Αυτό το άρθρο είναι 6 μηνών

«Le Samouraϊ» («Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο»): Η ταινία που έχρισε «αθάνατο» τον Αλέν Ντελόν

04/10/2024
8' διάβασμα
le-samourai-o-dolofonos-me-to-angeliko-prosopo-i-tainia-pou-echrise-athanato-ton-alen-ntelon-333996

Αντικειμενικά μιλώντας, ο Αλέν Ντελόν ήταν ένας ανεπανάληπτος σταρ και εξαιρετικός ηθοποιός, ο οποίος στην καριέρα του ευτύχησε να πρωταγωνιστήσει σε πολλά «διαμάντια» της έβδομης τέχνης. Ωστόσο, ο συνδυασμός ταινίας και ερμηνείας που τον κατέστησε και με τη βούλα «αθάνατο» στις συνειδήσεις του σινεφίλ –και όχι μόνο– κοινού, δεν ήταν άλλος από το νεο-νουάρ «Le Samouraϊ» του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ. Ας το ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, με αφορμή και την επανακυκλοφορία του στα θερινά σινεμά, ως ελάχιστο φόρο τιμής στον Γάλλο
μύθο που έφυγε από τη ζωή στις 18 Αυγούστου.

ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο Τζεφ Κοστέλο (Αλέν Ντελόν) είναι ένας μεθοδικός επαγγελματίας δολοφόνος με ένστικτα σαμουράι, ο οποίος ακολουθεί πιστά στη ζωή και το επάγγελμά του τους δικούς του άγραφους κανόνες, όπως οι Γιαπωνέζοι πολεμιστές. Μετά την επιτυχή εκτέλεση ενός συμβολαίου θανάτου, ο ίδιος προσαγάγεται από την αστυνομία ως ύποπτος. Το γεγονός αυτό θορυβεί τους εργοδότες του, οι οποίοι αποφασίζουν ότι είναι προτιμότερο να τον ξεφορτωθούν.

Στο ασύγκριτο αριστούργημα του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, ο Αλέν Ντελόν δεν είναι απλά «Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο». Είναι ο «Σαμουράι», ο οποίος βλέπει το υψηλό αίσθημα καθήκοντος, αλλά και τον αυστηρό κώδικα τιμής και εμπιστοσύνης με τον οποίο λειτουργεί στο επάγγελμά του να παραβιάζονται από την προδοσία των εργοδοτών του. Των εργοδοτών, που, στην ουσία, ο ίδιος επέλεξε για να υπηρετήσει, και το έπραξε –όπως πάντα– με απόλυτο επαγγελματισμό. Αλλά και μιας αυτόπτη μάρτυρα του φονικού, στην οποία αποφάσισε να χαρίσει τη ζωή, όμως εκείνη επέλεξε να παγιδεύσει.

Πλέον, ο απόμακρος πρωταγωνιστής βρίσκεται ανάμεσα σε δύο αδιέξοδα: Τις αστυνομικές αρχές και τον υπόκοσμο. Τον κυνηγούν από όλες τις μεριές. Ο ίδιος μοιάζει ξοφλημένος, αλλά δεν χάνει στιγμή την ψυχραιμία και τη μεθοδικότητά του. Παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, σε έναν κόσμο που φαίνεται ολοένα και περισσότερο ότι εκείνος δεν ανήκει. Σε αυτήν τη ματαιότητα και τη μοναχική, ανηφορική πορεία αποφασίζει να εμβαθύνει με λεπτομέρεια ο κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μελβίλ, παραδίδοντας ένα «υβριδικό» έργο που φρεσκάρει με ακαταμάχητο τρόπο την αισθητική και τη θεματολογία των αμερικανικών φιλμ νουάρ των 40s, υπό το πρίσμα του γαλλικού νέου κύματος των 60s. Στο μουντό σκηνικό του Παρισιού, είναι λες και η μελαγχολική βροχή, που μουλιάζει καταθλιπτικά τα πρώτα βουβά πλάνα του έργου, αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι της στα ξεπλυμένα χρώματα, τα οποία κυριαρχούν στην παλέτα του έργου. Η γαλλική πρωτεύουσα είναι ένας αντικατοπτρισμός του πρωταγωνιστή: Ψυχρή, απόμακρη, αποστερημένη από ζωντάνια.

Η ίδια η ταινία δεν επιχειρεί να καθηλώσει τον θεατή με καταιγιστική δράση, οπτικοακουστικά τεχνάσματα και φιοριτούρες εντυπωσιασμού ή επεξηγηματικές φλυαρίες, αλλά χτίζει ένα υποδόριο σασπένς, καλλιεργημένο σχεδόν μέσα στην αδράνεια, την ονειρικά καταληπτική μουσική επένδυση, τις παρατεταμένες σιωπές ή την ανία των κυκλικά επαναλαμβανόμενων θεματικών μοτίβων, που σε κάνουν να αφουγκράζεσαι τη μοναχικότητα ως στάση ζωής, μαζί με το ανακυκλούμενο κενό της.

Μπουσίντο

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από εκείνη του Σαμουράι· εκτός, ίσως, από τη μοναξιά του τίγρη μέσα στη ζούγκλα», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Μελβίλ στους τίτλους αρχής του έργου, διευκρινίζοντας πως πρόκειται για ένα απόσπασμα από το «Μπουσίντο», δηλαδή τον άγραφο κώδικα των σαμουράι. Υποδυόμενος έναν σχεδόν βουβό αντιήρωα, ο οποίος αποτελεί μια μοντέρνα ενσάρκωση της κουλτούρας των Γιαπωνέζων πολεμιστών, ο Ντελόν μετατρέπει τον εαυτό του σε λαβωμένο, μοναχικό λύκο και παίζει μόνο με το άθραυστο (;) βλέμμα, αριστεύοντας στην προσέγγισή του.

Επικοινωνεί με αφηγηματική οικονομία προς τον θεατή την αποκοπή του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα από τη συναισθηματική αγκίστρωση, σκιαγραφεί την προσκόλληση σε ρομποτικά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα προετοιμασίας και δράσης, που κυλούν για τον ίδιο σαν ιεροτελεστίες του επαγγέλματός του (σ.σ. μια ρουτίνα, η οποία παραμένει μέχρι τώρα σημείο αναφοράς για ταινίες του σήμερα, όπως το πρόσφατο «The Killer» του Ντέιβιντ Φίντσερ), μέχρις ότου η προδοσία τον οδηγήσει στις «ράγες» ενός καινούργιου και εξίσου σχολαστικά μελετημένου και χειρουργικά εκτελεσμένου πλάνου εκδίκησης. Η σιωπηρή αποστασιοποίησή του είναι εκείνη που μας κάνει να νιώθουμε ότι η ματιά του είναι ο αντικειμενικός κριτής.

Η ταινία είναι ένα κινηματογραφικό σεμινάριο αφαίρεσης, στιλιζαρίσματος και κλειστοφοβικής –ακόμη και στο ανοιχτό πεδίο– κινηματογράφησης. Μια υποτονική, φειδωλή, υπαρξιακά ενδοσκοπικής υφής εμπέδωση της ματαιότητας, της φθοράς (βλ. το καναρίνι που μοιράζεται με τον Τζεφ όχι μόνο το ίδιο διαμέρισμα, αλλά και την ίδια κατάσταση εγκλωβισμού, επαναλαμβανόμενης ρουτίνας και σταδιακής παραίτησης), της αποξένωσης του ανθρώπου μέσα στο βλοσυρό και ανελέητο αστικό σκηνικό, που επικοινωνείται μέσα από λεπτεπίλεπτες, αλλά και συνάμα αυστηρές επανεστιάσεις και επανατοποθετήσεις του φακού, εντός των ίδιων στατικών και «άδειων» πλάνων.

Χαρακίρι

Το αρχέτυπο του «μοναχικού λύκου», εγκλωβισμένο στην καρδιά μιας οριζοντίως διεφθαρμένης σύγχρονης κοινωνίας, η οποία δεν γνωρίζει κανέναν φραγμό ή αναστολή (σ.σ. βρίθοντας θιασωτών του γνωμικού «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα») και δεν έχει τη δύναμη να εμπνεύσει κάποιον ουσιαστικό συλλογικό –ή μη– σκοπό, επαναστατεί ενάντια στο αμείλικτο περιρρέον χάος της και μετατρέπεται σε ερημίτη εντός των κόλπων της· προτού επιταχύνει το ίδιο τις διαδικασίες για την αναπόφευκτη συντριβή του. Όταν έρχεται εκείνη η ώρα που βλέπουμε, έστω και ως υπόνοια, μέσα από την «κλειδαρότρυπα», ότι ο Τζεφ ενδίδει σε ό,τι αρνούνταν πεισματικά να νιώσει (σ.σ. συναισθήματα για τους άλλους, είτε θετικά είτε αρνητικά, αλλά σε κάθε περίπτωση τέτοια που γεννούν μέσα στο ψύχος του μια φλόγα), καταλαβαίνουμε ότι αυτή είναι η αρχή του τέλους του. Ή, μήπως, ο δρόμος προς την κάθαρση;

Κάποιοι ερμηνεύουν το «Le Samouraϊ» σαν όνειρο, ως μια κινηματογραφική πραγματεία πάνω στη μοναχικότητα ή τη σχιζοφρένεια. Κάποιοι άλλοι βλέπουν τον Τζεφ ως προσωποποίηση της φιλοσοφικής θεωρίας του υπαρξισμού, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που ερμηνεύουν το ανελέητο ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας, αλλά και την επιμονή του επικεφαλής της έρευνας να δέσει την υπόθεση της δολοφονίας, παρά το φαινομενικά ακλόνητο άλλοθι του Τζεφ, ως πρόφαση για να σχολιαστεί η σύγχρονη μετάβαση σε οργουελικές κοινωνίες της παρακολούθησης, με τον πρωταγωνιστή να σκιαγραφείται ως καφκική φιγούρα.

Μπορεί να ισχύει κάτι από αυτά, ή και όλα μαζί. Σε τελική… ανάλυση, τo «Le Samouraϊ» δεν είναι από εκείνες τις ταινίες που ενδείκνυνται για ενδελεχείς… αναλύσεις. Απλά δείτε το. Νιώστε το. Χαθείτε στην υποβλητική ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστική ερμηνεία, τους υπνωτιστικούς ρυθμούς και βιώστε χωρίς εκπτώσεις το λακωνικό μεγαλείο αυτού του χαρακτήρα, αλλά και του ανεξίτηλου νεο-νουάρ αριστουργήματος που αποτελεί άμεσο αντικατοπτρισμό του. Κάθε φορά που τα βλέπουμε, θα είναι το ίδιο μαγευτικά. Άλλωστε, όπως προείπαμε, αυτή ήταν η ταινία που έχρισε «αθάνατο» τον προσφάτως εκλιπόντα Αλέν Ντελόν. Και δικαίως…

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: