Απειλή οι μαύρες συναλλαγές προϊόντων χωρίς παραστατικά

Η αναζήτηση τρόπων διάθεσης της παραγωγής χωρίς παραστατικά αποτελεί, σήμερα, κυρίαρχο φαινόμενο σε μεγάλο τμήμα της αγροδιατροφικής οικονομίας.

Οι μαύρες συναλλαγές απειλούν αγροτική οικονομία, οργανώσεις, υγιή επιχειρηματικότητα

Το πρόβλημα θα γιγαντωθεί το καλοκαίρι, εκτιμά το στέλεχος του συνεταιριστικού χώρου, Χρ. Γιαννακάκης. Στελέχη αλυσίδων λιανικής δηλώνουν ότι ομάδες παραγωγών ακυρώνουν συμβόλαια, λόγω της αδυναμίας τους να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες ποσότητες. Αγρότες, που θεωρούν τη διακίνηση χωρίς παραστατικά ως μέσο αντιμετώπισης της υπερφορολόγησης, παραδέχονται ότι τα θύματα πληθαίνουν, καθώς «χάθηκαν ήδη πολλά χρήματα».

Οι αιτίες

Δύο είναι οι βασικές αιτίες που κάνουν πολλούς να αναζητούν τρόπους απόκρυψης εσόδων και διακίνησης προϊόντων χωρίς παραστατικά.

Για πολλά χρόνια, εννέα στους δέκα αγρότες, φορολογούνταν με τον τεκμαρτό υπολογισμό του εισοδήματος, όπως, εξάλλου, συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Η καθιέρωση του συστήματος των βιβλίων εσόδων-εξόδων και το ύψος των συντελεστών φορολόγησης, δημιουργεί, πλέον, μία νέα πραγματικότητα. Σε αυτό, πρέπει να προστεθεί και η φορολογική επιβάρυνση των προϊόντων που διακινούνται μέσω των συνεταιρισμών και των ομάδων, που για πολλούς θεωρείται ως «δεύτερη φορολόγηση». Ενισχυτικά, επίσης, λειτουργεί η αδυναμία δικαιολόγησης εξόδων, όπως το κόστος των αγρεργατών, καθώς μεγάλο μέρος τους δεν διαθέτει άδεια παραμονής και η δαπάνη δεν μπορεί να δηλωθεί.

Η δεύτερη αιτία που αποτελεί κίνητρο για την εμφάνιση μικρότερου εισοδήματος, είναι οι ασφαλιστικές εισφορές. Ο ΟΓΑ, σταδιακά, μετεξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους ασφαλιστικούς φορείς, λόγω των καλύψεων που παρείχε, των σχετικά χαμηλών εισφορών του αγρότη και του μεγάλου ειδικού βάρους της κρατικής συνδρομής. Ωστόσο, η σύνδεση των ασφαλίστρων με το φορολογητέο εισόδημα, που ισχύει από την αρχή του έτους, ανατρέπει τα παραπάνω, καθώς οι εισφορές συχνά πολλαπλασιάζονται.

Οι επιπτώσεις

Η παράνομη διακίνηση, παίρνει τη μορφή είτε εμφάνισης μέρους της ποσότητας στην πραγματική τιμή, είτε εμφάνισης όλης της ποσότητας σε μειωμένες τιμές. Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της «ΥΧ», το φαινόμενο διευρύνεται στα οπωροκηπευτικά, στα κτηνοτροφικά προϊόντα, στο μέλι, στα προϊόντα αλιείας και σε μικρότερο βαθμό στο ελαιόλαδο, ενώ αφορά το σύνολο της χώρας. Οι επιπτώσεις στους κρίκους της διατροφικής αλυσίδας διαφέρουν.

Καταρχήν, σε ό, τι αφορά τον αγρότη, πληθαίνουν οι καταγγελίες για μη καταβολή οφειλομένων. Για παράδειγμα, όπως μας δήλωσαν στην περιοχή της Ιεράπετρας, υπολογίζεται ότι ένας στους τρεις παραγωγούς που πούλησε «μαύρα», έχει χάσει μέρος των χρημάτων του. Η αιτία είναι απλή. Όταν μία συναλλαγή γίνεται χωρίς παραστατικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τεκμηριωθεί η οφειλή.

Αξίζει να τονιστεί ότι οι τιμές που συμφωνούνται δεν είναι οι τρέχουσες της αγοράς μείον τους φόρους που αναλογούν. Στην περίπτωση πληρωμής τοις μετρητοίς, ένας τρόπος που συνήθως επιλέγεται για διάθεση της παραγωγής σε εμπόρους της Βαλκανικής, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, οι τιμές είναι ιδιαίτερα μειωμένες. Στην περίπτωση της πληρωμής έναντι και με δόσεις, οι τιμές είναι βελτιωμένες, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος της μη καταβολής όλου του οφειλόμενου ποσού.

Οι πρακτικές αυτές απειλούν με κατάρρευση υγιείς αγροτικές δομές. Η υποχρέωση των οργανώσεων να συναλλάσσονται με νόμιμα παραστατικά έχει πλέον πολλαπλές επιπτώσεις στη λειτουργία τους, απειλεί ακόμη και την προοπτική βιωσιμότητάς τους. Όπως καταγράφτηκε κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ της «ΥΧ»:

Αυξανόμενος αριθμός αγροτών δεν διακινεί, πλέον, τα προϊόντα του μέσω της οργάνωσης στην οποία ανήκει.

Υπάρχουν παραδείγματα κραταιών οργανώσεων, ο κύκλος εργασιών των οποίων, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μειώνεται με ρυθμούς 30% έως 50% το έτος, μετατρέπονται σε προβληματικές επιχειρήσεις, ακυρώνουν δράσεις ανάπτυξης και επενδύσεις.

Ισχυρές οργανώσεις αδυνατούν να εκτελέσουν συμβόλαια και να τηρήσουν τις δεσμεύσεις παράδοσης που έχουν αναλάβει, με σοβαρές επιπτώσεις και στη διατήρηση της επιχειρηματικής τους φήμης.

Η επέκταση πρακτικών παρεμπορίου, η ισχυροποίηση μιας νέας γενιάς «χονδρεμπόρων», που λειτουργούν –όπως και στο παρελθόν– χωρίς παραστατικά και ως μεσάζοντες, απειλεί κάθε υγιή επιχείρηση, αλλοιώνει παραγωγικούς κλάδους. Για παράδειγμα, σε πολλές αγορές της Βαλκανικής, οι υγιείς επιχειρήσεις εισέρχονται μόνον αφού ολοκληρωθεί η διάθεση των φθηνών «μαύρων» προϊόντων.

Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, η αυξανόμενη διακίνηση προϊόντων ζωικής προέλευσης χωρίς παραστατικά συναντά τη διακίνηση εισροών χωρίς παραστατικά, επίσης, διευκολύνει τις ελληνοποιήσεις, μεγεθύνει την παραοικονομία και σε άλλους τομείς της βιομηχανικής επεξεργασίας και του εμπορίου.

Στην Κρήτη, για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των ζωοτροφών που προέρχονται από την ηπειρωτική χώρα, διακινείται χωρίς αποδείξεις σύμφωνα με τα όσα δήλωσε στην εφημερίδα μας στέλεχος μεγάλου συνεταιρισμού. Τα ποσοστά αυτά όπως μας είπε ανέρχονται στο 80% για τις χονδροειδείς ζωοτροφές και στο 70% για τα κτηνοτροφικά σιτηρά.

Οι λύσεις

Η επικράτηση της οικονομίας δύο ταχυτήτων, μίας νόμιμης που συνεχώς συμπιέζεται και μιας παράνομης που ακμάζει, λειτουργεί διαλυτικά σε κρίσιμους παραγωγικούς τομείς. Το μέγεθος του προβλήματος δεν μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια. Ωστόσο, από τα στοιχεία της επιτόπιας έρευνας, προκύπτει ότι υπάρχουν περιοχές και κλάδοι, όπου πάνω από το 50% των ποσοτήτων που διακινείται εκτός οργανώσεων, διακινείται στον έναν ή στον άλλον βαθμό χωρίς παραστατικά. Όσο αυτό δεν ανακόπτεται, «τα φορολογικά έσοδα θα είναι λιγότερα και θα συνεχίσουν να παίρνουν περισσότερα από αυτούς που είναι νόμιμοι. Στο τέλος, όλοι μας θα έχουμε δύο επιλογές. Είτε να σταματήσουμε να παράγουμε, είτε να πουλήσουμε και εμείς χωρίς παραστατικά», συμπληρώνει έμπειρος παράγοντας του συνεταιριστικού χώρου.

Οι προτάσεις που προκρίνονται για την αντιμετώπιση του φαινομένου, αφορούν τόσο τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων, όσο και μέτρων αναβάθμισης των ελεγκτικών διαδικασιών.

Μερικές από τις μεγαλύτερες οργανώσεις παραγωγών της Κρήτης, για παράδειγμα, προκρίνουν ως λύση τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες επί του συνολικού κύκλου εργασιών εκείνων των αγροτών, που αποδεδειγμένα διακινούν την παραγωγή τους μέσω οργανώσεων.

Μέτρα φορολογικής επιβράβευσης, που αποτελούν και κίνητρα για τη συμμετοχή των αγροτών στις οργανώσεις που διακινούν τα προϊόντα με νόμιμα παραστατικά, προκρίνονται από πολλούς που μίλησαν στην «ΥΧ». Χαρακτηριστική τέτοια πρόταση αποτελεί και η άποψη που καταθέτει ο πρόεδρος του ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού, Ν.Κουτλιάμπας.

Τέλος, ο πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Οργανώσεων Παραγωγών του νομού Ημαθίας, Χρ. Γιαννακάκης, αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος και την αντιμετώπισή του, μέσω ενός αναβαθμισμένου συστήματος ελέγχων.

Αποτελεσματική λύση η άμεση τιμωρία του παραβάτη

Οι μαύρες συναλλαγές απειλούν  αγροτική οικονομία, οργανώσεις,  υγιή επιχειρηματικότητα
του Χρήστου Γιαννακάκη, προέδρου της Κοινοπραξίας Συνεταιρισμών Οργανώσεων Παραγωγών του νομού Ημαθίας

Το φαινόμενο της διακίνησης προϊόντων χωρίς παραστατικά έχει αρχίσει να παρουσιάζεται από τότε που καταργήθηκε ο τεκμαρτός υπολογισμός του εισοδήματος των αγροτών και να προσδιορίζεται ο φόρος από την τήρηση βιβλίων εσόδων-εξόδων. Στην αρχή το φαινόμενο δεν είχε μεγάλη έκταση, αλλά σήμερα, μετά την αύξηση της φορολογίας, καθώς επίσης και του υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών από τα καθαρά έσοδα, άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Φάνηκε –ήδη– στις περιοχές που έχουν αυτή την περίοδο παραγωγή στη Νότια Ελλάδα, είτε θερμοκηπίου είτε και εκτατικών καλλιεργειών, και εκτιμώ ότι θα γιγαντωθεί με τα προϊόντα τα καλοκαιρινά. Το ζήτημα αυτό, εμείς το έχουμε καταγγείλει τα προηγούμενα χρόνια με τα περιβόητα «στέκια». Έχουμε κάνει απανωτές συσκέψεις στο υπουργείο Γεωργίας και έχουμε ζητήσει την έκδοση σχετικών υπουργικών αποφάσεων για να μπορέσουμε να το ελέγξουμε.

Ως Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδας και ως Κοινοπραξία Συνεταιρισμών Ομάδων Παραγωγών Νομού Ημαθίας, είχαμε κάνει προτάσεις, αλλά, δυστυχώς, οι αποφάσεις οποίες εκδόθηκαν από το υπουργείο, δεν προέβλεπαν τη λήψη άμεσων μέτρων, με αποτέλεσμα να μην παταχθεί το φαινόμενο. Τέτοια αποτελεσματικά μέτρα αποτελούν η άμεση τιμωρία του παραβάτη, όπως, για παράδειγμα, η κατάσχεση του φορτίου και η δέσμευση του φορτηγού αυτοκινήτου που πραγματοποιεί την παράνομη διακίνηση.

Επίσης, να στήσουμε «μπλόκα» στα τελωνεία και στα σύνορα για να ελέγξουμε τη διακίνηση για τα φορτία που βγαίνουν στο εξωτερικό, αλλά και στις εθνικές οδούς. Το γνωρίζω ότι δεν είναι εύκολο, όμως δεν πρέπει να καταθέσουμε τα όπλα. Θα πρέπει η πολιτεία να πάρει πολύ σκληρές αποφάσεις. Διότι, δεν μπορεί ο νόμιμος αγρότης να επιβαρυνθεί τεράστια βάρη είτε φορολογικά είτε ασφαλιστικά, για να μπορέσει να συντηρήσει το σύστημα, ούτε, επίσης, μπορούν οι σωστές συνεταιριστικές οργανώσεις και οι ιδιωτικές εμπορικές επιχειρήσεις, το οργανωμένο σύστημα της χώρας δηλαδή, να αντέξουν.

Είναι καθοριστική η άμεση και αποτελεσματική πάταξη της μαύρης διακίνησης για να μην οδηγηθεί το υγιές εμπόριο και η παραγωγή σε χρεωκοπία και σε καταστροφή. Και οι λόγοι είναι απλοί. Εάν ο ένας έχει να πληρώσει τεράστια ποσά σε εισφορές και φόρους και ο άλλος δεν έχει τίποτα, αντιλαμβανόμαστε, πόσο μειονεκτεί ο πρώτος έναντι του δεύτερου. Ήδη, έχουμε σημαντικές διαρροές προϊόντων στη μαύρη διακίνηση. Στην Κρήτη, για παράδειγμα, αυτό το φαινόμενο έχει γιγαντωθεί.

Και, όπως προανέφερα, δεν πλήττονται μόνον οι συνεταιριστικές οργανώσεις. Πλήττονται και ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν να παρακολουθήσουν αυτό το φαινόμενο. Επομένως, είναι κοινό αίτημα των συνεταιριστικών οργανώσεων, των συνειδητοποιημένων συνεταιριστικά αγροτών, καθώς και των ιδιωτών εμπόρων και διακινητών να ληφθούν άμεσα σκληρά μέτρα.

Σαφώς, οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις είναι τεράστιο βάρος για τις πλάτες των αγροτών και εκτιμώ ότι αυτές θα πρέπει να τροποποιηθούν. Αλλά, άλλο να μιλάμε για εκλογίκευση φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών και άλλο να μιλάμε για πλήρη φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή.

Αντιμετώπιση μέσω κινήτρων και αντικινήτρων

Οι μαύρες συναλλαγές απειλούν  αγροτική οικονομία, οργανώσεις,  υγιή επιχειρηματικότητα
του Νίκου Κουτλιάμπα, προέδρου ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού

Μόνο μέσα από τα φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα και αντικίνητρα μπορεί να δοθεί λύση στο ζήτημα της διακίνησης προϊόντων χωρίς παραστατικά. Σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, ακολουθείται το μεικτό σύστημα φορολόγησης με διαφορετικούς συντελεστές. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και στον ελληνικό αγροτικό χώρο, παρόλο που ακούμε συνέχεια πως δεν το δέχονται οι θεσμοί. Το μεικτό σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εξής στην Ελλάδα: στους αγρότες που αποδεδειγμένα ανήκουν σε συνεταιρισμούς, να μειωθεί ο συντελεστής φορολόγησης από το 26% στο 13% το ανώτατο και η διακίνηση των προϊόντων των παραγωγών να γίνεται αποκλειστικά μέσω των συνεταιρισμών.

Όσον αφορά τον μεμονωμένο παραγωγό, η φορολόγηση να γίνεται τεκμαρτά, βάσει της δήλωσης ΟΣΔΕ. Αυτό θα ήταν ένα κίνητρο για τους μεμονωμένους παραγωγούς να ενταχθούν και αυτοί σε συνεταιρισμούς ή σε οργανώσεις παραγωγών. Να μπορέσουν, δηλαδή, να λειτουργήσουν συλλογικά και με διαφάνεια, ώστε να μην μπορεί κάποιος να πουλήσει χωρίς παραστατικά, αφού θα υπάρχει έλεγχος από τον συνεταιρισμό. Επίσης, ακόμα ένα θέμα αποτελεί η προκαταβολή των αγροτών. Η ιδιομορφία, αυτή, που δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο, πρέπει να σταματήσει. Δεν είναι δυνατόν ένας αγρότης να δίνει μέρος του εισοδήματός του σε φόρους, για παραγωγή που δεν γνωρίζει εάν θα του επιφέρει κέρδη στο τέλος. Ο αγρότης θα έπρεπε να δίνει τα λεφτά τουλάχιστον μετά από ένα χρόνο. Τέλος, υπάρχει και η εναλλακτική πρόταση από κάποιους, η οποία είναι η φορολόγηση των επιδοτήσεων. Ένα παράδειγμα είναι αυτό της Πορτογαλίας, η οποία φορολογεί όλες τις επιδοτήσεις από το πρώτο ευρώ μέχρι το τελευταίο.