ιδανικά του και να συμβιβαστεί. «Ειρήνη» και «πόλεμος» αιχμαλωτίζονται στη μεταφορική τους υπόσταση, χαρίζοντας γοητευτικά… αντιφατικές εικόνες. Και ο Μάλικ, μαζί με τον πρωταγωνιστή του, συνεχίζουν να αναζητούν το θείο, σαν να προσπαθούν να αντλήσουν κουράγιο για το μαρτύριο που πρόκειται να ακολουθήσει.

Στο στόχαστρο του όχλου

Σταδιακά, ο Φραντς εγείρει ολοένα και περισσότερη καχυποψία, επιφυλακτικότητα, φθόνο και μίσος μεταξύ των υπόλοιπων κατοίκων της αγροτικής κοινότητας, οι οποίοι τον βλέπουν να «αυτo-εξαιρείται» από το στρατιωτικό του καθήκον, την ώρα που οι υπόλοιποι μάχιμοι άνδρες αποστέλλονται στο αιματοκυλισμένο πεδίο της μάχης.

Σταδιακά, παρακολουθούμε εκείνον και τη γυναίκα του να έρχονται σε ρήξη με τα μέλη της κλειστής κοινωνίας, την εκκλησία, και το ίδιο το κράτος, να απομονώνονται και να φτάνουν μέχρι το σημείο να αντιμετωπίζονται ως εξιλαστήρια θύματα από τον όχλο των χωριατών. Ακόμα και για εκείνους που ενδεχομένως συντάσσονται σιωπηλά με την επιλογή του Φραντς, οι φραγμοί του φόβου και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης εμποδίζουν από το να εκδηλώσουν την ειλικρινή συμπαράστασή τους.

Η καταδίκη και ο θάνατος

Μετά από συνεχόμενες αναβολές, ο Φραντς Γιέγκερστετερ καλείται στην ενεργό υπηρεσία του ναζιστικού στρατού το 1943, με εντολή να συμμετάσχει κι εκείνος στην πολεμική δράση. Ωστόσο, η βαθιά του πίστη στο χριστιανικό κήρυγμα της αγάπης τον εμποδίζει από το να υπογράψει τον διαβόητο «όρκο πίστης» στον Χίτλερ. Η τελική του άρνηση να πολεμήσει στο πλευρό των Ναζί ισοδυναμεί με καταδίκη «εις θάνατον».

Ο ίδιος συλλαμβάνεται αμέσως και τίθεται υπό κράτηση. Στη φυλακή θα τον επισκεφθεί ένας πάστορας της κοινότητας (Τομπίας Μορέτι), σε μια ύστατη προσπάθεια να τον μεταπείσει. Ακόμη και εκείνη τη στιγμή, ο Αυστριακός αγρότης θα μπορούσε να είχε σώσει τον εαυτό του, όμως αυτός παραμένει αμετακίνητος. Ή μάλλον, αποφασισμένος να ακολουθήσει το μαρτυρικό, ανηφορικό του μονοπάτι.

Το σημαντικότερο στήριγμα του Φραντς, κατά την παραμονή του στη φυλακή, είναι η σύζυγός του. Τα πραγματικά γράμματα αλληλοϋποστήριξης που αντάλλασσε μαζί της, τα οποία ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης απουσίας του στη στρατιωτική εκπαίδευση, συνεχίζονται κι εδώ, δίνοντας μια ιδιότυπη χροιά στα προσφιλή ποιητικά voice-over του Μάλικ. Αυτήn τη «μάχη», οι δυο τους καλούνται να τη δώσουν χωριστά, όσον αφορά τις φυσικές τους παρουσίες, αλλά και ενωμένοι, όσον αφορά το πνεύμα τους.

Οι πολύτιμες διδαχές της ιστορίας ενός αφανούς ήρωα

Ο Φραντς με τη σύζυγό του, Φραντσίσκα.

Τελικά, είναι εκείνη η αξιοθαύμαστη συνέπεια του Φραντς στη δέσμευση να τραβήξει μέχρι τέλους τον μαρτυρικό του δρόμο που δίνει ένα ανεξίτηλο μήνυμα, πιστοποιώντας ότι μια «κρυφή ζωή», που δεν αλλοιώνεται ούτε κάμπτεται από τη φασιστική φρικαλεότητα, μπορεί να έχει τεράστιο εκτόπισμα, ακόμη και αν δεν υμνήθηκε όσο θα της έπρεπε.

Κατ’ αρχάς, το φωτεινό της παράδειγμα είναι η σπίθα που πυροδοτεί την αλλαγή μέσα στην ψυχή κάποιων εκ των ανθρώπων που διασταυρώθηκε και αλληλεπίδρασε μαζί τους. Κατά δεύτερον, υπάρχει η δυνατότητα επανεκτίμησής της από τον θεατή, μέσα από την εξαίσια ταινία του Μάλικ.

Το τελευταίο βλέμμα ενός μελλοθάνατου

Μια ηλιόλουστη μέρα, μερικούς μήνες μετά τη φυλάκισή του, ο Φραντς θα οδηγηθεί στη γκιλοτίνα. Ατενίζοντας έναν ήρωα στις τελευταίες του στιγμές, ο οποίος παρά τις εμφανείς ψυχικές «ρωγμές» έχει το σθένος να συμπονά και να εμψυχώνει τους τραγικούς θανατοποινίτες-συνοδοιπόρους του, υπομένοντας με αξιοπρέπεια το σφράγισμα του πεπρωμένου, ο Μάλικ παρουσιάζει, στην ευγενέστερη εκδοχή της, όλη τη συσσωρευμένη απόγνωση της έσχατης καταδίκης και του αναπόφευκτου θανάτου.

Στους τελευταίους κόκκους της κλεψύδρας που αδειάζει, η ελεγειακή ματιά του Αμερικανού αποδεικνύεται άκρως ταιριαστή και, με όπλο τη συγκινητικά καλή ηθοποιία του Όγκαστ Ντιλ, μας πείθει ότι ο χρόνος κυλά εντελώς διαφορετικά για τον καταδικασμένο Φραντς. Τότε, που ακόμη και το ελάχιστο ερέθισμα αποκτά εντελώς διαφορετικό αντίκτυπο στον ακρωτηριασμένο ψυχισμό.

Ο Μάλικ ξέρει να πιάνει στον αέρα και να παίζει στα δάχτυλα του ενός χεριού τέτοιες φευγαλέες λεπτομέρειες των εικόνων, βοηθώντας μας να γίνουμε τα μάτια του μελλοθάνατου και να ευθυγραμμίσουμε τις ψυχές μας με τη συναισθηματική δοκιμασία που βιώνει. Έξαφνα, στα καρέ του σελιλόιντ του μεταγράφεται λίγο από το αντίστοιχο συναίσθημα της γραφής του σπουδαίου Ρώσου συγγραφέα Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, όπως εκείνος περιέγραψε τη θανατική ποινή και την εκτέλεσή της στον «Ηλίθιο». Δεν τίθεται αμφιβολία ότι η σκηνή αυτή, μέχρι τους τίτλους τέλους, όπως και το υπόλοιπο έργο, είναι δείγμα αριστοτεχνικού σινεμά διά χειρός ενός ξεχωριστού δημιουργού.

Η ταινία θα παραμείνει διαθέσιμη στην ψηφιακή πλατφόρμα του ERTFLIX
μέχρι τις 7 Νοεμβρίου.

 

Το χρονολόγιο του Φραντς Γιέγκερστετερ

✱ 10 Απριλίου 1938: Σε δημοψήφισμα -με φανερή ψηφοφορία- για την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ, ο αυστριακός λαός αποφαίνεται κατά συντριπτική πλειοψηφία (99,75%) υπέρ της Ένωσης. Στο Σανκτ-Ράντεγκουντ, ο Φραντς είναι αναπάντεχα ο μόνος κάτοικος του χωριού που καταψηφίζει την προσάρτηση.

✱ 17 Ιουνίου 1940: Ο Φραντς στρατολογείται για πρώτη φορά στη Βέρμαχτ, σε ηλικία 33 ετών.

✱ 9 Φεβρουαρίου 1943: Μετά από αλλεπάλληλες κλήσεις, ο Φραντς αρνείται ευθέως να υπηρετήσει τους Ναζί στο πεδίο της μάχης και δεν δίνει όρκο πίστης στον Χίτλερ. Η αντιπρότασή του, να υπηρετήσει εθελοντικά στο ιατρικό σώμα, δεν γίνεται αποδεκτή.

✱ 9 Αυγούστου 1943: Ο Φραντς εκτελείται με αποκεφαλισμό, μετά την άρνησή του να δώσει τον στρατιωτικό όρκο περί «άνευ όρων υπακοής» στον Χίτλερ.