Μόλις 1,5 λεπτό στην τσέπη του αγρότη για κάθε ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής

Μόλις ενάμισι λεπτό στην τσέπη του αγρότη για κάθε ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής

Το τεράστιο χάσμα που χωρίζει την τελική τιμή ενός προϊόντος στο κατάστημα λιανικής πώλησης σε σύγκριση με το ποσό που μένει στην τσέπη του αγρότη για να το παραγάγει καταγράφει η «ΥΧ» σε τέσσερα χαρακτηριστικά για τον ελληνικό πρωτογενή τομέα προϊόντα.

Αγρότες, στους οποίους απευθυνθήκαμε, πήραν χαρτί και μολύβι και υπολόγισαν κόστος και έσοδα σε ακτινίδιο, μαλακό σιτάρι, ρύζι και γάλα. Σε μια περίοδο κατά την οποία η πολυπρόσωπη κρίση πιέζει όσο ποτέ άλλοτε τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, η ψαλίδα μεταξύ του χωραφιού και του ραφιού όχι μόνο δεν φαίνεται να κλείνει, αλλά καθιστά τον αγρότη πιο χαμένο από ποτέ.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων αυτής της χαοτικής διαφοράς είναι ότι για κάθε ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής για αγορά επώνυμου ψωμιού του τοστ στη λιανική, στον αγρότη μένει… σκάρτο ενάμισι λεπτό και, μάλιστα, προ φόρων.


Ακτινίδιο
Ούτε 8 λεπτά/κιλό το κέρδος του παραγωγού

Ο Άγγελος Ξυλογιάννης, μέλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Εκμετάλλευσης Ακτινιδίων Άρτας, ανέλυσε το κοστολόγιο για την παραγωγή ακτινιδίου την τρέχουσα περίοδο και προσδιόρισε το εναπομείναν ποσό που μπαίνει στην τσέπη του αγρότη. «Ένα καλό προϊόν πληρώθηκε φέτος, στην καλύτερη περίπτωση, με μια μέση τιμή των 40 λεπτών/κιλό. Αν βάλουμε το κόστος του τυποποιητηρίου για μια συσκευασία, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, τότε πάμε στα 80 με 85 λεπτά/κιλό. Από εκεί και πέρα, υπολογίστε και 5 λεπτά επιπλέον για κάθε μήνα που το προϊόν μένει στο ψυγείο».

Ζητήσαμε από τον ίδιο να μας προσδιορίσει το ποσό που μένει στον παραγωγό, αν αφαιρεθούν τα κόστη παραγωγής του προϊόντος. Μας είπε τα εξής: «Αν υποθέσουμε ότι μια καλή μέση παραγωγή για φέτος ανερχόταν στους 3,5 τόνους/στρέμμα και με δεδομένο ότι το κόστος παραγωγής ανήλθε σε 1.120 ευρώ/στρέμμα, ή 32 λεπτά/κιλό κατά μέσο όρο, στον αγρότη έμειναν 8 λεπτά του ευρώ και, μάλιστα, πριν αφαιρεθούν από αυτά οι φόροι και ο ΕΛΓΑ».

Σχολιάζοντας ο κ. Ξυλογιάννης την… άβυσσο που χωρίζει την τελική τιμή στο ράφι από το μεικτό κέρδος του παραγωγού, ανέφερε: «Αυτές οι τιμές που βλέπουμε στη λιανική είναι, θα λέγαμε, υπερκέρδη. Εκεί πρέπει να υπάρξει παρέμβαση από το κράτος, διότι, όσο και να μειώσει ο παραγωγός την τιμή που πουλάει, αν δεν περάσει η μείωση στον καταναλωτή, δεν πρόκειται να αυξηθεί η κατανάλωση.

Εδώ να πούμε και κάτι άλλο πολύ σοβαρό: Με την κλιματική αλλαγή και τις υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν μέχρι στιγμής, τα δέντρα δεν έχουν ξεκουραστεί καθόλου. Ουσιαστικά, μένει ο Γενάρης, που είναι δεδομένο ότι και να έρθουν τα κρύα, είναι αδύνατον τα δέντρα να συμπληρώσουν τις ώρες ξεκούρασης που χρειάζονται. Επομένως, πάμε του χρόνου σε πολύ μικρότερη παραγωγή, κάτι που θα είναι ολέθριο για το κόστος παραγωγής».

Σύμφωνα με ιστοσελίδα γνωστής αλυσίδας σούπερ μάρκετ, εγχώριο ακτινίδιο πωλείται προς 1,89 ευρώ/κιλό. Επομένως, για κάθε ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής προκειμένου να αγοράσει ακτινίδιο, ο παραγωγός εισπράττει 4,2 λεπτά του ευρώ και αυτό προ φόρων και άλλων κρατήσεων.

 

 

Ρύζι
Αντιμέτωποι ακόμα και με διπλή φορολόγηση

Στην «ΥΧ» μίλησε ο αγρότης από τη Χαλάστρα Θεσσαλονίκης, Βεργής Τσελέπης, που καλλιεργεί έναν σύγχρονο ορυζώνα. «Τις τελευταίες ημέρες, η τιμή του ρυζιού Ρονάλντο έχει ανέβει στα 55 λεπτά/κιλό από τα 50 που βρισκόταν προηγουμένως. Από την τιμή παραγωγού αφαιρείται 1 λεπτό για το ξηραντήριο. Σε έναν ορυζώνα όπως ο δικός μας, εφόσον γίνουν οι απαραίτητες καλλιεργητικές ενέργειες, η παραγωγή που παίρνουμε είναι 900 κιλά/στρέμμα. Αν αφαιρέσουμε την υγρασία, πέφτουμε στα 820 κιλά/στρέμμα. Από αυτά τα 820 κιλά μας κρατάνε το 10%, οπότε πέφτουμε τελικά στα 740 κιλά/στρέμμα».

Προχωρώντας στον υπολογισμό του κόστους, ανέφερε: «Ξεκινάμε βάζοντας ενοίκιο στα 100 ευρώ/στρέμμα. Μετά πάμε στην άρδευση, που μας κοστίζει 20 ευρώ/στρέμμα. Στη ζιζανιοκτονία, σε έναν ορυζώνα με παλαιότητα όπως ο δικός μας, το κόστος μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 70 ευρώ/στρέμμα. Στη συνέχεια, υπολογίζουμε λίπανση στα 72 ευρώ/στρέμμα και ράντισμα με σύγχρονες μεθόδους στα 20 ευρώ/στρέμμα. Θεωρούμε ότι δεν έχουμε δικά μας μηχανήματα για τις καλλιεργητικές ενέργειες που πρέπει να γίνουν (φρέζα, ράντισμα, καλλιεργητής κ.λπ.) και υπολογίζουμε κόστος ανάθεσης εργασιών σε τρίτους 20 ευρώ/στρέμμα. Συνεπώς, φθάνουμε συνολικά σε ένα κόστος 302 ευρώ/στρέμμα».

Βάσει των παραπάνω, έχουμε μια μεικτή πρόσοδο στα 399,6 ευρώ/στρέμμα (740 κιλά x 54 λεπτά/στρέμμα), που σημαίνει ότι στον παραγωγό μένουν 97,6 ευρώ/στρέμμα, ή 13,1 λεπτά/κιλό.

Ο κ. Τσελέπης σημειώνει και το εξής: «Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ανάλογα με την περίοδο που θα πουλήσω την παραγωγή μου, εφόσον περιμένω λίγους μήνες από τη συγκομιδή για να πιάσω καλύτερη τιμή και αλλάξει το έτος, το κράτος θα μου βάλει διπλό φόρο στην ίδια χρονιά».

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών (e-katanalotis.gov.gr), ένα κιλό ρύζι Καρολίνα επώνυμης μάρκας πωλείται στις πέντε από τις επτά αλυσίδες καταστημάτων λιανικής, που καταγράφονται, προς 4 ευρώ/κιλό. Βάσει αυτών των στοιχείων, για κάθε 1 ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής για αγορά ρυζιού στη λιανική, στον παραγωγό μένουν μόλις 3,2 λεπτά/κιλό προ φόρων.

 

 

Μαλακό σιτάρι
θερισμός για 17,5 ευρώ το στρέμμα

O παραγωγός από τη Δεσκάτη Γρεβενών, Μπάμπης Ορφανίδης, ειδικεύεται εδώ και πολλά χρόνια στην καλλιέργεια μαλακού σταριού. Όπως δήλωσε στην «ΥΧ», «αυτή την περίοδο, η τάση στην τιμή παραγωγού είναι πτωτική, δηλαδή η τιμή έχει πέσει κάτω από τα 35 λεπτά/κιλό.

Ωστόσο, θα κρατήσουμε αυτή την τιμή για τους υπολογισμούς μας. Αν υποθέσουμε ότι μια καλή παραγωγή σε ένα χωράφι της περιοχής φτάνει τα 450 κιλά/στρέμμα (σ.σ.: ο μέσος όρος της στρεμματικής απόδοσης για το μαλακό σιτάρι είναι αρκετά χαμηλότερος), η ακαθάριστη πρόσοδος για τον παραγωγό είναι 157,5 ευρώ/στρέμμα. Το κόστος παραγωγής, αν υπολογίσουμε όλους τους παράγοντες που το συνθέτουν (ενοίκιο, λίπανση, καλλιεργητικές ενέργειες, καύσιμα κ.λπ.), φτάνει τα 140 ευρώ/στρέμμα.

Εδώ να επισημάνουμε ότι δεν υπολογίζουμε τη στρεμματική ενίσχυση. Επομένως, στον παραγωγό μένουν 17,5 ευρώ/στρέμμα». Από τους παραπάνω υπολογισμούς προκύπτει ότι η μεικτή πρόσοδος για τον αγρότη ανά κιλό παραγόμενου μαλακού σιταριού αντιστοιχεί σε 3,9 λεπτά/κιλό.

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών, ένα κιλό σταρένιου ψωμιού του τοστ επώνυμης μάρκας πωλείται στις έξι από τις δέκα αλυσίδες λιανικής, που καταγράφονται, προς 2,68 ευρώ/κιλό (αναγωγή τιμής κιλού από συσκευασία 680 γραμμαρίων).

Βάσει στοιχείων από στελέχη της βιομηχανίας αλευροποιίας, για να παραχθεί ένα κιλό ψωμιού του τοστ, απαιτούνται περίπου 750 γραμμάρια αλεύρι.

Για να παραχθεί αυτή η ποσότητα αλευριού, χρειάζεται ένα κιλό μαλακό σιτάρι. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι για κάθε ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής για αγορά ψωμιού του τοστ, ο αγρότης εισπράττει 1,5 λεπτό του ευρώ.

 

 

Αγελαδινό γάλα
Μια ζοφερή και μη βιώσιμη κανονικότητα ζουν οι κτηνοτρόφοι

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της ΕΑΣ Νάξου, Δημήτρης Καπούνης, «μια μέση αγελαδοτροφική μονάδα μέλους του συνεταιρισμού πουλά το γάλα αυτή την περίοδο σε τιμή παραγωγού 58 λεπτών/κιλό. Αν αφαιρέσουμε το κόστος των ζωοτροφών και διάφορα άλλα έξοδα, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, καταλήγουμε ότι το κόστος παραγωγής είναι περίπου στα 48 λεπτά/κιλό. Επομένως, στον κτηνοτρόφο μένουν προ φόρων 10 λεπτά».

Ο αγελαδοτρόφος και αναπληρωτής πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, Χρήστος Τσομπάνος, προσδιόρισε στην «ΥΧ» το κόστος μιας μονάδας με παραγωγή 2 τόνων σε παρόμοια επίπεδα: «Μπορούμε να πούμε ότι ανάλογα με τη ρευστότητα του παραγωγού και τις τιμές που αγοράζει τις ζωοτροφές, αν αφαιρεθούν τα διάφορα έξοδα, στον κτηνοτρόφο μένουν από 8 έως 12 λεπτά προ φόρων, για κάθε κιλό παραγόμενου γάλακτος.

Ωστόσο, σε αυτόν τον υπολογισμό, δεν προσμετρούμε την προσωπική εργασία, που σε μια μονάδα, όπως αυτή του παραδείγματός μας, μπορεί να απασχολεί δύο μέλη της οικογένειας του παραγωγού».

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΑΣ Νάξου, για να παραχθεί ένα κιλό τυριού γραβιέρας ΠΟΠ, απαιτούνται 11,1 κιλά πρώτης ύλης. Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη ύλη συμμετέχει στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής ενός κιλού τυριού με αξία 6,44 ευρώ.

Βάσει της ίδιας πηγής, ένα κιλό γραβιέρας πωλείται προς 10 ευρώ/κιλό και αν προστεθούν τα κόστη των logistics (μεταφορικά κ.λπ.) καταλήγει στα δίκτυα της λιανικής στα 12 ευρώ/κιλό. Στη συνέχεια, τα καταστήματα πωλούν το τυρί στον καταναλωτή με ενδεικτική τιμή 14,45 ευρώ κιλό.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι για κάθε 1 ευρώ που δαπανά ο καταναλωτής για αγορά τυριού ΠΟΠ, ο κτηνοτρόφος εισπράττει 7,6 λεπτά. Αυτά, πάντοτε προ φόρων. Όποιες μονάδες δεν μπορούν να παραμείνουν βιώσιμες υπό αυτές τις συνθήκες, διακόπτουν τη λειτουργία τους.

Πρόκειται για μια ζοφερή πραγματικότητα, που εμφανίζεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, όπως έχουν επισημάνει επανειλημμένα στην εφημερίδα μας εκπρόσωποι του κτηνοτροφικού κλάδου.