Πιο ανταγωνιστική προσεχώς η φέτα στη Βόρεια Μακεδονία

των Ελένης Ριζάκη, Γιάννη Τσατσάκη

Την εικόνα στην αγορά γαλακτοκομικών της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και τις προοπτικές περαιτέρω διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων και επιχειρήσεων εκεί παρουσιάζει πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της πρεσβείας στα Σκόπια.

Σύμφωνα με την τοπική Στατιστική Υπηρεσία που επικαλείται η έκθεση, ο μέσος καθαρός μισθός στη χώρα είναι περίπου 485 ευρώ, κάτι που σημαίνει χαμηλή αγοραστική δύναμη, άρα και περιορισμένη δυνατότητα κατανάλωσης, προσανατολισμένη στα απολύτως απαραίτητα. Σε αυτά συγκαταλέγεται και το λευκό τυρί, βασικό καθημερινό τρόφιμο των πολιτών.

Μάλιστα, ο τρόπος που εντάσσεται στη διατροφή τους αναδεικνύει και μια προσομοίωση στις ελληνικές διατροφικές συνήθειες, ενώ κατά κανόνα είναι πιο αλμυρό από την ελληνική φέτα. Σχετικά με την τελευταία, οι καταναλωτές της Βόρειας Μακεδονίας την αντιλαμβάνονται ως λευκό τυρί, συνυφασμένο στη συνείδησή τους με την ελληνική προέλευση, ενώ κυκλοφορούν και κάποια «υποκατάστατά» της.

Μια μέση οικογένεια στη Βόρεια Μακεδονία καταναλώνει ετησίως περίπου 25 κιλά λευκό τυρί και περίπου 12-15 κιλά κίτρινο τυρί, με τους καταναλωτές να προτιμούν περισσότερο τα μαλακά τυριά και το τυρόγαλα σε σχέση με τα σκληρά τυριά. Στο γιαούρτι, η μέση ετήσια κατανάλωση ανά νοικοκυριό ανέρχεται σε 45-55 κιλά, χωρίς να υπολογίζονται στις ποσότητες αυτές τα διάφορα υποπροϊόντα (ξινά γαλακτοκομικά προϊόντα).

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι την τελευταία δεκαετία οι καταναλωτές στη χώρα μείωσαν ραγδαία την κατανάλωση του φρέσκου γάλακτος και αύξησαν την κατανάλωση του παστεριωμένου μεγαλύτερης διάρκειας. Σε ετήσια βάση, η κάθε οικογένεια καταναλώνει περίπου 120 λίτρα γάλα.

Πλαφόν στο κέρδος μέχρι τον Σεπτέμβριο

Τα τελευταία χρόνια, με τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από μεγάλες εταιρείες, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός και ενισχύθηκε η ζήτηση. Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα, λόγω του πληθωρισμού, έχουν αυξηθεί και οι τιμές παραγωγού. Σε μια προσπάθεια να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, η κυβέρνηση της χώρας έχει θεσπίσει πλαφόν στο περιθώριο κέρδους από το γάλα, με το συγκεκριμένο μέτρο να ισχύει τουλάχιστον μέχρι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Σύμφωνα με το Γραφείο ΟΕΥ, η αύξηση στις τιμές του γάλακτος, από την ενισχυμένη ζήτηση, το υψηλότερο κόστος λειτουργίας, εξαιτίας των νέων κι επερχόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων για την ποιότητα, σε συνδυασμό με τη μειωμένη προσφορά λευκών τυριών στην αγορά, καθότι έκλεισαν αρκετές μικρές γαλακτοκομικές μονάδες, πιθανόν μελλοντικά να οδηγήσουν σε αύξηση της τιμής των τοπικά παραγόμενων λευκών τυριών.

Αυτό αναμένεται να καταστήσει πιο ανταγωνιστική την ελληνική φέτα. Σημειωτέον ότι ήδη τη φετινή χρονιά παρατηρείται ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων στη βορειομακεδονική αγορά (περισσότερες ελληνικές εταιρείες και περισσότεροι κωδικοί).

Το διμερές εμπόριο με την Ελλάδα

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση, το 2021 οι ελληνικές εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων στη Βόρεια Μακεδονία με όρους αξίας, είδαν αύξηση της τάξης του 54%. Ειδικότερα, ανήλθαν στα 660.144 ευρώ, από 430.050 ευρώ που ήταν το 2020. Με όρους ποσοτήτων, η αύξηση ήταν 49%, δηλαδή διαμορφώθηκαν σε 294.617 κιλά από 195.358 το 2020.

Η παρουσία ελληνικών προϊόντων στο βορειομακεδονικό λιανικό εμπόριο αφορά κυρίως ετικέτες των εταιρειών Όλυμπος και Κρι-Κρι. Ακολουθούν οι Κολιός, Ερίφι, Ροδόπη, Ρούμελη, ενώ περιστασιακά έχουν παρουσία και κάποιες άλλες επιχειρήσεις. Η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών εξαγωγών αφορά το βουτυρόγαλα με αξία 206.032 ευρώ, έπειτα το τυρί, αξίας 25.003 ευρώ, και τέλος το γάλα και την κρέμα με 16.332 ευρώ.

Οι παραγωγοί πιστώνουν τους μεταποιητές

Οι μικροί γαλακτοπαραγωγοί στη Βόρεια Μακεδονία τείνουν να παραδίδουν το γάλα τους στα μίνι γαλακτοκομεία, ενώ οι μεγάλοι παραδίδουν στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Η επιλογή του μεταποιητή για τους μικρούς γαλακτοπαραγωγούς βασίζεται ως επί το πλείστον στο κόστος συναλλαγής.

Όπως αναφέρει το γραφείο ΟΕΥ, σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν συμβάσεις, ιδίως μεταξύ των μεγάλων παραγωγών και μεταποιητών, οι οποίες όμως δεν είναι πολύ αυστηρές. Οι παραγωγοί συχνά πληρώνονται με κάποια καθυστέρηση, καθώς οι ίδιοι παρέχουν πιστώσεις στον μεταποιητή.

Το γεγονός αυτό δεσμεύει ιδίως τους μικρούς στη συνεργασία με συγκεκριμένο μεταποιητή, καθώς μόνον έτσι διασφαλίζεται κάπως η τελική αποπληρωμή, ενώ λειτουργεί ανασταλτικά και για νέες επενδύσεις στις μονάδες.

Οι μικρότεροι γαλακτοπαραγωγοί δυσκολεύονται να επενδύσουν σε μέσα για τη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος τους, όπως επίσης και να καλύψουν τα έξοδα συστήματος ψύξης, συντήρησης μικρής ποσότητας γάλακτος στο αγρόκτημα και συλλογής του.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022