Μεταξύ των επιπτώσεων του πολέμου και της κλιματικής αλλαγής η γεωργία

Οι περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ, όπως και η Ελλάδα, δεν διαθέτουν νομοθεσία δημιουργίας στρατηγικού αποθέματος σιτηρών όπως ισχύει, για παράδειγμα, στα καύσιμα.

Έτσι, ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα υπαρκτά προβλήματα που προκάλεσε μεγεθύνθηκαν, το ζήτημα της επάρκειας του πιο εμβληματικού τροφίμου, δηλαδή του ψωμιού, βρέθηκε στο επίκεντρο και ξεκίνησε ένα σπιράλ ανατιμήσεων στη διατροφή, που συμπλήρωσε την κρίση της ενέργειας που προηγήθηκε. Ανατιμήσεις, βέβαια, που σε μεγάλο βαθμό έχουν και κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά, καθώς πολλά γράφονται στον διεθνή Τύπο για τα πέντε μεγάλα funds που ελέγχουν τις παγκόσμιες ροές σιτηρών. Χαρακτηριστικά που, όπως καταδεικνύει το ρεπορτάζ της «ΥΧ», επιχειρήσεις και στην Ελλάδα διαθέτουν τα αποθέματα της περσινής σοδειάς των 21 λεπτών στα 45 λεπτά, δηλαδή με όρους… πολέμου.

Μάλιστα, κάποια μέσα, είτε εν αγνοία τους είτε θέλοντας να βάλουν πλάτη στις παραπάνω πρακτικές, παρουσιάζουν μία εικόνα «απόλυτα εξαρτημένης από τις εισαγωγές χώρας», κάτι που κατά τη γνώμη τους «καταδεικνύεται» από τις εισαγωγές μαλακού σίτου.

Βέβαια, η εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι μάλλον πιο απλή, καθώς η Ελλάδα παράγει σχετικά μικρές ποσότητες του προϊόντος κυρίως γιατί:

✱ Αφενός, διαθέτει κλιματολογικές συνθήκες να καλλιεργήσει πιο εντατικά προϊόντα, όπως βιομηχανικά φυτά, κηπευτικά, καλαμπόκι, ακόμη και σκληρό σιτάρι.

✱ Αφετέρου, γιατί οι αποδόσεις αυτού του κατά βάση σιτηρού της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης είναι ιδιαίτερα χαμηλές στα ξηρικά χωράφια της Ελλάδας και κυμαίνονται στο 1/3 από τις αντίστοιχες χωρών, όπως η Γαλλία, η Ιρλανδία, οι Κάτω χώρες, η Βρετανία και η Γερμανία. Έτσι, ένα μέσο γόνιμο σταροχώραφο των Γρεβενών, για παράδειγμα, με ικανοποιητική για την Ελλάδα απόδοση 500 κιλών το στρέμμα και τιμές παραγωγού πριν από την κρίση τα 18 λεπτά, οδηγεί σε μία πρόσοδο 90 ευρώ το στρέμμα, εκ των οποίων τουλάχιστον τα 70 ευρώ πρέπει να δαπανηθούν για καλλιεργητικές εργασίες, σπορά, δύο λιπάνσεις, φυτοπροστασία, συγκομιδή, χωρίς δηλαδή το κόστος ενοικίασης.

Σε κάθε περίπτωση, πρόβλημα επάρκειας σίτου με τα σημερινά δεδομένα δεν υφίσταται. Αντίθετα, υφίσταται για τις φτωχές χώρες του πλανήτη, ενώ στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη ΕΕ τα μείζονα βραχυπρόθεσμα προβλήματα είναι το κόστος της ενέργειας, της λίπανσης και των ζωοτροφών, με το τελευταίο να απειλεί τη συνοχή της κτηνοτροφίας.

Ωστόσο, η συγκυρία που διανύουμε άνοιξε τη συζήτηση σε ένα πιο μεσοπρόθεσμο ζήτημα, αυτό της επάρκειας ή της κυριαρχίας της ευρωπαϊκής διατροφής. Μπορεί, βέβαια, κάποιοι εκπρόσωποι χωρών να αναφέρονται ακόμα και στην αυτάρκεια, ή στην ανάγκη ουσιωδών αλλαγών της νέας ΚΑΠ, όμως αργά ή γρήγορα όλοι θα κληθούν να λάβουν θέση σε ζητήματα, όπως για παράδειγμα:

✱ Η ευρωπαϊκή επάρκεια πρέπει να αφορά τη διασφάλιση προϊόντων όπως το μαλακό σιτάρι ή και των πιο νότιων σιτηρών, του ελαιολάδου κ.λπ.;

✱ Μπορούμε να πορευτούμε με την αντίληψη ότι η βιωσιμότητα στη γεωργία είναι μόνο περιβαλλοντική και όχι (πρωτίστως) οικονομική, κοινωνική και φυσικά περιβαλλοντική;

✱ Με ποιες απτές πολιτικές θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα στον πρωτογενή τομέα και θα αυξηθεί η παραγωγή τροφίμων;

Σε κάθε περίπτωση, η γεωργία καλείται πλέον να πορευθεί μεταξύ των συνεπειών του πολέμου και της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.