Οδοιπορικό στην Καλίδονα του 1930: Όταν τα ελαιοτριβεία ήταν ιπποκίνητα και οι άνθρωποι πιο κοντά

Σημαντικές πληροφορίες, που «ξυπνούν» μνήμες στους παλαιότερους και γεμίζουν τους νεότερους με γνώσεις για την παράδοσή τους αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας των ελαιοτριβείων του Νομού Ηλείας από το 1830 έως το 1930, προσφέρει μέσα από προφορικές αφηγήσεις και χειρόγραφα αρχεία, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καλίδονας «Σαρένα» και η πρόεδρός του, Τριανταφυλλιά Νιάρχου.

Στην περιοχή λειτουργούσαν την εποχή εκείνη τέσσερα παραδοσιακά ελαιοτριβεία, τα οποία ήταν ιπποκίνητα, ενώ υπήρχε ένας κυκλικός μεγάλος χώρος, όπου ήταν τοποθετημένα δύο λιθάρια για να κόβουν τις ελιές. Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» η κα Νιάρχου, στηριζόμενη στις αφηγήσεις του Ραφαήλ Σταυρόπουλου και τα χειρόγραφα αρχεία του Δημοσθένη Χριστόπουλου, τα λιθάρια για να κουνηθούν και να σπάσουν τις ελιές έπρεπε να τα γυρίζει το άλογο.

Στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν δύο εργάτες, οι αλογαραίοι. O ένας γύριζε τα άλογα για να κινούν τα λιθάρια, να κόβονται οι ελιές και ο δεύτερος τοποθετούσε το ζυμάρι στο πιεστήριο. Το πιεστήριο ήταν κοντά στα λιθάρια, πετρόκτιστο ή φτιαγμένο από χονδρή λαμαρίνα. Στη θέση αυτή είχαν τοποθετήσει τορβάδες. Οι τορβάδες ήταν ειδικά φτιαγμένοι από τρίχωμα κατσίκας (κοζιά) στον αργαλειό, για να χωρίζουν το λάδι. Ήταν τετράγωνοι και τους τοποθετούσαν τον έναν πάνω στον άλλο, περίπου ένα με ενάμισι μέτρο ύψος, ανάλογα με το μέγεθος του πιεστηρίου.

Έπρεπε να είναι καλά τοποθετημένοι από άνθρωπο με μεγάλη πείρα, δηλαδή τεχνίτη στη συγκεκριμένη δουλειά, για να μη φεύγει το ζυμάρι και χάνεται το λάδι. Την ευθύνη για την καλή λειτουργία του ελαιοτριβείου είχε ο «καραβοκύρης». Έτσι έλεγαν τον υπεύθυνο. Παρομοίαζαν το ελαιοτριβείο με καράβι στο πέλαγος, που την ευθύνη είχε ο καπετάνιος. Ο καραβοκύρης έβαζε σε σειρά τους παραγωγούς, πότε θα βγάλουν το λάδι τους, εισέπραττε το δικαίωμα και όλες τις άλλες σχετικές διαδικασίες.

Αλληλοβοήθεια

«Παλιά, όλο το χωριό βρισκόταν σε συναγερμό. Κανείς δεν καθόταν, όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, έπαιρναν μέρος. Σαν το μελίσσι, ξεκινούσαν από το χωριό για τους ελαιώνες. Τα γαϊδουράκια και τα άλογα είχαν λόγο. Πάνω τους φόρτωναν τα λιόπανα, συνήθως σπάρτινα, υφασμένα στον αργαλειό, και κρεμούσαν ό,τι άλλο χρησιμοποιούσαν, και η “εργατιά” ακολουθούσε, κρατώντας από ένα “λιοράβδι” στα χέρια τους για να χτυπούν τον καρπό να πέφτει», αναφέρει η κα Νιάρχου.

«Δεν πλήρωναν να μαζέψουν τις ελιές, υπήρχε αλληλοβοήθεια, έκαναν τις λεγόμενες “δανικαριές”. Όταν τελείωναν το χωράφι του ενός ιδιοκτήτη, πήγαιναν στον άλλον. Κάπως έτσι συνεργαζόντουσαν. Έφταναν στο χωράφι και άρχιζαν την εργασία τους. Δεν αργούσε να ακουστούν γέλια, αστεία και τραγούδια. Τη δυσκολία και την κούραση την έκαναν χαρά. Όσο γέμιζαν τα σακιά τόσο ο ενθουσιασμός ανέβαινε και η χαρά και το τραγούδι αντιλαλούσαν πέρα ως πέρα. Δεν κοιτούσαν το ρολόι, αλλά τον ήλιο που πήγαινε να βασιλέψει. Φόρτωναν την πραμάτεια τους, οι άνδρες καβάλα στο άλογο, οι γυναίκες με τα πόδια ανηφόριζαν για το χωριό. Όλα αυτά, εικόνες και βιώματα από το παρελθόν.

Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχουν αλόγα και γαϊδουράκια, υπάρχουν αγροτικά αυτοκίνητα, τρακτέρ, ηλεκτρικές τέμπλες, ραβδιστικό, λιόπανα πολύ ελαφρά που δεν φοβούνται τη βροχή και αλυσοπρίονα βενζινοκίνητα . Όλα αυτά κάνουν την εργασία πιο εύκολη και ξεκούραστη. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Τα γέλια, τα αστεία, τα τραγούδια δεν ακούγονται, αλλά και οι άνθρωποι μεταξύ τους δεν μιλάνε, γιατί υπερισχύουν οι θόρυβοι από τα μηχανήματα».

Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω «ξαναζωντανεύουν» κατά κάποιο τρόπο στο λαογραφικό μουσείο της Καλίδονας, όπου υπάρχουν διάφορα εκθέματα που μας φέρνουν κοντά στην ελαιουργική παράδοση της υπαίθρου.