Νεροτριβές: Οι οικολογικές μπουγάδες της Θεσσαλίας
Μια απλή ξύλινη κατασκευή, η απλούστερη από όλες τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις. Χτισμένες συνήθως στο πλάι ενός νερόμυλου, οι νεροτριβές ή ντριστέλες ήταν για πολλές δεκαετίες η μόνη λύση για τις νοικοκυρές του χωριού που έψαχναν τρόπο να πλύνουν όπως πρέπει τα μάλλινα του σπιτιού πριν τα «κρύψουν» για το καλοκαίρι ή πριν στρώσουν το σπίτι για τον χειμώνα.
Στα ορεινά της Αιτωλοακαρνανίας, στα πεδινά της Ελασσόνας, στα βλαχοχώρια των Γρεβενών, στην Αρκαδία και την Αργολίδα, παντού όπου αφθονούσαν τα τρεχούμενα νερά, δούλευαν και οι ντριστέλες. Κι αν με τον καιρό η τεχνολογική πρόοδος τις καταδίκασε στον μαρασμό, όσες (ελάχιστες) επιμένουν να λειτουργούν ακόμη παρέχουν αποτέλεσμα ανώτερο κι από το πιο σύγχρονο καθαριστήριο.
Δύο ήταν τα απαραίτητα «συστατικά» μιας καλής νεροτριβής: κατάλληλο ξύλο και φυσικά τρεχούμενο νερό. Οι καλύτερες ντριστέλες φτιάχνονταν λένε από πεύκο ή στα πιο ορεινά από ρόμπολο (πεύκο που ευδοκιμεί σε μεγαλύτερα υψόμετρα).
Η κατασκευή περιελάμβανε έναν κάδο σε σχήμα κώνου, περίπου δύο μέτρα σε ύψος, χωμένο στο μεγαλύτερο μέρος του στο έδαφος, ώστε η ορμή του νερού που θα έπεφτε πάνω του να μην μπορούσε να προξενήσει ρωγμές στα τοιχώματά του.
Το νερό ερχόταν στην ντριστέλα μέσα από κανάλια που έφτιαχναν ντόπιοι μάστορες συγκεντρώνοντας τα νερά από πηγές και ποτάμια, και έπεφτε με δύναμη στον κάδο μέσα από το βαγένι, ένας «αγωγός» που έμοιαζε περισσότερο με βαρέλι.
Ακριβώς γι’ αυτό μάλιστα, το βαγένι κατασκεύαζαν όχι μαραγκοί αλλά βαρελάδες, εξ ου και το επίθετο «βαγενάς».
Ανάλογα με την περιοχή, οι ντριστέλες ήταν είτε γυριστές, με το νερό να εκτοξεύεται από το βαγένι προς τα τοιχώματα του κάδου, είτε βουτηχτές, όπου έπεφτε σχεδόν κατακόρυφα.
Το μοναδικό απορρυπαντικό είναι το ίδιο το νερό που πέφτοντας με ασυγκράτητη ορμή δημιουργεί στροβίλους που συμπαρασύρουν και το παραμικρό ίχνος σκόνης. Σκόνες και συνθετικά απορρυπαντικά δεν υπήρχαν, μα έτσι κι αλλιώς είναι τέτοιος ο όγκος του νερού και τόσο μεγάλη η ορμή του που πρακτικά δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Στα χρόνια λοιπόν που το τρεχούμενο νερό στα σπίτια ήταν είδος εν ανεπαρκεία, οι νοικοκυρές δεν είχαν άλλο τρόπο να πλύνουν τα μάλλινα του σπιτιού από τις νεροτριβές.
Το φθινόπωρο λοιπόν, όταν πλησίαζε ο καιρός να στρώσουν στο σπίτι τα χειμωνιάτικα, έπαιρναν τα μάλλινα και έσπευδαν στις ντριστέλες, το ίδιο και λίγο μετά το Πάσχα, όταν άνοιγε πια ο καιρός και τα ρούχα τα βαριά ετοιμάζονταν να μπουν για τους επόμενους μήνες στα μπαούλα.
Μα κι όταν ερχόταν γάμος, κι ήθελε η οικογένεια να ετοιμάσει (και να δείξει σε όλους!) τα προικιά της νύφης, οι ντριστέλες δούλευαν νυχθημερόν.
Συνήθως ήταν ιδιόκτητες, ο κάθε «πελάτης» δηλαδή κατέβαλλε κάποιο αντίτιμο στον ιδιοκτήτη της νεροτριβής για να τη χρησιμοποιήσει, ήταν όμως τόσο απλή η κατασκευή και η λειτουργία της, χωρίς κανενός είδους τεχνολογικό μηχανισμό, που συχνά ο πελάτης, η κάθε νοικοκυρά δηλαδή, τη χειριζόταν μονάχη της.
Θέλει όμως και η ντριστέλα την τέχνη της: οι παλιοί «νεροτριβιάρηδες» λένε πως πρέπει να ξέρεις πόσο χρόνο θα αφήσεις το κάθε υφαντό στον κάδο, αν μείνει λιγότερο απ’ όσο πρέπει δεν θα καθαρίσει, αν τ’ αφήσεις πιο πολύ, μπορεί και να το καταστρέψεις.
Κυρίως μάλιστα στα υφαντά, όπου η σωστή ποσότητα νερού και η ένταση της ορμής του βοηθούσαν (και βοηθούν) στο καλύτερο δέσιμο ανάμεσα στις ίνες, κάνοντάς το πιο ανθεκτικό.
Και τόπος κοινωνικής συναναστροφής
Στις ντριστέλες πλένονταν (και πλένονται ακόμα) σχεδόν τα πάντα: μάλλινα ρούχα, υφαντά, φλοκάτες, χαλιά, κουρελούδες, μοκέτες, βελέντζες, μπατανίες, σαΐσματα, κάπες, τσέργες, τσόλια.
Μαζί με το νερό κυλούσαν και οι κουβέντες: οι ντριστέλες γίνονταν χώροι καθημερινής κοινωνικής συναναστροφής, μια ευκαιρία για τις γυναίκες του χωριού να ανταλλάξουν τα νέα τους, να γίνουν μέχρι και προξενιά. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου δηλαδή.
Το πιο δύσκολο κομμάτι της υπόθεσης ωστόσο ήταν στο άπλωμα, καθώς τα βρεγμένα μάλλινα ήταν ασήκωτα από το νερό. Τα χτυπούσαν με τον κόπανο λοιπόν, ώστε να φύγει το πολύ νερό από πάνω τους, κι έπειτα απλώνονταν στη σειρά για να στεγνώσουν στον ήλιο.
Σήμερα, ελάχιστες είναι οι νεροτριβές που βρίσκονται ακόμη σε λειτουργία. Κάποιες κι απ’ αυτές που δουλεύουν έχουν αντικαταστήσει την ξύλινη κατασκευή με αλουμίνιο και λαμαρίνες, μα τα ρούχα το αναγνωρίζουν και το αποτέλεσμα δεν είναι πια το ίδιο. Οι λίγοι που επιμένουν με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο, διασώζουν μια σπουδαία παρακαταθήκη της προβιομηχανικής Ελλάδας που σιγά σιγά χάνεται για πάντα.
Κείμενο: Γιάννης Μαντάς
Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας, Παναγιώτης Σαρρής
Πηγή: thetravelbook.gr