Ωριμάζει το αίτημα για αναγραφή της χώρας προέλευσης στα τρόφιμα

Πιέζουν οργανώσεις παραγωγών, σε θέση άμυνας Κομισιόν και βιομηχανίες

Γιαούρτι EU, δηλαδή Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως σε ποια χώρα έχει παραχθεί το γάλα; Από πού προήλθαν τα συστατικά που χρησιμοποιούνται για να πήξει και από πού έφτασαν οι παράγοντες που δίνουν τη βελούδινη υφή; Πού έγινε η παρασκευή και πού η συσκευασία; Και, βέβαια, σε ποια χώρα και σε ποιο ράφι θα καταλήξει το προϊόν; Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ασφαλώς θα ήθελαν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές, αλλά και οι παραγωγοί που θέλουν να επωφεληθούν -και δικαίως- από την υπεραξία του προϊόντος που παράγουν. Η εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι η αναγραφή της προέλευσης των συστατικών ενός προϊόντος στη συσκευασία του βρίσκει κατά κανόνα αντίθετη τη βιομηχανία τροφίμων, καθώς περιπλέκει τη διαδικασία παρασκευής των προϊόντων και στην πράξη καταργεί τη δυνατότητά της να προμηθεύεται πρώτη ύλη από όπου βολεύει και συμφέρει οικονομικά.

Η «Ύπαιθρος Χώρα» φέρνει στο προσκήνιο το θέμα της αναγραφής στα τρόφιμα της χώρας προέλευσης (country of origin labelling), των συστατικών από τα οποία παράγονται, σε μια στιγμή που η σχετική συζήτηση σε επίπεδο ΕΕ έχει «ανάψει» για τα καλά, δεδομένου ότι αρκετά κράτη-μέλη, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, έχουν ήδη προχωρήσει σε σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, κυρίως όσον αφορά το γάλα και το κρέας.

Ανεπαρκές το θεσμικό πλαίσιο

Στις αρχές του χρόνου, η Κομισιόν πρότεινε νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία η χώρα προέλευσης της πρώτης ύλης μπορεί να αναγράφεται, εφόσον το βασικό συστατικό του τροφίμου προέρχεται από χώρα διαφορετική από αυτήν που παρασκευάστηκε το προϊόν. Ωστόσο, η συγκεκριμένη νομοθεσία, έτσι όπως έχει διατυπωθεί, καθιστά την αναγραφή της προέλευσης του βασικού συστατικού προαιρετική και όχι υποχρεωτική και χρήζει μεγαλύτερης διευκρίνισης, επισημαίνουν πολλοί εμπλεκόμενοι. Η κυβέρνηση του Καναδά, για παράδειγμα, (χώρα με την οποία υπάρχει το γνωστό ζήτημα με τη φέτα) τονίζει ότι πρέπει να αποσαφηνιστεί αν η αναγραφή θα είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, προσθέτοντας ότι είναι σαφώς προτιμότερο να είναι προαιρετική και να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της βιομηχανίας να αποφασίσει.

Ο Coldiretti, ο μεγαλύτερος ιταλικός αγροτικός οργανισμός που αριθμεί πάνω από 1,6 εκατ. μέλη, εξέφρασε σαφώς τη διαφωνία του με την «προαιρετικότητα», τονίζοντας ότι η προτεινόμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν απαντά στις απαιτήσεις των Ευρωπαίων καταναλωτών για πλήρη διαφάνεια στην προέλευση των τροφίμων που καταναλώνουν. «Η μεγάλη ευελιξία που με αυτόν τον τρόπο προσφέρεται στη βιομηχανία δεν εξασφαλίζει τους καταναλωτές και δεν απαντά στο αίτημά τους να γνωρίζουν την προέλευση των τροφίμων που καταναλώνουν», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το 2013, το 84% των Ευρωπαίων καταναλωτών είχε απαντήσει ότι θεωρεί απαραίτητο να αναγράφεται η προέλευση του γάλακτος, το 88% θεωρεί αναγκαία την επισήμανση της χώρας προέλευσης για το κρέας και το 90% θεωρεί πολύ σημαντική την επισήμανση στα μεταποιημένα τρόφιμα.

Πληθαίνουν οι πρωτοβουλίες των κρατών-μελών

Την ίδια στιγμή, ενώ η Κομισιόν προσπαθεί να θεσμοθετήσει έναν γενικό κανόνα για τα κράτη- μέλη, πληθαίνουν οι εθνικές πρωτοβουλίες σχετικά με την επισήμανση των τροφίμων. Η Γαλλία, η Ιταλία, η Λιθουανία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Ελλάδα, η Φινλανδία και η Ισπανία έχουν αποφασίσει να αναγράφουν στην ετικέτα του προϊόντος την προέλευση της πρώτης ύλης, τουλάχιστον όσον αφορά ορισμένα είδη τροφίμων, όπως το γάλα και το κρέας. Η Κομισιόν, με τη σειρά της, έδωσε το πράσινο φως σε Γαλλία, Ιταλία, Πορτογαλία και Λιθουανία να προχωρήσουν στην επισήμανση για δοκιμαστικό χρονικό διάστημα δύο ετών, παρακολουθώντας παράλληλα τις επιδράσεις του μέτρου στην εσωτερική αγορά. Η δοκιμαστική περίοδος για τη Γαλλία λήγει στο τέλος του 2018. Η Ιταλία ζητά, επίσης, να υπάρχει επισήμανση στο τελικό προϊόν, όσον αφορά την προέλευση του γάλακτος από το οποίο παρασκευάζονται το πεκορίνο και η μοτσαρέλα, κάτι που όμως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «υπερβολικό», δεδομένου ότι τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) έτσι και αλλιώς παρασκευάζονται υποχρεωτικά με γάλα από συγκεκριμένες περιοχές της χώρας. Ανάλογο αίτημα για επισήμανση της προέλευσης υπάρχει για το σιτάρι που χρησιμοποιείται στα μακαρόνια, ωστόσο η βιομηχανία της χώρας τονίζει ότι η Ιταλία δεν παράγει αρκετό σκληρό σιτάρι για να μπορέσει να ανταποκριθεί στη ζήτηση.

Η ίδια χώρα, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι εισαγωγές ρυζιού από την Ασία και να προστατευτεί η εθνική παραγωγή, σκέφτεται να προχωρήσει σε αναγραφή της προέλευσης και για το ρύζι. Όμως, όλες οι εθνικές προσπάθειες προσκρούουν στην αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θέλει να ρυθμίζει κεντρικά θέματα που άπτονται του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου και έχουν επίδραση στον ανταγωνισμό και στην ομαλή λειτουργία της αγοράς.

Σήμανση για όλα τα στάδια παραγωγής ζητά η Ιταλία

Και ενώ η συζήτηση ξεκίνησε από την αναγραφή της προέλευσης των συστατικών των τροφίμων, κάποιες χώρες, όπως η Ιταλία και η Πολωνία, έχουν ήδη προχωρήσει –σε επίπεδο συζητήσεων– ακόμα περισσότερο, ζητώντας να αναγράφεται στα τρόφιμα σαφής προέλευση (π.χ. Made in Italy), η οποία να αφορά ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής από το χωράφι μέχρι το πιάτο του καταναλωτή. Απ’ ό,τι φαίνεται, μια νέα εποχή ξεκινά και ο διάλογος για την επανεθνικοποίηση της τροφής μόλις ξεκίνησε.