«Πατέρας Αφέντης»: Το αξέχαστο αριστούργημα των αδελφών Ταβιάνι για την αγροτική ζωή στη μεταπολεμική Ιταλία

 «Padre Padrone»/«Father and Master», 1977

Με αφορμή τον προ ημερών θάνατο του Πάολο Ταβιάνι, έξι χρόνια μετά από εκείνον του αδελφού του, Βιτόριο, η «ΥΧ» ανατρέχει στην ταινία που χάρισε στο θρυλικό σκηνοθετικό δίδυμο τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Ο λόγος για τον «Πατέρα Αφέντη», ένα έργο-καταγγελία για το σύνδρομο της τυραννικής εξουσίας και ταυτόχρονα έναν ύμνο στην αυτοδιάθεση του ατόμου, με επίκεντρο την ιταλική ύπαιθρο την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ας γνέψουμε, λοιπόν, αντίο στον Πάολο, που συναντά ξανά τον Βιτόριο, ενθυμούμενοι τον μαγικό ρεαλισμό τους, που τόσο αγαπήσαμε…

Το «Padre Padrone», εκτός από αφορμή για την πρώτη μεγάλη διάκριση στην καριέρα των αδελφών Ταβιάνι (Κάννες, 1977), αποτέλεσε και μία από τις αντιπροσωπευτικότερες ταινίες της κινηματογραφικής «σχολής» που υπηρέτησαν.

Εδώ, η νεορεαλιστική πρώτη ύλη (σ.σ. οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην ιταλική ύπαιθρο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) συνδυάζεται με το ανήσυχο πνεύμα και τις κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες μιας στρατευμένης, αριστερής σκοπιάς, και όλα μαζί αναμειγνύονται με στοιχεία κινηματογραφικού μοντερνισμού (ποιητικό-ονειρικό πρίσμα, ενισχυτικός ρόλος μουσικής ως εκφραστικού μέσου). Χάρη σε αυτήν τη μείξη, τα δύο αδέρφια από την Τοσκάνη καταφέρνουν να υπογράψουν ένα αξέχαστο πορτρέτο των πρώτων χρόνων της μεταπολεμικής πραγματικότητας στην ύπαιθρο της Ιταλίας, ως ενεργό κομμάτι του ρευστού κοινωνικοπολιτικού σκηνικού στη γειτονική χώρα.

Οι αδελφοί Ταβιάνι αναλαμβάνουν τη σεναριακή διασκευή της πραγματικής ιστορίας του Ιταλού γλωσσολόγου και συγγραφέα Γκαβίνο Λέντα, βασισμένοι στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του.

Η διήγηση καλύπτει μέρος από τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940, όταν εκείνος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη φυσιολογική ζωή ενός παιδιού της ηλικίας του και να δουλέψει σκληρά ως βοσκός σε μια απομακρυσμένη τοποθεσία της ορεινής Σαρδηνίας. Ο Γκαβίνο είναι ένα χωριατόπαιδο μόλις έξι ετών όταν παύεται -παρά τη θέλησή του-από το σχολείο, προκειμένου να φυλάει τα πρόβατα στην απομακρυσμένη στάνη της οικογένειας.

Ο αυταρχικός πατέρας δεν θα διστάσει να καταφύγει κατ’ επανάληψη στη βία για να συμμορφώσει τον γιο του στις απαιτήσεις της δουλειάς, απελευθερώνοντάς τον σε μια αρένα βιοπάλης με αποκλειστικό στόχο την επιβίωση του σώματος και παντελή αδιαφορία για την καλλιέργεια του πνεύματος.

Εφαρμόζει, έτσι, μια παιδαγωγική μέθοδο που έχει κι αυτός με τη σειρά του «κληρονομήσει» και εμπεδώσει βίαια από τον δικό του πατέρα. Θεωρεί ότι μέσω αυτής διαπλάθει σωστά το παιδί του, καθιστώντας το ανθεκτικό στις αντιξοότητες, και για να το πετύχει είναι διατεθειμένος να φτάσει μέχρι το έσχατο σημείο, καταφέρνοντας συνεχόμενες βουρδουλιές στο σώμα και την ψυχή του.

Χωρίς υπεκφυγές, αλλά και αποστερημένες από φθηνό μελοδραματισμό που χειραγωγεί συναισθήματα, οι εικόνες βίας και σκληρότητας γίνονται ένα με τα στοιχεία της φύσης και το άγριο τοπίο της ιταλικής νησιωτικής υπαίθρου, κι όλα μαζί προέκταση του επιβλητικού πατριάρχη. Το αποτέλεσμα προκαλεί σφίξιμο στο στήθος…

Η ιστορία του Ιταλού γλωσσολόγου που ξεκίνησε ως αγράμματος βοσκός δεν είναι απλώς η ιστορία του Γκαβίνο Λέντα, πρωτότοκου γιου μιας φτωχής οικογένειας στη Σαρδηνία. Είναι ένα κράμα βιωμάτων και αναπόδραστης μοίρας με το οποίο ταυτίζονταν πολλοί άνθρωποι της τότε ιταλικής επαρχίας.

Τα λέει όλα, άλλωστε, η απόγνωση και η αγωνία στα πρόσωπα των συμμαθητών του Γκαβίνο, όταν ο πατέρας του, που προσέρχεται στην τάξη για να τον σταματήσει οριστικά από το σχολείο, τους διαμηνύει με αυστηρότητα ότι καλά θα κάνουν να μην κοροϊδεύουν τον γιο του, αφού τους περιμένει η ίδια μοίρα λίαν συντόμως.

Η ράβδος του γονέα θα υποβάλει, όπως η μπαγκέτα του μαέστρου που απευθύνεται στην ορχήστρα, μια πρόωρη και βίαιη ενηλικίωση για το παιδί. Οι αναχρονιστικές πρακτικές του σατράπη πάτερ φαμίλια θα προστεθούν στις αντικειμενικές δυσκολίες της ζύμωσης του Γκαβίνο με το απαιτητικό επάγγελμα του ποιμένα, συνθέτοντας μια καθημερινότητα γεμάτη στερήσεις και κακουχίες.

Ο μικρός θα περάσει εκεί τα επόμενα 14 χρόνια, αρχικά ως βοσκός και εν συνεχεία ως αγρότης, υπομένοντας τις αντιξοότητες αυτού του τρόπου ζωής, αλλά και τα σκληρόπετσα γυμνάσια του απολυταρχικού γονέα. Θα παραμείνει αναλφάβητος μέχρις ότου αποχωρήσει για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ωστόσο το μικρόβιο της δίψας για μάθηση θα τον κάνει να επιστρέψει αποφασισμένος να επαναστατήσει.

Στο ξεκίνημα της ταινίας, συστήνεται μπροστά μας ο πραγματικός Λέντα, ο οποίος προλογίζει την ιστορία του και κατόπιν παραδίδει -ποιητική αδεία-μια αυτοσχέδια γκλίτσα στον ηθοποιό Ομέρο Αντονούτι, ο οποίος πρόκειται να ενσαρκώσει τον πατέρα του με την έναρξη της ανάδρομης αφήγησης. Ο συγγραφέας προχωρά χωρίς δεύτερη σκέψη σε αυτή την κίνηση, παρότι γνωρίζει καλά ότι ο γονιός του δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει κατ’ επανάληψη ένα τέτοιο ξύλινο ραβδί εναντίον του παιδικού του εαυτού. Με αυτόν τον τρόπο, είναι σαν να αποδέχεται, αυτομάτως, την πρόκληση να αντιμετωπίσει κατάματα τα τραύματα του παρελθόντος του, διανοίγοντας μέσα του ένα ψυχοθεραπευτικό μονοπάτι. Όπως είχε πει ο δικός μας Τάσος Λειβαδίτης, «το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του».

Επιλέγοντας να «εκκινήσουν» την πλοκή με αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο, αντί ενός τετριμμένου μοντάζ που θα καθόριζε με σαφήνεια τα όρια ανάμεσα στον πραγματικό χρόνο και το φλας μπακ, οι Ταβιάνι καθιστούν επίσης εμφανές, από την πρώτη κιόλας σεκάνς, ότι δεν πρόκειται απλά για μια ντοκιμαντερίστικη απεικόνιση -που είναι, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό τέτοια-, αλλά και για μια ανασύσταση των γεγονότων με οδηγό τις παιδικές και νεανικές παραστάσεις του Λέντα, όπως αυτές ανακαλούνται στο μυαλό του κεντρικού προσώπου, ενίοτε με αυξομειωμένη ένταση και όγκο.

Αυτό δίνει στο σκηνοθετικό δίδυμο ζωτικό χώρο προκειμένου να ξεδιπλώσει με ευελιξία τη χαρακτηριστική του αισθητική, μπολιάζοντας τον νεορεαλισμό και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο με παραμυθιακά ποιητική ματιά-
ηχόχρωμα και ολίγον σουρεαλιστικό στοιχείο.

Αυτή η ήπια εκδοχή μαγικού ρεαλισμού ενσωματώνει μια μεταφυσική διάσταση στη συμπαγή βουκολική πραγματικότητα, καθώς αυτή, αν και ωμή, δεν παύει να είναι ειδωμένη μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού.

Πάνω σε τούτη τη βάση θα οικοδομηθεί το αντίστοιχα «μη ρεαλιστικά πιστευτό» μέγεθος της υπέρβασης που πρέπει να πραγματοποιήσει αργότερα ο 20άρης πρωταγωνιστής για να αποτάξει από πάνω του τον ζυγό του… Πατέρα Αφέντη. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με έναν άτυπο μετα-νεορεαλισμό, μέσα από τις ρωγμές του οποίου αναβλύζει ένα στρατευμένο παραμύθι ενηλικίωσης.

Πρωτόγονα, άγρια ένστικτα

Η βουκολική, αποκομμένη από την πολιτισμένη κοινωνία ζωή, με όσες ελλείψεις συνεπάγεται ως συνθήκη, φέρνει τους ανθρώπους της σε αφιλτράριστη επαφή με τα ζωώδη ένστικτά τους, καλλιεργώντας και γαλουχώντας βάρβαρες υπάρξεις. Οι αδελφοί Ταβιάνι δεν παρεκκλίνουν ούτε στο ελάχιστο από την αλήθεια του τόπου και των ανθρώπων του, όσο άβολη κι αν είναι αυτή.

Η μιμητική συμπεριφορά των λιλιπούτειων εκπαιδευόμενων βοσκών της περιοχής, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους πρώην συμμαθητές του Γκαβίνο, οδηγεί όλους ανεξαιρέτως σε πράξεις κτηνοβασίας, ενώ σταδιακά θα εκτονώσουν τα δικά τους εκκολαπτόμενα εκδικητικά και εξουσιαστικά ένστικτα στα ζώα εκτροφής που έχουν αναλάβει να διαχειρίζονται. Η εικόνα είναι αγριευτική τόσο στο ορεινό, απόκρημνο φόντο, όσο και στο εσωτερικό των ηρώων.

Ο ρόλος της μουσικής και της γλώσσας

Κόντρα στα ακατέργαστα ένστικτα επιβίωσης μπαίνει η εξημερωτική επίδραση της μουσικής και γενικότερα των τεχνών, μέσα από το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του Γκαβίνο. Ο ίδιος συμβολίζει την ενδόμυχη ανάγκη μιας τυραννισμένης ψυχής να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Αρχικά, όσο εκείνος είναι ακόμη «βουβός» από λέξεις λόγω της αμορφωσιάς του, αποζητά την οργανοπαιξία (το ακορντεόν που αγοράζει από δύο πλανόδιους μουσικούς), ενώ μετέπειτα ολοκληρώνεται μέσω της συγγραφής.

Η εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας θα σημάνει τον απεγκλωβισμό του ήρωά μας από την τοπική διάλεκτο της Σαρδηνίας, καθιστώντας τις λέξεις κτήμα του και, ταυτόχρονα, τον ίδιο για πρώτη φορά κυρίαρχο της μοίρας του. Η ενασχόληση με τη μουσική και την κατανόηση της γλώσσας τροφοδοτεί τις κύριες μετασχηματιστικές δυνάμεις που διαρρέουν το έργο, άλλοτε αμβλύνοντας την οδύνη της βουβαμάρας του πρωταγωνιστή και άλλοτε παρέχοντας τα εφόδια για να υπάρξει διέξοδος από αυτήν.

Από τη φτωχοποιημένη ύπαιθρο στο ιταλικό οικονομικό θαύμα

Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία είναι σε μεγάλο βαθμό μια αγροτική οικονομία που προσπαθεί να ορθοποδήσει. Μέσα σε μόλις δύο δεκαετίες, η χώρα όχι μόνο καταφέρνει να βγει από το τέλμα, αλλά αναδεικνύεται και ως ένα από τα πιο προηγμένα έθνη του κόσμου, χάρη στην εισροή ξένων κεφαλαίων και τη ραγδαία βιομηχανοποίησή της μέχρι τα τέλη των 60s. Η ιστορία ενηλικίωσης και χειραφέτησης του Γκαβίνο Λέντα λαμβάνει χώρα εν μέσω αυτής της αλλαγής φρουράς μεταξύ του αγροτικού και του αστικοποιημένου μοντέλου στο πολιτικοκοινωνικό ανάγλυφο της Ιταλίας. Οι παραπάνω ζυμώσεις θα συμπαρασύρουν και την κοινωνική ανάπτυξη της χώρας – παράλληλα με την οικονομική-, μετατρέποντάς τη σε ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας μέχρι τη δεκαετία του 1970. Από αυτήν τη σκοπιά, ο αφυπνισμένος και ενσυναισθητικός Γκαβίνο αντιπροσωπεύει τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αλλαγής προς την κοινωνική ολοκλήρωση, ενώ ο πατέρας του εκφράζει αυτές του συντηρητισμού, μένοντας γαντζωμένος στην παλιακή, ισοπεδωτική νοοτροπία ενός κόσμου που χάνει την κραταιά θέση του.

 

Η ΕΟΚ, οι επιπτώσεις στους αγρότες και η μετανάστευση στις πόλεις

Από τον αέναο αγώνα της βιοπάλης των Ιταλών ποιμένων και αγροτών δεν λείπουν οι αστάθμητοι παράγοντες, οι οποίοι είναι ικανοί να ακυρώσουν τους κόπους ετών.

Όταν ο πατέρας του πρωταγωνιστή ξανοίγεται και επενδύει στην αγορά ενός ελαιώνα, επεκτείνοντας τις ταπεινές «επιχειρήσεις» του, μπαίνει στην εξίσωση η πτυχή της ΕΟΚ (νυν ΕΕ), στην οποία η Ιταλία εντάσσεται ως ιδρυτικό μέλος το 1958. Οι -τότε- υποψήφιες προς ένταξη χώρες Ελλάδα και Ισπανία εξάγουν στη χώρα φθηνό ελαιόλαδο, κάτι που ρίχνει στα τάρταρα τις τιμές των Ιταλών ελαιοπαραγωγών. Σαν να μην έφταναν αυτά, οι μη ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και τα ακραία φαινόμενα ρίχνουν τη χαριστική βολή στη σοδειά τους.

Αυτά τα πισωγυρίσματα είναι ενδεικτικά της αδικίας με την οποία μπορούσαν να έρθουν αντιμέτωποι οι απλοί άνθρωποι του πρωτογενούς τομέα της Νότιας Ευρώπης -και όχι μόνο-, όσο φιλότιμοι και ικανοί κι αν ήταν. Δίνεται, έτσι, η κοινωνικοπολιτική διάσταση της εποχής, η οποία μοιραία εξωθεί σε μετανάστευση τους νέους από τον αφιλόξενο, πλέον, τόπο της υπαίθρου της Σαρδηνίας, με προορισμό τα αστικά κέντρα.

Η πραγματεία για την εξουσία και η αφύπνιση

Μετά τους αλλεπάλληλους περιορισμούς που θα βιώσει μέσα στους κόλπους της οικογένειας και της κοινωνικής του τάξης, ο Γκαβίνο θα βρεθεί κάτω από τον ζυγό της στρατιωτικής πειθαρχίας. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία καταδεικνύει ότι η βία της συμπλεγματικής εξουσίας έχει πολλές μορφές, κάνοντας τη μετάβαση από το ειδικό παράδειγμα (πατρική εξουσία) στον γενικευμένο κανόνα (συστημική εξουσία) και ότι μονόδρομος για να πετύχει το άτομο την αυτοπραγμάτωσή του είναι η γενναία αντιπαράθεση με όλες αυτές τις δυνάμεις.

Αντίθετα, το σκύψιμο του κεφαλιού στις προσταγές τους και η αφοσίωση του ατόμου στο κυνήγι της κοντόφθαλμης επιβίωσης, ενσαρκώνοντας έναν ρόλο που έχει προαποφασιστεί από τρίτους, εξαλείφουν την πιθανότητα χειραφέτησης.

Μέσα από την αφύπνιση που βιώνει χάρη στη συνεχιζόμενη διαδικασία εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, ο Γκαβίνο θα βεβαιωθεί ότι δεν θέλει πια να είναι υπόδουλος, και πάνω από όλα ότι έχει τα εφόδια για να το πετύχει.
Η γλώσσα, πάλαι ποτέ παράπλευρη απώλεια του αναλφαβητισμού του, έχει μετατραπεί, πλέον, σε όπλο για να πετύχει τα όνειρά του, ολοκληρώνοντας ιδανικά τον κύκλο της μετεξέλιξής του.

Ο ίδιος θα κατανοήσει, δε, ότι η εξουσιαστική μανία, της οποίας είχε υπάρξει θύμα, αλλά και περιστασιακός θιασώτης, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο από την ανάγκη εκτόνωσης του συμπλέγματος που κουβαλούν οι καθολικά υποταγμένοι στις νόρμες. Αυτός είναι ο οδηγός για να απομυθοποιήσει και εν τέλει να αψηφήσει την επιβλητική φιγούρα του πατριάρχη και της δομημένης σε σαθρά θεμέλια καθοδήγησής του (σ.σ. η επιβίωση της σάρκας εις βάρος του πνεύματος), η οποία εμμένει στο να τον θέλει αμόρφωτο, περιορισμένο και πειθήνιο.

Η τελική δοκιμασία για τον Γκαβίνο δεν είναι απλά η αναμέτρηση με τον πατέρα του και τις πατριαρχικές διδαχές που εκείνος εκπροσωπεί. Είναι η ανάπτυξη ενσυναίσθησης, μέσα από την οποία θα κατανοήσει και θα αποδεχτεί τον γονέα του, ως τον άνθρωπο που προσπάθησε να του μεταλαμπαδεύσει μια κληρονομούμενη παθογένεια στο όνομα της γονεϊκής αγάπης· ένα έμφυτο ελάττωμα που συνοψίζει η πασίγνωστη ρήση του μεγάλου Ιταλού ποιητή Δάντη Αλιγκέρι: «Ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».

Όπως υπογραμμίζεται αριστοτεχνικά στο φινάλε της ταινίας, τα συναισθήματα που τρέφουν πατέρας και γιος, ο ένας απέναντι στον άλλον, είναι αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα, σαν την αέναη πάλη που μαίνεται μεταξύ των δύο αυτών προσώπων.