«One Battle After Another» («Μια Μάχη Μετά την Άλλη»): Ο Πολ Τόμας Άντερσον φιλοτεχνεί το πορτρέτο της τραμπικής Αμερικής

Την ώρα που ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατεβάζει τον στρατό στις πόλεις και βαφτίζει τα μέλη αντιφασιστικών οργανώσεων ως «τρομοκράτες», η πολιτικά φορτισμένη ταινία με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο έρχεται να μιλήσει με τη γλώσσα της αλήθειας για την εποχή μας και τις επικίνδυνες «παγίδες» της.
Την Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωνε βαρύγδουπα ότι χαρακτηρίζει «τρομοκρατική» οργάνωση το «Antifa» – ένα αποκεντρωμένο αριστερό κίνημα αντιφασιστών με ευρύτατο πεδίο δράσης, το οποίο αντιτίθεται σε ακροδεξιές, ρατσιστικές και φασιστικές ομάδες και έχει μπει εδώ και καιρό στο στόχαστρο του προέδρου των ΗΠΑ και των υπόλοιπων συντηρητικών Ρεπουμπλικανών. Η συγκεκριμένη κίνηση προέκυπτε στο πλαίσιο των υποσχέσεων που είχε δώσει ο Τραμπ για λήψη δραστικών μέτρων κατά ακροαριστερών ομάδων μετά τη δολοφονία του πιστού συμμάχου του, ιδρυτή της οργάνωσης Turning Point USA, Τσάρλι Κερκ, στις 10 Σεπτεμβρίου.
Ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγορεί ανοιχτά τη ριζοσπαστική αριστερά για τον θάνατο του υπερσυντηρητικού ινφλουένσερ, ο οποίος αποτέλεσε κήρυκα του τραμπισμού στη νεολαία σε μια κρίσιμη περίοδο για την επανεκλογή του πρώτου. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν έχει προκύψει κανένα στοιχείο που να συνδέει τον ύποπτο για την εν ψυχρώ εκτέλεση του Κερκ, Τάιλερ Ρόμπινσον, με το Antifa.
Αντιθέτως, ο πρώτος φαίνεται να προέρχεται από οικογένεια Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Φυσικά, αυτό ελάχιστη σημασία έχει για τον πλανητάρχη, ο οποίος δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να εγκαταλείψει το αφήγημά του. Άλλωστε, είναι παροιμιώδης η τακτική του ιδίου, όπως και άλλων ηγετών της Δύσης, να βαφτίζουν ως «τρομοκρατία» οποιονδήποτε και οτιδήποτε μπαίνει εμπόδιο στα σχέδιά τους, ή προκύπτει ως άμεση συνέπεια αυτών.
Το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ, ο οποίος αρέσκεται στο να χρησιμοποιεί ξενοφοβική ρητορική και προωθεί μια σκληρή γραμμή κατά της μετανάστευσης, έδειξε ότι είναι διατεθειμένος να εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα, διατάσσοντας την ανάπτυξη του αμερικανικού στρατού σε άλλη μια πόλη, το Πόρτλαντ, στις βορειοδυτικές ΗΠΑ. Ο ίδιος δεν δίστασε να εξουσιοδοτήσει τη χρήση βίας «εφόσον καταστεί αναγκαίο», για να προστατευθούν οι εγκαταστάσεις της ομοσπονδιακής αστυνομικής υπηρεσίας επιβολής του νόμου ως προς τη μετανάστευση (ICE), οι οποίες, όπως ισχυρίστηκε –υποβοηθούμενος από παραπλανητικές αναφορές των συντηρητικών μέσων ενημέρωσης–, «πολιορκούνταν» από τα μέλη του Antifa και «άλλους εγχώριους τρομοκράτες».
Να σημειωθεί ότι, το περασμένο καλοκαίρι, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε προχωρήσει στην ανάπτυξη Εθνοφρουράς στο Λος Άντζελες και την Ουάσινγκτον, προτού δώσει εντολή για την επέκτασή της στο Μέμφις και –τώρα– στο Πόρτλαντ, επικαλούμενος την καταστολή διαμαρτυριών, της εγκληματικότητας, της παράνομης μετανάστευσης και της εκκαθάρισης των αστέγων. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ενέργειες αυτές στόχευαν σε πόλεις που ελέγχουν οι Δημοκρατικοί έχει οδηγήσει σε θύελλα αντιδράσεων σε βάρος του για κατάχρηση εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο Τραμπ έχει αποδείξει εμπράκτως ότι δεν φοβάται να επενδύει στο κλίμα πόλωσης και διχασμού στις ΗΠΑ, χωρίς να υπολογίζει καθόλου τις συνέπειες αυτής της πρακτικής, όπως είδαμε να συμβαίνει το 2022, με την έφοδο των οπαδών του στο ομοσπονδιακό Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, σύντομα, αυτός που σπέρνει αλόγιστα ανέμους να θερίσει και τις… θύελλες!
Μια ακτινογραφία του «σήμερα» στη μεγάλη οθόνη
Σε αυτή την τεταμένη συγκυρία, κυκλοφορεί στις αίθουσες όλου του πλανήτη μια έντονα πολιτικά φορτισμένη ταινία, που πολλοί αποκαλούν ως το φιλμ «με τις καλύτερες κριτικές της δεκαετίας». Ο λόγος για το κινηματογραφημένο σε VistaVision «One Battle After Another» («Μια Μάχη Μετά την Άλλη»), το οποίο φέρει την υπογραφή του Πολ Τόμας Άντερσον, ίσως του κορυφαίου σκηνοθέτη του 21ου αιώνα.
Διασκευάζοντας το μεταμοντέρνο «Βάινλαντ» του Τόμας Πίντσον, ενός απαιτητικού συγγραφέα που ο Άντερσον έχει διασκευάσει ξανά στο παρελθόν (βλ. «Έμφυτο Ελάττωμα», 2014), ο τελευταίος επιστρατεύει τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο για να ηγηθεί ενός εκλεκτού καστ ηθοποιών, με προεξάρχοντες τους βραβευμένους με Όσκαρ Σον Πεν και Μπενίσιο Ντελ Τόρο, πλαισιωμένους από τις Ρετζίνα Χολ, Τεγιάνα Τέιλορ και Τσέις Ινφίνιτι, καθώς και τους Γουντ Χάρις και Αλάνα Χάιμ.
Η πλοκή του έργου κινείται γύρω από τη δράση και τις ζωές των μελών μιας ομάδας ακροαριστερών, οι οποίοι στελεχώνουν το επαναστατικό κίνημα French 75. Τους συναντάμε επί το έργον, να απελευθερώνουν μετανάστες από ένα κέντρο κράτησης στην Καλιφόρνια, και το μυαλό μας κάνει αμέσως τη σύνδεση με τη σκληρή μεταναστευτική πολιτική του Τραμπ και τις αντιδράσεις ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας σε αυτήν, με αιχμή του δόρατος το κίνημα Antifa. Σε αντίθεση, όμως, με το Πόρτλαντ, για το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος ψευδώς ισχυρίστηκε ότι «ήταν ρημαγμένο από τον πόλεμο» με τα μέλη του Antifa, ο Άντερσον οραματίζεται ένα πραγματικό αντάρτικο πόλης, δείχνοντας το σημείο στο οποίο οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τέτοιες πολωτικές καταστάσεις. Ο Άντερσον μεταφέρει με επιδέξιο τρόπο τη δράση από τη δεκαετία του ’80 και την επανεκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν στις ΗΠΑ –όπως αυτή τοποθετείται στο βιβλίο του Πίντσον– στο σήμερα και την τραμπική Αμερική.
Η ήττα των αντιστασιακών από τις δυνάμεις καταστολής, των οποίων ηγείται ο εκκεντρικός στρατιωτικός Στίβεν Λόκτζο (Σον Πεν), και η διάλυσή τους εκ των έσω (σ.σ. ένα εξέχον μέλος θα «εξαγοράσει» την ελευθερία του καταδίδοντας τα υπόλοιπα) θα αναγκάσει τους διωκόμενους ακτιβιστές να ζήσουν τις ζωές τους κρυμμένοι και σε σχετική απομόνωση, ωθώνοντας τον αγώνα τους στο περιθώριο.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο «δήμιός» τους θα επιστρέψει, προσπαθώντας να εξαφανίσει τον «καρπό» της διαφυλετικής ερωτικής του σχέσης με μια πρώην ηγετική μορφή των επαναστατών –και νυν εκπεσούσα φυγά–, την Περφίντια Μπέβερλι Χιλς (Τεγιάνα Τέιλορ), εξαφανίζοντας έτσι τα πειστήρια που θα απέτρεπαν την είσοδό του σε μια κλειστή λέσχη πανίσχυρων θιασωτών της «λευκής υπεροχής». Σε αυτή του την επιδίωξη, για λογαριασμό της οποίας κινείται αυτόνομα από την κεντρική διοίκηση, θα ορθώσουν ανάστημα τόσο ο παροπλισμένος επαναστάτης Μπομπ Φέργκιουσον (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) –και επίσης ερωτικός παρτενέρ της Περφίντια–, όσο και άλλα μέλη της οργάνωσης. Η ερμηνεία του Ντι Κάπριο, ο οποίος δεν υποδύεται κάποιον καθ’ όλα συνειδητοποιημένο αριστερό ιδεολόγο (αντιθέτως, ο χαρακτήρας του ώρες ώρες θυμίζει τον ενθουσιασμό ενός… φασαίου, που εντάχθηκε στο κίνημα περισσότερο για την «εμπειρία»), υπογραμμίζει τα άγχη και τις νευρώσεις ενός γήινου ήρωα, που μετά από μια χαμένη μάχη με το σύστημα δίνει μια άλλη, εξίσου αντίξοη με τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και με μια ανανήψασα απειλή, που έρχεται να τον στοιχειώσει και να τον φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην παράνοια.
Είναι φανερό ότι τελεί υπό ένα διαρκές καθεστώς διωγμού/πολιορκίας και ψάχνει τρόπους να μικρο-αποδρά από την πραγματικότητα (σ.σ. η καταφυγή σε ψυχοτρόπους ουσίες), χωρίς, όμως, τελικά, να εγκαταλείπει το γονεϊκό του καθήκον – όπως προτίμησε να πράξει η σύντροφός του, Περφίντια. Μέσα σε όλο αυτό το χάος, προσπαθεί να βρει την ισορροπία και επιμένει να μην τα παρατά.
Κάτω από τις αδυναμίες του, λοιπόν, παραμένει ένας αυθεντικός αγωνιστής της ζωής, με εγγενή αθωότητα και ατόφιες ευαισθησίες, στοιχεία που τον εξυψώνουν στα μάτια του θεατή και εξασφαλίζουν την ταύτιση μαζί του. Ο στιβαρός ρυθμός της ταινίας (σ.σ. μια μαύρη κωμωδία με παλμό φρενήρους action thriller) συμπαρασύρει το κοινό, ενώ κάποιες σεκάνς, όπως αυτή της καταδίωξης στον αυτοκινητόδρομο, λίγο πριν εισέλθουμε στον επίλογο, είναι ευρηματικά κινηματογραφημένες.
Τηρουμένων, βέβαια, των τεράστιων επιτευγμάτων που έχει να επιδείξει η φιλμογραφία του Άντερσον (βλ. «Θα Χυθεί Αίμα», «Μανόλια», «The Master», «Ξέφρενες Νύχτες» κ.ά.), το «One Battle After Another» σίγουρα δεν συνιστά την κορυφαία στιγμή, και μάλιστα προς το τέλος παρουσιάζει σημάδια κόπωσης και αναίτιας επανάληψης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον τρόπο που διαχειρίζεται τον χαρακτήρα του συνταγματάρχη Λόκτζο, τον οποίο πρόδηλα παρουσιάζει ως χρήσιμο, πλην όμως αναλώσιμο πιόνι του συστήματος (εντάξει, μας ήταν ξεκάθαρο αυτό και χωρίς τον επίλογο που του επεφύλασσε η ταινία).
Κοενικά σαρκαστικός σχολιασμός
Σε γενικές γραμμές, πάντως, ο οξύς, ενίοτε κοενικά σαρκαστικός σχολιασμός πάνω στο οικοδόμημα των ΗΠΑ, προσθέτει πόντους στον επίκαιρο χαρακτήρα του έργου: Από τη μια πλευρά, φωτογραφίζεται η τραμπική Αμερική σε όλο της το ιμπεριαλιστικό, μιλιταριστικό και ρατσιστικό «μεγαλείο». Από την άλλη, ενυπάρχει μια σαφής αναφορά στο Antifa κίνημα, αλλά και γενικότερα στην παρακαταθήκη ιστορικών επαναστατικών οργανώσεων, που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στον συγκεκριμένο χώρο (π.χ. Μαύροι Πάνθηρες).
Απολύτως δικαιολογημένα δεν αφήνονται εκτός κάδρου κριτικής οι κάθε λογής καπηλευτές της επανάστασης, που ηδονίζονται περισσότερο από τη δύναμη και την εξουσία που ασκούν μέσω του ένοπλου αγώνα (σ.σ. στην ταινία παρελαύνει ως πανίσχυρο όπλο επιβολής –μεταξύ άλλων– και το… σεξ, το οποίο εμμέσως σκιαγραφεί δύο ηγετικές φυσιογνωμίες των αντίπαλων παρατάξεων ως τις δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος), παρά είναι συνειδητοί υπερασπιστές των καταπιεσμένων.
Έτσι, χωρίς να ηρωοποιεί ή να εξιδανικεύει, αλλά ούτε και να ενδίδει στη βολική –για τους θιασώτες του συντηρητισμού– θεωρία των άκρων, το «Μια Μάχη Μετά την Άλλη» υπονοεί ότι η έξοδος από το τέλμα θα έρθει μόνο ακολουθώντας τα αντισυστημικά μονοπάτια της ρήξης και της ανατροπής του σάπιου κατεστημένου· πάνω από όλα, όμως, με προσήλωση και μέθοδο και όχι αποκλειστικά με τεχνάσματα εντυπωσιασμού και λοιπά «πυροτεχνήματα».
Διότι ο πραγματικός κίνδυνος για τον κόσμο μας δεν είναι ποτέ οι «σωστοί» ή οι «λάθος» επαναστάτες, αλλά όλα όσα υπερασπίζονται άνθρωποι σαν τον main antagonist Λόκτζο (σ.σ. ένας εξαιρετικός Σον Πεν στα παπούτσια ενός απροσδόκητα πολυεπίπεδου «κακού», ο οποίος κλέβει την παράσταση κυριολεκτικά σε κάθε σκηνή) και αντιπροσωπεύουν οι παντοδύναμοι εντολείς του.
Εν μέσω, δε, αυτής της δυναμιτισμένης, συγκρουσιακής, σχεδόν εμφυλιοπολεμικής ατμόσφαιρας στο πολωμένο σκηνικό των ΗΠΑ, η ταινία δεν παραλείπει να ρίξει μια τρυφερή ματιά στον πρώην ένοπλο εξτρεμιστή και νυν (ατελή) πολίτη (σ.σ. Μπομπ), που οφείλει να συνεχίσει να παλεύει με όσες δυνατότητες –και ικανότητες– έχει, ώστε να αναθρέψει την επόμενη γενιά με αγάπη, αξίες, ιδανικά και αγωνιστικό πνεύμα, δίνοντάς της το έναυσμα να γίνει εκείνη –χρησιμοποιώντας πιο ορθολογικά μέσα– κοινωνός της αλλαγής που δεν πέτυχαν οι προκάτοχοί της. Και όχι –στον αντίποδα– να τη «θυσιάσει» στον βωμό του συστήματος, παραδίδοντάς τη αβοήθητη στο έρεβος μιας προδιαγεγραμμένης καταδίκης. Φέργκιουσον και Λόκτζο αποτελούν δύο άτυπα case studies αυτής της μίνι πραγματείας πάνω στην πατρότητα.
Πολλά πράγματα στη συσκευασία του ενός
Όλα αυτά μαζί είναι, εν ολίγοις, το «One Battle After Another»: Μια ταινία για τη σύγχρονη πραγματικότητα των ανισοτήτων, της μισαλλοδοξίας, των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων, της πολιτικής σκοπιμότητας, του αποπροσανατολισμού και της καταπίεσης. Μια ταινία για τον φετιχισμό της επιβολής της εξουσίας του ενός πάνω στον άλλον. Μια ταινία για το σύστημα και τα γρανάζια του. Μια ταινία για την επαναστατική δράση σε ταραγμένες εποχές. Μια ταινία για τη γονεϊκότητα. Μια ταινία για τις ΗΠΑ, αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη. Μια ταινία επίκαιρη και συνάμα διαχρονική, από όπου και αν το εξετάσει κανείς.
Όσα κι αν παραλείπει, όσα κι αν ίσως της διαφεύγουν, η θέασή της κρίνεται επιβεβλημένη στους περίεργους και, δυστυχώς, πολύ επικίνδυνους καιρούς που ζούμε.