Οργή για τις μειώσεις τιμών στο γάλα στην Ιρλανδία

Έχασαν πάνω από 11 λεπτά/κιλό μέσα σε δύο μήνες οι κτηνοτρόφοι

Μένεα κατά των μεταποιητών για τις βίαιες μειώσεις στις τιμές αγοράς του αγελαδινού γάλακτος με τις οποίες «υποδέχτηκαν» το 2023 πνέουν οι Ιρλανδοί κτηνοτρόφοι, με τα πυρά τους να συγκεντρώνει μία από τις μεγαλύτερες συνεταιριστικές γαλακτοβιομηχανίες της χώρας, η οποία, κατά οξύμωρο τρόπο, πρωταγωνιστεί στις περικοπές.

Η Lakeland Dairies ανακοίνωσε στα μέσα Φεβρουαρίου μειωμένες κατά 10% σε μηνιαία βάση τιμές για τις παραδόσεις Ιανουαρίου, ρίχνοντας την τιμή για το γάλα με 3,3% πρωτεΐνη και 3,6% λιπαρά στα 50,33 λεπτά/λίτρο, εξαιρουμένου του ΦΠΑ. Ακολούθησε πριν από λίγες μέρες μια νέα μείωση περίπου 6 λεπτών για τις εισκομίσεις του Φεβρουαρίου, διαμορφώνοντας την τιμή στα 44,61 λεπτά/λίτρο.

Το νούμερο αυτό αντιπροσωπεύει μια μείωση άνω των 11 λεπτών σε σύγκριση με τα 55,78 λεπτά/λίτρο που πλήρωσε ο συνεταιρισμός στους παραγωγούς του για το γάλα του Δεκεμβρίου. Αντίστοιχα, για τις παραλαβές από τη Β. Ιρλανδία οι μειώσεις στο δίμηνο ανήλθαν σε 9 πένες, με την τιμή να υποχωρεί στις 38,5 πένες/λίτρα από 47,5 πένες τον Δεκέμβριο.

Απώλεια εσόδων που αγγίζει τα 50.000 ευρώ

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Συνδέσμου Προμηθευτών των Ιρλανδικών Γαλακτοβιομηχανιών (ICMSA), που αντιπροσωπεύει τους γαλακτοπαραγωγούς της χώρας, για έναν κτηνοτρόφο που παραδίδει 400.000 λίτρα ετησίως στη Lakeland Dairies τα παραπάνω νούμερα ισοδυναμούν με μια απώλεια εσόδων της τάξης των 48.000 ευρώ. «Το πλήγμα στο εισόδημα των παραγωγών είναι μη βιώσιμο», δήλωσε ο πρόεδρος του ICMSA, Pat McCormack, καλώντας τη διοίκηση τoυ συνεταιρισμού να «κρατήσει σταθερό το καράβι», όπως είπε χαρακτηριστικά, σε ό,τι αφορά τις τιμές του γάλακτος.

Ο πρόεδρος του Ιρλανδικού Συνδέσμου Αγροτών (IFA), Stephen Arther, εκτίμησε, από την πλευρά του, ότι για κάθε μείωση 6 λεπτών στην τιμή παραγωγού μια μέση αγελαδοτροφική εκμετάλλευση χάνει περί τα 40.000 ευρώ. Και ήδη έχουμε δύο τέτοιες (μειώσεις) φέτος». O ίδιος σχολίασε δεικτικά πως «όταν η παγκόσμια αγορά ήταν… στα πάνω της, οι αυξήσεις στις τιμές του γάλακτος ήταν σταδιακές. Τώρα, όμως, που τα πράγματα ηρεμούν, οι περικοπές είναι άμεσες και απότομες».

Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία, η Lakeland Dairies, που απορροφά περί τα 2 δισ. λίτρα γάλακτος ετησίως από 3.200 κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, είχε το 2021 αυξημένα κατά 20% έσοδα, ύψους 1,3 δισ. ευρώ. Για τις περικοπές επικαλέστηκε τις «αδύναμες συνθήκες» στην αγορά γαλακτοκομικών λόγω «των αυξημένων παγκόσμιων αποθεμάτων και της μεταβαλλόμενης καταναλωτικής ζήτησης, σε ένα περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας, με συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις». Σύμφωνα με τη διοίκηση, το τοπίο αυτό «θα επηρεάσει όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου το 2023 και θα συνεχίσει να αποτυπώνεται στις τιμές του γάλακτος τους επόμενους μήνες».

«Εύκολη λύση οι περικοπές στις τιμές παραγωγού»

Οι εκπρόσωποι των παραγωγών θεωρούν ότι η περικοπή των τιμών αποτελεί στην πραγματικότητα την «εύκολη λύση» για τους μεταποιητές. «Οι μειώσεις έρχονται σε μια στιγμή έντονων πληθωριστικών πιέσεων τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς οι τιμές του γάλακτος, των τυροκομικών και του βουτύρου στη λιανική συνεχίζουν να αυξάνονται», δήλωσε ο ΜcCormack.

Αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, θέτει ένα πολύ απλό ερώτημα: «Αν οι καταναλωτές στην ΕΕ και στο Ην. Βασίλειο πληρώνουν περισσότερο για τα τρόφιμά τους και με δεδομένο ότι ο κύριος όγκος των ιρλανδικών εξαγωγών γαλακτοκομικών κατευθύνεται εκεί, πώς ακριβώς στοιχειοθετούνται οι περικοπές στις τιμές παραγωγού; Μήπως έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα παράδειγμα επιδίωξης των μέγιστων περιθωρίων εις βάρος των αγροτών», διερωτήθηκε.

«Οι τιμές καταναλωτή αυξάνονται, τη στιγμή που οι τιμές παραγωγού μειώνονται. Αυτή η αντίφαση σημαίνει ότι υπάρχουν δύσκολα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν επί τάπητος και να απαντηθούν», υπογράμμισε ο πρόεδρος του ICMSA και πρόσθεσε: «Τα περιθώρια κέρδους βρίσκονται στην εφοδιαστική αλυσίδα, ο πληθωρισμός και οι τιμές καταναλωτή το αποδεικνύουν. Εκεί θα πρέπει, λοιπόν, να τα αναζητήσουν οι μεταποιητές, διατηρώντας παράλληλα το ποσοστό του αγρότη στην τελική τιμή του προϊόντος σταθερό».