«OPPENHEIMER»: Θριαμβευτής των Όσκαρ το επικό βιογραφικό θρίλερ για τον «πατέρα» της ατομικής βόμβας

Ο Κρίστοφερ Νόλαν με το Όσκαρ Σκηνοθεσίας ανά χείρας

Η ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν για τον Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ ήταν η «ευνοούμενη» της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, με συνολικά επτά χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ αυτών και τα βραβεία Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Τελικά, πήρε το έργο τη θέση που δικαιωματικά του άξιζε ή απλά μίλησε το status του Άγγλου σκηνοθέτη;

Με μεγάλο νικητή τον Κρίστοφερ Νόλαν και το «Οπενχάιμερ» ολοκληρώθηκε στο Dolby Theatre του Λος Άντζελες η 96η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ. Ήταν, ωστόσο, μια αξιοκρατική «παρθενική» επικράτηση για τον Άγγλο σκηνοθέτη, ή απλά έπαιξε ρόλο η επιτακτική ανάγκη να του δοθούν τα μεγάλα βραβεία προκειμένου να επανορθώσει η Ακαδημία για αδικίες του παρελθόντος;

O Αμερικανός θεωρητικός φυσικός, Ρόμπερτ Οπενχάιμερ

Για να ξεκλειδώσουμε την απάντηση, θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ανατρέχοντας στα κεντρικά πρόσωπα του βιογραφικού αυτού φιλμ, μπροστά και… πίσω από την κάμερα.

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1904 από Γερμανούς γονείς εβραϊκής καταγωγής, ο Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ έμελλε να εξελιχθεί σε έναν επιστήμονα που θα άφηνε εποχή με την έρευνά του πάνω στην κβαντική φυσική. Τελικά, το όνομά του θα έμενε χαραγμένο με «χρυσά» γράμματα σε μία από τις πιο σημαντικές, αλλά και συνάμα μία από τις πιο μαύρες σελίδες της ανθρώπινης Ιστορίας.

Ακούγεται αντιφατικό, όμως έτσι είναι, όταν μιλάμε για την ιδιοφυΐα που ηγήθηκε του επιτυχημένου αμερικανικού εγχειρήματος για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας, η οποία κυριολεκτικά εξαφάνισε τις ιαπωνικές πόλεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, μετά από επίθεση των ΗΠΑ το 1945.

Το έργο

Επιχειρώντας να φέρει ξανά στη ζωή το χρονικό του σκοτεινού θριάμβου και της πτώσης του «πατέρα» της ατομικής βόμβας, ο Κρίστοφερ Νόλαν, ο οποίος είναι το έτερο αναπόσπαστα συνδεδεμένο πρόσωπο με την ταινία, βασίζεται στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer» των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Τζ. Σέργουιν. Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι ένα επικό βιογραφικό θρίλερ, το οποίο αποτελεί σημαντική διαφοροποίηση από τα συνήθη φανταστικά σενάρια και τους fictional χαρακτήρες της φιλμογραφίας του δημοφιλούς Άγγλου σκηνοθέτη.

Εδώ, οι χαρακτήρες και τα γεγονότα είναι πέρα για πέρα αληθινά, και το μεδούλι της κεντρικής πλοκής αρκετά σαφές, αν και ο Νόλαν κάνει ό,τι μπορεί για να την περιπλέξει: Ο Οπενχάιμερ (Κίλιαν Μέρφι) επιχειρεί να προσπεράσει την προπορευόμενη ναζιστική Γερμανία και να κατασκευάσει μια πανίσχυρη βόμβα για λογαριασμό των ΗΠΑ, ελπίζοντας ότι έτσι θα θέσει τις βάσεις για την ολοκλήρωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εγκαθίδρυση της παγκόσμιας ειρήνης. Κατόπιν εορτής, θα διαπιστώσει όχι μόνο τα ασύλληπτα δεινά του πυρηνικού ολέθρου, αλλά και το ότι κανένα τέτοιο όπλο μαζικής καταστροφής δεν μπορεί να αποτελέσει θεματοφύλακα ειρήνης και ομόνοιας.

Μετά τη μεταστροφή της στάσης του, ο Οπενχάιμερ θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει την πολιτική του επιρροή και τη διεθνή του φήμη στους επιστημονικούς κύκλους ώστε να περιορίσει την παραγωγή και τη χρήση του πανίσχυρου δημιουργήματός του, ωστόσο, την ίδια στιγμή, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια οργανωμένη υπόγεια προσπάθεια που έχει ως σκοπό τον κλονισμό της αξιοπιστίας του και, κατ’ επέκταση, τον παροπλισμό του.

Ασπρόμαυρο και έγχρωμο timeline

Στον χάρτη πορείας του «Oppenheimer» κυριαρχεί μια δαιδαλώδης εναλλαγή μεταξύ δύο διαφορετικών, μη γραμμικών χρονικών αξόνων εξιστόρησης, που προσεγγίζουν τη ζωή του διάσημου επιστήμονα από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτό συμβαίνει με τρόπο που εξυπηρετεί τον αφηγηματικό σκοπό του έργου, που δεν είναι άλλος από την παρουσίαση ενός ολοκληρωμένου βιογραφικού πορτρέτου.

Από τη μια πλευρά, έχουμε την πρωτοπρόσωπη σκοπιά του Οπενχάιμερ και, από την άλλη, μια πιο αποστασιοποιημένη και κυνική θεώρηση στο έργο του από τον συνεργάτη του, ιδρυτικό επίτροπο της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ, Λούις Στράους (ένας Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε οσκαρική «μεταμόρφωση» που του χάρισε τη νίκη στον Β’ Ανδρικό Ρόλο), αυτήν τη φορά σε ασπρόμαυρη παλέτα «επίκαιρων». Ο τελευταίος δεν μπορεί να παραβγεί σε ταλέντο τον Οπενχάιμερ κι αυτό τον μπολιάζει με φθόνο, σε μια σχέση που θυμίζει κάτι από τις δυναμικές Σαλιέρι-Μότσαρτ στο «Amadeus» (1984) του Μίλος Φόρμαν.

Στον αντίποδα της πικρόχολης και υποσκαπτικής στάσης του Στράους, την οδό μιας υγιούς συναγωνιστικής συνεργασίας με τον Οπενχάιμερ δείχνει ο φιλόδοξος και ισχυρογνώμων στρατηγός Λέσλι Γκρόβς (Ματ Ντέιμον), ο οποίος στρατολογεί τον πρώτο στο αμερικανικό «Σχέδιο Μανχάταν», ένα πρόγραμμα με στόχο τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως υπερόπλου.

Ο Γκρόβς έχει δικούς του παρεμβατικούς κώδικες ελέγχου και δεν διστάζει να σφίγγει τα χαλινάρια όποτε χρειαστεί, ωστόσο στο βάθος σέβεται και δρα υποστηρικτικά προς την ιδιοφυΐα του Οπενχάιμερ, ξέροντας μέχρι πού τον παίρνει να τον κοντράρει. Όλα αυτά, δοσμένα από τον Ντέιμον μέσα από μια ερμηνεία που δεν διστάζει να σατιρίσει διακριτικά τη ματσίλα του Αμερικανού «γαλονά».

Ο Νόλαν αφήνει να πλανάται μέχρι τέλους η αμφιβολία για το ποια θεώρηση είναι η πιο έγκυρη και αν τελικά αμφότερα τα timeline πρέπει να συνδυαστούν για να συνθέσουν το ψηφιδωτό μιας αντικειμενικής αλήθειας. Προάγοντας αυτόν τον συλλογισμό, η συνάντηση των δύο χρονοδιαγραμμάτων γίνεται πράξη σε κομβικές σκηνές που επανέρχονται στο προσκήνιο από διαφορετική οπτική γωνία. Αποκορύφωμα αυτού του τεχνάσματος είναι η διπλά ιδωμένη σεκάνς της μυστικής στιχομυθίας του Οπενχάιμερ με τον αποστασιοποιημένο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Τομ Κόντι), η οποία κατά τα γεγονότα της ταινίας πυροδότησε μέρος του μίσους του Στράους για τον πρώτο.

Η «γλώσσα» του μοντάζ

Με ρυθμιστή τις τεχνικές φρενήρους μοντάζ που κρατούν την αφηγηματική μπαγκέτα, τα φλας μπακ του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου timeline δίνουν έμφαση κυρίως στην παγκόσμια κούρσα για την υλοποίηση της ατομικής βόμβας, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα στο κατώφλι του Ψυχρού Πολέμου, με τον Οπενχάιμερ να ηγείται της προσπάθειας των Αμερικανών.

Συνολικά, οι εμβόλιμες αναδρομές στο παρελθόν καλύπτουν μεγάλο εύρος, από τις σπουδές του Οπενχάιμερ στο Κέιμπριτζ και τις στενές επαφές του με το κομμουνιστικό κόμμα (ο διάσημος φυσικός θεωρούσε τον μαρξισμό ως το ανάχωμα απέναντι στην άνοδο του «εβραιοκτόνου» φασισμού στην Ευρώπη), μέχρι τον ρόλο του ως διευθυντή του «Σχεδίου Μανχάταν». Ο τρόπος της Αμερικανίδας μοντέρ Τζένιφερ Λέιμ προσομοιάζει περισσότερο με αφηγηματικό μέσο, παραπέμποντας σε πυρηνική σχάση – δηλαδή τη διαδικασία πυρηνικής διάσπασης κατά την οποία ένας ασταθής πυρήνας χωρίζεται σε δύο τμήματα συγκρίσιμης μάζας. Κομμάτι αυτών των συγκρίσιμων μαζών είναι και το διπλά ιδωμένο σημείο-κλειδί της συνάντησης μεταξύ Οπενχάιμερ και Αϊνστάιν, όπου τελικά το έγχρωμο timeline αποκαλύπτει την επίμαχη στιχομυθία.

Όπως φανερώνεται, ο Οπενχάιμερ στην πραγματικότητα δεν κακολόγησε τον Στράους –όπως εγωκεντρικά θα ήθελε να πιστεύει εκείνος–, αλλά αμφότεροι οι συνομιλητές παρασύρθηκαν σε θλίψη και περισυλλογή από κάτι πολύ ανώτερο: Τη συνειδητοποίηση ότι μπορεί να προκάλεσαν μια αλυσιδωτή αντίδραση που, τελικά, θα οδηγήσει στην καταστροφή του κόσμου. Ομολογουμένως, το Όσκαρ Καλύτερου Μοντάζ που κατέκτησε η Λέιμ –κόντρα στον δικό μας Γιώργο Μαυροψαρίδη («Poor Things»)– ήταν πέρα για πέρα δίκαιο.

Γυρισμένη με χρήση καμερών Panavision 65mm και IMAX 65mm, αλλά και ασπρόμαυρη αναλογική φωτογραφία IMAX, η ταινία χρησιμοποιεί προηγμένα μέσα για να θεμελιώσει άλλο ένα επίτευγμα – όχι επιστημονικό, μα κινηματογραφικό αυτήν τη φορά: Την τεχνικά άρτια απόδοση της πυροδότησης της πρώτης ατομικής βόμβας, σκηνή που «κλείδωσε» το βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας για τον κινηματογραφιστή Χόιτε Βαν Χοϊτέμα.

Τέλος, απαραίτητη «μαγιά» για την ολοκλήρωση της κινηματογραφικής ζύμωσης είναι η μουσική επένδυση του Λούντβιγκ Γκόρανσον (Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής), η οποία έχει μεν τη δύναμη να συνεπαίρνει τον θεατή και να απογειώνει επικά το περιεχόμενο του έργου, αλλά και ενίοτε τη σωφροσύνη να γίνεται ένα με εκείνο, σαν να ενσωματώνεται στον ήχο των ατόμων που συνθλίβονται. Οι κορυφαίες της στιγμές αφορούν κυρίως πειραματικά μινιμαλιστικές συνθέσεις, όπως εκείνη που προσδίδει χροιά… βραχυκυκλώματος στην παραλυτική αγωνία του Οπενχάιμερ κατά τη συγκλονιστική σκηνή της δοκιμαστικής ρίψης της ατομικής βόμβας με την κωδική ονομασία «Trinity», στην έρημο Jornada del Muerto της πολιτείας του Νέου Μεξικού, που κατέστησε και με τη βούλα τις ΗΠΑ ως την πρώτη πυρηνική δύναμη, εν έτει 1945.

Το ψεγάδι

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι υπάρχει και μια τάση ωραιοποίησης του κεντρικού προσώπου, αλλά και κάποιων γεγονότων-συμβάντων που θα έπρεπε να έχουν πιο έντονο υπόστρωμα καταγγελίας στην απόδοσή τους, παρά να εκβιάζουν κατά μία έννοια τον θαυμασμό. Ναι μεν υπάρχουν πάντα οι ενστάσεις του Στράους ως προς τους ανιδιοτελείς σκοπούς του Οπενχάιμερ και οι κατηγορίες του περί προσπάθειας αυτοεξιλέωσης του επιστήμονα μέσα από τη θυματοποίησή του στις εξεταστικές επιτροπές, ωστόσο η εν λόγω θεώρηση είναι σαν να ακυρώνεται μερικώς από τον τρόπο που η ταινία μεταχειρίζεται τον «καταγγέλλοντα». Αυτό είναι και το μοναδικό ψεγάδι που μπορεί να στερήσει από το έργο του Νόλαν το παράσημο ενός μοντέρνου αριστουργήματος, το οποίο τόσο πολύ δικαιούται η κατά τα άλλα αριστοτεχνική κατασκευή του.

Τελικά άξιζε τα βραβεία;

Ναι μεν θεωρούμε ότι ταινίες όπως η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ και το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου δικαιούνταν κατάτι περισσότερο την οσκαρική αναγνώριση, ωστόσο, το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ του Νόλαν αποτέλεσε μια υπαρξιακού τύπου πρόκληση για το σινεμά, τουλάχιστον όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.

Το περασμένο καλοκαίρι, οι ταινίες «Οπενχάιμερ» και «Barbie» αποτέλεσαν το εισπρακτικό φαινόμενο του 2023 –και όχι μόνο–, γυρνώντας τον χρόνο πίσω, πριν από την πανδημία COVID-19, όσον αφορά την προσέλευση στα σινεμά. Το «Barbenheimer», το οποίο έγινε μέχρι και viral διαδικτυακό φαινόμενο, δικαίως θεωρήθηκε ότι «ανέστησε» το παγκόσμιο box office και, κατ’ επέκταση, την ελπίδα της επιβίωσης για τους κινηματογράφους απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη.

Μόνο που, σε ό,τι αφορά την ταινία που αποτέλεσε το δεύτερο συνθετικό αυτού του σαρωτικού φαινομένου, ο Νόλαν πήρε σημαντικά ρίσκα και όσον αφορά την αφηγηματική γλώσσα του έργου του, παρουσιάζοντας μια φρέσκια κινηματογραφική πρόταση. Η επιτυχής υλοποίηση αυτής της σύνθετης αποστολής, σε συνδυασμό με την απροθυμία του ιθύνοντος νου της να προβεί σε εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό του όραμα (χρειάστηκε να αλλάξει μέχρι και… στούντιο παραγωγής προκειμένου να γυρίσει την ταινία όπως ακριβώς ήθελε), θα πρέπει να του πιστωθούν, νομιμοποιώντας τις μεγάλες πρωτιές που κατέκτησε, ανεξαρτήτως του αν συμφωνούμε ή όχι με αυτές.

Διότι, μπορεί το «Barbenheimer» να ανέστησε συλλήβδην το σινεμά, αλλά το «Οπενχάιμερ», σε συνδυασμό με τον ταυτόχρονο εμπορικό μαρασμό των υπερηρωικών franchises, ήταν εκείνο που έδωσε το φιλί της ζωής στο mainstream σινεμά αξιώσεων, και με αυτό εννοούμε το δικαίωμα των δημιουργών να διεκδικούν υψηλούς προϋπολογισμούς για να παραδίδουν ενήλικο και σκεπτόμενο περιεχόμενο στο μεγάλο πανί.

Ευτυχώς, δημιουργοί όπως ο Νόλαν και ο Ντενί Βιλνέβ (με το εξαιρετικό «Dune: Part Two») είναι εδώ για να εγγυηθούν, σαν άλλοι superheroes, το μέλλον του σκεπτόμενου, ποιοτικού blockbuster, το οποίο έχει απαιτήσεις από το κοινό του, σερβίροντας λιγότερη εύπεπτη τροφή.96α ΟΣΚΑΡ

Η επιτυχία του Λάνθιμου και η παρέμβαση αλληλεγγύης για την Παλαιστίνη

Από τη φετινή διοργάνωση των Όσκαρ δεν έλειψαν και οι εκπλήξεις, με το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου να κατακτά τέσσερα βραβεία, ανατρέποντας τα προγνωστικά και σαρώνοντας στις τεχνικές κατηγορίες, ενώ πήρε και ένα μεγάλο βραβείο, με την επικράτηση της Έμα Στόουν στον Α’ Γυναικείο Ρόλο!

Η ταινία του Λάνθιμου πήρε το μάξιμουμ των βραβείων που ρεαλιστικά θα μπορούσε να διεκδικήσει (Α’ Γυναικείος Ρόλος, Καλλιτεχνική Διεύθυνση, Κοστούμια, Μακιγιάζ & Κομμώσεις), σηματοδοτώντας την καλύτερη οσκαρική επίδοση για οποιαδήποτε ταινία του Έλληνα σκηνοθέτη, ο οποίος μέχρι πρότινος είχε να επιδείξει μόνο ένα Όσκαρ, για λογαριασμό της «Ευνοούμενης» (αυτό της Ολίβια Κόλμαν, επίσης στον Α’ Γυναικείο Ρόλο).

Στους μεγάλους νικητές θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και το αριστουργηματικό «The Zone of Interest» («Ζώνη Ενδιαφέροντος»), που έδωσε, μεν, προβλέψιμα τη νίκη στο Ηνωμένο Βασίλειο στην κατηγορία της Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, αλλά έκανε την έκπληξη και στο πεδίο του Ήχου, εκτοπίζοντας το φαβορί «Oppenheimer».

Το σημαντικότερο, όμως, ήταν το γενναίο αντιπολεμικό μήνυμα που εκφωνήθηκε από τον εβραϊκής καταγωγής σκηνοθέτη της «Ζώνης», Τζόναθαν Γκλέιζερ, ο οποίος αντιτάχθηκε στην ισραηλινή κατοχή και τον πόλεμο στη Γάζα. «Αυτήν τη στιγμή, στεκόμαστε εδώ ως άνθρωποι που αρνούνται να σφετερίζεται την εβραϊκότητά τους και το Ολοκαύτωμα μια κατοχή που έχει οδηγήσει σε συγκρούσεις τόσους πολλούς αθώους ανθρώπους, είτε πρόκειται για τα θύματα της 7ης Οκτωβρίου στο Ισραήλ είτε για τη συνεχιζόμενη επίθεση στη Γάζα», είπε, κάνοντας –μάλιστα– λόγο για «απoκτήνωση».

Να σημειωθεί ότι η δις βραβευθείσα ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη ήταν μια καλλιτεχνικά γενναία… μη θεώρηση του Ολοκαυτώματος των Εβραίων, η οποία συγκλόνισε με την αφαιρετική της προσέγγιση αναφορικά με την υπονόηση της ναζιστικής φρίκης. Το ίδιο γενναία αποδείχθηκε και η τοποθέτηση του Γκλέιζερ στον νικητήριο λόγο του επί σκηνής στο Dolby Theatre.

Επιπλέον, πολλοί σταρ, όπως ο Μαρκ Ράφαλο και η Μπίλι Άιλις, εμφανίστηκαν στη λαμπερή τελετή με μια κόκκινη καρφίτσα στο πέτο, αψηφώντας το πανίσχυρο σιωνιστικό λόμπι του Χόλιγουντ. Επρόκειτο για τις καρφίτσες της καμπάνιας Artists4Ceasefire, μέσα από την οποία οι καλλιτέχνες ζητούν άμεση κατάπαυση πυρός στη Γάζα.