Πιέζεται από τις φθηνές εισαγωγές το καλαμπόκι

Κάτω από 300 ευρώ/τόνο φτάνει σε ελληνικά λιμάνια προϊόν από το εξωτερικό

Υπό πίεση βρίσκεται το τελευταίο διάστημα η τιμή του καλαμποκιού στην ελληνική αγορά, με τους ουκ ολίγους παραγωγούς που έχουν ακόμα στις αποθήκες τους προϊόν να αμύνονται μεταθέτοντας, όσο οι οικονομικές αντοχές το επιτρέπουν, τις πωλήσεις για αργότερα.

Η πτωτική τάση ακολουθεί, έως έναν βαθμό, την πορεία που διέγραψε η διεθνής και, ειδικότερα, η ευρωπαϊκή αγορά τις προηγούμενες εβδομάδες, παράλληλα όμως ακουμπά και στις «ιδιαιτερότητες» της χώρας μας. Στην τελευταία αποτύπωση της κατάστασης στην αγορά σιτηρών της ΕΕ (Δεκέμβριος 2022), η Κομισιόν έκανε λόγο για «αισθητή μείωση της μεταβλητότητας», σχολιάζοντας ότι οι τιμές σε σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι έχουν υποχωρήσει από 2% έως 13% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα», με τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση να παρατηρείται στο καλαμπόκι. Σημείωνε βέβαια ότι, ακόμα και σε αυτά τα επίπεδα, οι τιμές παρέμεναν υψηλότερες σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2021.

Στο Χρηματιστήριο Euronext στη Γαλλία οι τιμές των συμβολαίων Μαρτίου 2023, λίγες μέρες πριν αλλάξει η χρονιά, τριγυρνούσαν στην περιοχή των 300 ευρώ/τόνο, έκτοτε ωστόσο έχουν ακολουθήσει μια καθοδική πορεία με λίγα διαλείμματα. Ενδεικτικά, την Τρίτη 17 Ιανουαρίου έκλεισαν στα 278,50 ευρώ/τόνο, όταν στις 2 Ιανουαρίου (πρώτη συνεδρίαση του έτους) βρίσκονταν στα 296 ευρώ/τόνο. Φυσικά και οι δύο αυτές τιμές απέχουν πολύ από τα 344,50 ευρώ/τόνο της 1ης Νοεμβρίου 2022.

Έκπληξη από το USDA

Στο Σικάγο η εικόνα είναι αρκετά διαφορετική, καθώς, προς έκπληξη των αναλυτών, το USDA στο report προσφοράς-ζήτησης του Ιανουαρίου, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα, αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτάσεις και, κατά συνέπεια, την παραγωγή της σοδειάς του 2022, στοιχείο που ώθησε τις τιμές προς τα πάνω, παρά το γεγονός ότι πτωτικά επίσης αναθεωρήθηκαν τόσο η ζήτηση όσο και οι εξαγωγές των ΗΠΑ. Έτσι, οι τιμές για τα συμβόλαια Μαρτίου ξεπερνούσαν την Τρίτη τα 6,80 δολ./μπούσελ, όταν στις αρχές του Ιανουαρίου είχαν πέσει κάτω από τα 6,50 δολάρια. Κι εδώ, βέβαια, απέχουμε αρκετά από τα 7 και πλέον δολ./μπούσελ των αρχών Νοεμβρίου 2022, πόσω μάλλον από τα 8,14 δολ./μπούσελ (υψηλό δεκαετίας) που είχαν «γράψει» τα συμβόλαια Ιουλίου 2022 τον Απρίλιο.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η πρόσφατη αποκλιμάκωση των τιμών του καλαμποκιού σαφώς σχετίζεται με τη διορθωτική τάση που καταγράφηκε στις υπόλοιπες αγορές εμπορευμάτων (π.χ. το ευρωπαϊκό φυσικό αέριο στις αρχές της εβδομάδας άγγιζε χαμηλό 16 μηνών), όπως επίσης και με τις αυξήσεις επιτοκίων στις οποίες έχουν προχωρήσει οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό, με σημαντικό όμως τίμημα στη ζήτηση. Ειδικά για την Ευρώπη, η διευκόλυνση των ουκρανικών εξαγωγών, μέσω της συμφωνίας με τη Ρωσία, αλλά και των «διαδρόμων αλληλεγγύης», βελτίωσε την προσφορά στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

Εσχάτως, βέβαια, οι αποστολές από την Ουκρανία έχουν κάνει και πάλι «κοιλιά», ωστόσο από τις αρχές του χρόνου, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, έχει αυξηθεί κατά πολύ στη χώρα μας η προσφορά βουλγάρικου καλαμποκιού, το οποίο φτάνει στη Β. Ελλάδα σε τιμές ακόμα και κάτω των 300 ευρώ/τόνο, παραδοτέο στον αγοραστή.

Πεσμένη η ζήτηση από κτηνοτρόφους

Το σκηνικό αυτό αναμφίβολα δημιουργεί μια πίεση στις εγχώριες τιμές παραγωγού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις Σέρρες, εμπορικές επιχειρήσεις προσέφεραν την περασμένη εβδομάδα 28 λεπτό/κιλό, ενώ νούμερα κάτω των 30 λεπτών ακούγονται και στο νότιο τμήμα της χώρας. «Είναι γεγονός ότι οι εισαγωγές φτάνουν στα 300 ευρώ/τόνο σε ελληνικό λιμάνι, οπότε αυτό συνακόλουθα πιέζει τις εδώ τιμές, ανάλογα φυσικά και με τη θέση που έχει ο καθένας στην αγορά, σημειώνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΘΕΣΓΗ, Παναγιώτης Καλφούντζος.

Ο ίδιος προσθέτει ότι σε διεθνές επίπεδο ρόλο παίζει η πτώση του δολαρίου, η οποία δεν βοηθά τις τιμές των σιτηρών. Eπιπλέον, όπως εξηγεί, στη χώρα μας υπάρχει ένας συνδυασμός ασθενούς ζήτησης «λόγω του καλού καιρού που επιτρέπει στους κτηνοτρόφους να βγάζουν τα ζώα τους έξω να βοσκήσουν», τη στιγμή που και η ανάγκη για ρευστότητα «σπρώχνει» αρκετούς εμπόρους, αλλά και αγρότες να ρευστοποιήσουν τις ποσότητες που έχουν στα χέρια τους στην πρώτη περίπτωση, ακόμα και σε τιμές κάτω των κοστολογίων που έχουν «χτίσει».

Όσοι παραγωγοί, πάντως, δεν έχουν άμεση οικονομική ανάγκη επιλέγουν την αναμονή, ποντάροντας σε ένα ανοδικό γύρισμα της αγοράς.

«Η ποιότητα κοστίζει κάτι παραπάνω»

Σύμμαχο σε αυτήν τη στρατηγική θεωρούν ότι έχουν και την ανώτερη, σε σχέση με το φθηνότερο εισαγόμενο από τα Βαλκάνια, ποιότητα του ελληνικού καλαμποκιού. «Συχνά καλαμπόκι που προσφέρεται σε τέτοιες χαμηλές τιμές περνάει κατευθείαν από το χωράφι στον αγοραστή, δίχως δηλαδή να μεσολαβήσει ξήρανση ή κάποιος έλεγχος, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Α’ Συνεταιρισμού Ορυζοπαραγωγών Χαλάστρας, Χρήστος Γκατζάρας.

Πέρα από το ρύζι που αποτελεί τη βασική της δραστηριότητα, η οργάνωση αποθηκεύει και πουλάει για λογαριασμό των παραγωγών και κάποιες ποσότητες καλαμποκιού, τις οποίες ωστόσο πρώτα έχει «περάσει» από το ξηραντήριο. «Θεωρώ ότι το πρόσφατο ‘κύμα’ των φθηνών εισαγωγών δεν μας έχει επηρεάσει. Εξακολουθούμε να πουλάμε στα 300-310 ευρώ/τόνο στις μονάδες των αγοραστών, αν και όντως η τιμή είναι μειωμένη σε σχέση π.χ. με τα 330 ευρώ/τόνο που λαμβάναμε προ διμήνου», σημειώνει.