«Πίσω από τις Θημωνιές»: Το χρονικό ενός εγκλήματος και η συγκάλυψή του στην ακριτική Δοϊράνη

Το πολυβραβευμένο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ασημίνας Προέδρου, που αυτές τις μέρες κάνει δεύτερη «καριέρα» στο ERTFLIX, φέρνει τη σύγχρονη ελληνική οικογένεια και κοινωνία της υπαίθρου προ των ευθυνών και των συμβιβασμών τους, καταγγέλλοντας τις διεφθαρμένες δομές τους.

Τον Δεκέμβριο του 2015, στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ, ένα τραγικό περιστατικό αναστατώνει τους κατοίκους ενός εκ των παραλίμνιων οικισμών της ακριτικής Δοϊράνης. Τα πτώματα δύο προσφύγων ανασύρονται από τη λίμνη, πυροδοτώντας επίμονα ερωτήματα.

Αυτή είναι η υπόθεση του «Πίσω από τις Θημωνιές» («Behind the Haystacks»), πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας της Ασημίνας Προέδρου, η οποία υπογράφει και το σενάριο. Εδώ, η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα φιλοτεχνεί ένα περιεκτικό πορτρέτο της σύγχρονης κοινωνίας της ελληνικής υπαίθρου, των αδιεξόδων της, των κυνικών ή απονενοημένων εγκλημάτων της και των συμβιβασμών της.

Στην ακτινογραφία της κλειστής επαρχιακής κοινότητας, που είναι βουτηγμένη στις διαχρονικές παθογένειες και την ένοχη «ομερτά», απεικονίζεται η διαιώνιση ενός αποσαθρωτικού μοτίβου ηθικής κατάπτωσης και κοινωνικής παρακμής, με αφετηρία την «αγία ελληνική οικογένεια».

Ένας αγροτικός συνεταιρισμός που πνέει τα λοίσθια

Στη χρονική συγκυρία που λαμβάνει χώρα η εξιστόρηση, τα απόνερα των εποχών της αχαλίνωτης ρεμούλας, που εξέθρεψαν το περιβόητο «ελληνικό όνειρο», έχουν συσσωρρευθεί σε υπερβολικό βαθμό, πλήττοντας με πολλαπλό τρόπο τους κατοίκους.

Το οικονομικό τέλμα και η αβεβαιότητα του αγροτικού πληθυσμού της ακριτικής περιοχής αιωρούνται τόσο στο φόντο της πλοκής (σ.σ. το ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων που κάνει λόγο για πολύ χαμηλές τιμές παραγωγού και ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία πλήττουν τις καλλιέργειες) όσο και στο προσκήνιο.

Ένα θέμα που μονοπωλεί το ενδιαφέρον των αγροτών είναι η επισφαλής θέση στην οποία έχει περιέλθει ο τοπικός αγροτικός συνεταιρισμός, ο οποίος βρίσκεται καταχρεωμένος λόγω κακοδιαχείρισης. Οι εκπρόσωποι της παρούσας διοίκησης, οι οποίοι καλούνται να λογοδοτήσουν ενώπιον των οργισμένων μελών, υπερασπίζονται απροκάλυπτα τον εαυτό τους, υποστηρίζοντας ότι απλά συνέχισαν στον δρόμο που είχε χαράξει το απερχόμενο σχήμα!

Επιπλέον, φαίνεται ότι οι αγρότες επαφίενται στους ελάχιστους εναπομείναντες μετανάστες αγρεργάτες για να εξασφαλίσουν τα πολυπόθητα -αλλά δυσεύρετα- εργατικά χέρια. Όσο για τους πρόσφυγες, που έχουν συρρεύσει κατά κύματα στην ελληνική παραμεθόριο, αυτοί ουδεμία πρόθεση έχουν να επανδρώσουν τα ελληνικά χωράφια, αφού αποκλειστικός τους σκοπός είναι το πέρασμα -από εκεί- στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη.

Από αυτή την αγωνιώδη ανάγκη σπεύδουν να επωφεληθούν οι ντόπιοι, οι οποίοι δραστηριοποιούνται -με το αζημίωτο- στην παράνομη διακίνηση μεταναστών και προσφύγων. Ο Στέργιος (Στάθης Σταμουλακάτος), ένας ψαράς και αγρότης, κάτοικος του παραλίμνιου χωριού, εξωθείται από τα χρέη του να συμμετάσχει στο κύκλωμα, μεταφέροντας μετανάστες με τη βάρκα του έναντι αδράς αμοιβής.

Την ίδια στιγμή, η γυναίκα του, Μαρία (Ελένη Ουζουνίδου), μια συγκαταβατική νοικοκυρά και εκκλησάρισσα του οικισμού, γεφυρώνει συνεχώς ρήγματα ενόσω αναζητά τον πραγματικό λόγο του Θεού, ενώ η κόρη τους, Αναστασία (Ευγενία Λάβδα), προσπαθεί να οριοθετήσει τον χώρο της σε ένα περιβάλλον όπου δεσπόζει η καταπιεστική παρουσία του αυστηρού πατέρα της, προκειμένου να μπορέσει να κυνηγήσει τα όνειρά της.

Τρεις διαφορετικές σκοπιές

Ως προς την αφηγηματική δομή, οι «Θημωνιές» είναι ένα σπονδυλωτό δράμα που ξεδιπλώνεται σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Τα γεγονότα που εκτυλίσσονται γύρω από το συμβάν των πνιγμών στη Δοϊράνη προσεγγίζονται από τη διαφορετική οπτική γωνία κάθε κρίκου της τριμελούς οικογένειας του Στέργιου, χάρη σε έναν ευκρινή διαχωρισμό σε κεφάλαια· ένα για κάθε μέλος.

Από την πλευρά του, ο Στέργιος, ενόσω πιέζεται από έναν ευσυνείδητο συγχωριανό του να καταθέσει αγωγή κατά του συνεταιρισμού για να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα του, βρίσκεται εγκλωβισμένος στην τσιμπίδα του νόμου λόγω παλαιότερων ατασθαλιών (σ.σ. μια υπόθεση πλαστών τιμολογίων). Ο ίδιος καλείται να επιστρέψει στην εφορία το οφειλόμενο ποσό, εάν θέλει να έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση.

Στην προσπάθεια να προλάβει την προθεσμία και να γλυτώσει, αναγκάζεται να εισχωρήσει ακόμα πιο βαθιά στον κόσμο της παρανομίας, περνώντας τους πρόσφυγες του παρακείμενου καταυλισμού προς την απέναντι όχθη της λίμνης, με αντίτιμο 1.000 ευρώ το κεφάλι. Παράλληλα, ο Στέργιος έχει χάσει και τον έλεγχο της οικογενειακής του εστίας, με τις σφοδρές αναταράξεις στη σχέση με την κόρη του να προστίθενται στη γενικότερη χαμένη ισορροπία της ζωής του.

Η σύζυγος του Στέργιου, Μαρία, είναι κάτι σαν ενδιάμεσος· ανάμεσα στις υπόλοιπες νεωκόρισσες και τον παπά της ενορίας· ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς της· αλλά και ανάμεσα στον άνδρα της και τον ενορχηστρωτή των διακινήσεων αδελφό της, Δημήτρη (Πασχάλης Τσαρούχας), ο οποίος έχει καταχραστεί τα χρήματα του συνεταιρισμού. Πέρα από τον ρόλο της ειρηνοποιού και της συμβιβάστριας ανάμεσα σε διαμαχόμενες πλευρές, η ίδια υιοθετεί μια εύκαμπτη στάση όσον αφορά τα δικά της θέλω, λες και από τη φύση της οφείλει να είναι μονίμως συγκαταβατική και υποχωρητική στις ανάγκες και τις επιτάξεις των άλλων.

Στην πορεία, η Μαρία, παρακινημένη από μια φίλη της, θα αποτολμήσει να εμπλακεί πιο ενεργά στην ανθρωπιστική δράση, κόντρα στη μισαλλόδοξη «γραμμή» που έχει δώσει ο τοπικός ιερέας, την οποία υπακούουν τυφλά οι άλλες γυναίκες της ενορίας. Η ίδια θα έρθει σε επαφή με την αντίξοη καθημερινότητα και το δράμα των προσφύγων, ατενίζοντάς τους πια ως ανθρώπινες ψυχές και όχι ως «κεφάλια». Όλα αυτά, παράλληλα με την προσπάθεια επανασύνδεσης με την αποξενωμένη κόρη της. Αρχικά, στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται η αγωνία και οι τύψεις για τον τραγικό ρόλο εκείνης και του συζύγου της στην ιστορία του πνιγμού των προσφύγων. Θα οδηγήσει, όμως, όλο αυτό, έστω και την ύστατη ώρα, σε μια γενναία κραυγή για δικαιοσύνη;

Η διαδοχική ανάπτυξη των τριών κεφαλαίων της ταινίας φωτίζει προοδευτικά τις αθέατες πτυχές της ιστορίας, μέσα από τις διαφορετικές, αποσπασματικές σκοπιές. Ξεδιπλώνοντας την αλήθεια, όπως αυτή υπονοείται ή φανερώνεται στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, προσδίδονται σασπένς στο έργο και διαστάσεις στους χαρακτήρες του. Διαμέσου αυτής της διαδικασίας, καθένας τους θα κληθεί, τελικά, να αναλογιστεί το προσωπικό του τέλμα, το τίμημα των πράξεών του και το τι είναι διατεθειμένος να θυσιάσει προχωρώντας μπροστά.

Το αθόρυβο πέρασμα από τις κινηματογραφικές αίθουσες και η καθυστερημένη… δικαίωση

H ταινία «Πίσω από τις Θημωνιές» είχε μια αθόρυβη πορεία στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας, κόβοντας συνολικά 12.980 εισιτήρια για το έτος 2023. Ο αριθμός αυτός ωχριά μπροστά στις επιδόσεις ταινιών όπως η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα και το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου (σ.σ. αμφότερες έκοψαν πάνω από 400.000 εισιτήρια στο ελληνικό box-office).

Από την άλλη, η ταινία έτυχε σημαντικής φεστιβαλικής, συντεχνιακής και κριτικής καταξίωσης και αναγνώρισης από επαγγελματικές οργανώσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό: Συνολικά 6 βραβεία στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (2022), σαρωτική πορεία και 10 βραβεία Ίρις από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (2023), αλλά και βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ινδίας (2022), μεταξύ άλλων, ενώ αποτέλεσε και την ελληνική πρόταση για τα –φετινά– 96α βραβεία Όσκαρ.

Τελικά, φαίνεται ότι βρήκε και το κοινό της, μέσα από την ψηφιακή πλατφόρμα της κρατικής τηλεόρασης, ERTFLIX, στις τάσεις της οποίας σημειώνει υψηλές πτήσεις από τις 8 Μαρτίου, όταν και ξεκίνησε να προβάλλεται.

Συμβιβασμός ή φυγή

Οι ήρωές μας, λοιπόν, οδηγούνται σε ένα σταυροδρόμι με ένα δίλημμα – κοινό παρονομαστή: Να σπάσουν τα δεσμά τους ή να υποχρεωθούν στον μεγαλύτερο συμβιβασμό τους.

Η εμφάνιση, η αυξανόμενη ένταση και η λύση αυτού του ηθικού διλήμματος απαντάται εμμέσως στο ταιριαστά μουντό και δυσοίωνο σκηνικό της ταινίας, ακόμα ίσως και στο αναστατωμένο πέταγμα των πουλιών πάνω από τη Δοϊράνη, στην υπαίθρια σεκάνς που σηματοδοτεί την έναρξη του κάθε κεφαλαίου της ταινίας· εκεί που έχει λάβει χώρα το έγκλημα και ένα μέρος της συγκάλυψής του.

Κάποιοι χαρακτήρες, όπως εκείνος της Αναστασίας ή του ευσυνείδητου αγρότη Χρήστου (Χρήστος Κοντογεώργης), παραμένουν αγνοί και ονειροπόλοι μέχρι το τέλος, παρά τις δοκιμασίες που βιώνουν· ακόμη κι αν αυτή η στάση μπορεί σημάνει τη συντριβή τους. Κάποιοι άλλοι απλά συνθηκολογούν, καταπνίγοντας την ανθρωπιά και την ηθική τους -μερικές ακόμη παράπλευρες απώλειες που θα βρεθούν στον πάτο της λίμνης, μαζί με τα πτώματα των προσφύγων και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Όπως προκύπτει στο τέλος, τα εξιλαστήρια θύματα είναι πάντα οι αθώοι (σ.σ. ο μετανάστης αγρεργάτης που την «πληρώνει» για όλους), ενώ μονόδρομος για τους νέους με υγιή τρόπο σκέψης είναι η φυγή, σηματοδοτώντας μια άλλη μετανάστευση -εσωτερική αυτήν τη φορά. Το έργο φέρνει σε πέρας τον στόχο της σκηνοθέτιδας/σεναριογράφου να διερευνήσει το πώς μια ολόκληρη κοινότητα μπορεί να διαβρωθεί, να οδηγηθεί στην υποταγή, στο έγκλημα, στη συλλογική συγκάλυψη και άρνηση.

Ίσως το πιο τρομακτικό συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η ζωή, τελικά, θα συνεχιστεί, ακόμα και πάνω στα φρέσκα κουφάρια των πνιγμένων προσφύγων: Όταν, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, μια παρέα μικρών παιδιών ανακαλύπτει τα πτώματα των προσφύγων πίσω από τις θημωνιές της λίμνης, κάποια από αυτά σπεύδουν -έντρομα- να ενημερώσουν τους γονείς τους.

Εκείνοι, όμως, δεν διακόπτουν στιγμή το γλεντοκόπημά τους (τα υπαίθρια παραδοσιακά γλέντια σύντομα θα δώσουν τη σκυτάλη σε χαρακτηριστικά «κολάδικα», θαρρεί κανείς βγαλμένα από παλαιότερες δεκαετίες, παραπέμποντας σε παρελθοντικές εποχές παρακμιακής ψυχαγωγίας, αναίσχυντης ξεγνοιασιάς και μη λογοδοσίας). Aτάραχοι και προσηνείς, οι ίδιοι σπεύδουν να υποβαθμίσουν τη μαρτυρία των ανηλίκων και να κατευνάσουν την αγωνία τους με ενήλικους μηχανισμούς χειραγώγησης (σ.σ. η καταχώριση του τραγικού συμβάντος στη σφαίρα του φαντασιακού – ως παραμύθι), σαν αυτή η αγωνία να μην αφορά σε καμία περίπτωση τον δικό τους ανάλγητο κόσμο και τα υψωμένα τείχη του.

Κροκοδείλια δάκρυα

Όπως το θέτει με σαφήνεια η Προέδρου: «Με φόντο την υποκρισία των “πολιτισμένων” δυτικών κοινωνιών, που από τη μία πλευρά χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα παιδιά που ξεβράζονται στις ακρογιαλιές του Αιγαίου, και από την άλλη είναι συνένοχες στην εκμετάλλευση, στην εξαθλίωση, στον διωγμό και στον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, η ταινία αποτελεί, τελικά, μια αναζήτηση για το πού οδηγείται η σύγχρονη κοινωνία και το πώς οι ανθρώπινες σχέσεις τσακίζονται μέσα στους κόλπους της».

Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο φακός της ταινίας ναι μεν προσεγγίζει καταγγελτικά τις διεφθαρμένες κοινωνικές δομές, αλλά σκύβει με περισυλλογή πάνω από τους καθημερινούς βιοπαλαιστές που εγκλωβίζονται στη μέγγενή τους και μοιραία υποτάσσονται σε αυτές, χωρίς διάθεση να ακυρώσει τις ανθρώπινες πτυχές τους.

Η ταινία θα παραμείνει διαθέσιμη στο ERTFLIX μέχρι τις 6 Ιουνίου.