Η Πλατφόρμα (El Hoyo / The Platform): Ο εφιάλτης της επισιτιστικής κρίσης ζωντανεύει σε μια αλληγορική φυλακή

Μια ταινία που δεν ενδείκνυται για καθησυχαστικά συμπεράσματα

Σε μια κατακόρυφη φυλακή του μέλλοντος με αλλεπάλληλα επίπεδα/κελιά, μια τσιμεντένια πλατφόρμα κατέρχεται καθημερινά από όροφο σε όροφο, μεταφέροντας το φαγητό. Η τετράγωνη τρύπα από όπου διέρχεται ο μηχανισμός βρίσκεται στο κέντρο του κάθε κελιού, κάνοντας τον χώρο να μοιάζει με απύθμενο πηγάδι, που στις «σκαλωσιές» των τοιχωμάτων του διαβιούν οι φυλακισμένοι.

Οι στάσεις της πλατφόρμας διαρκούν δύο λεπτά. Σε κάθε κελί αντιστοιχούν δύο τρόφιμοι, κάποιοι από αυτούς βαρυποινίτες που θέλουν να ελαφρύνουν τη θέση τους και κάποιοι εθελοντές. Είναι οι συμμετέχοντες σε ένα κοινωνικό πείραμα, του οποίου τα νήματα κινεί μια αόρατη «αρχή». Όμως, όποιο κι αν είναι το status των κρατουμένων, γρήγορα η ζωή στη φυλακή μετατρέπεται σε έναν κλειστοφοβικό εφιάλτη.

Παρότι κυκλοφόρησε στην Ισπανία το φθινόπωρο του 2019, «Η Πλατφόρμα» (πρωτ. τίτλος «El Hoyo» / αγγλ. τίτλος «The Platform») είδε τη φήμη της να εκτοξεύεται αρκετούς μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας της πανδημίας COVID-19, την άνοιξη του 2020. Αυτό συνέβη μέσα από μια συμφωνία με τη γνωστή συνδρομητική streaming υπηρεσία του Netflix για τη διανομή της ταινίας σε παγκόσμια κλίμακα, καθιστώντας την άμεσα διαθέσιμη στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Σε μια εποχή που οι ισπανόφωνες παραγωγές έκαναν ιδιαίτερο γκελ στο διεθνές κοινό, το συγκεκριμένο έργο σάρωσε στις προτιμήσεις των συνδρομητών του διαδικτυακού καναλιού, παρακολουθούμενο από 56 εκατομμύρια νοικοκυριά στις πρώτες τέσσερις εβδομάδες της εκεί κυκλοφορίας του.

Το σενάριο της ταινίας, βασισμένο σε θεατρικό κείμενο των Νταβίντ Ντεσόλα και Πέδρο Ριβέρο, μετουσιώνεται από τον σκηνοθέτη Γκάλντερ Γκαζτέλου-Ουρουτία σε ένα φιλμικό υβρίδιο μεταξύ του γερμανικού «Πειράματος» («Das Experiment», 2001) και του πιο πρόσφατου «Snowpiercer» (διά χειρός οσκαρικού Μπονγκ Τζουν-χο εν έτει 2014), με οργουελικές και λοιπές προσμείξεις δυστοπικής, κλειστοφοβικής φύσης.

Η αλληγορική δομή της φυλακής φωτογραφίζει την κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα από την οικονομική της διάσταση, τροφοδοτώντας μια καλοδεχούμενη, όσο και σοκαριστικά ακριβή κριτική για τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου μας, τα πολιτικοοικονομικά συστήματα και τις ζυμώσεις που τον διέπουν.

Τελικά, όλα μοιάζουν να ρυθμίζονται από τα ένστικτα που αντιπροσωπεύουν τη ζωώδη φύση του ανθρώπου και εμποτίζουν τη συνείδησή του με κυριαρχικές, εξουσιαστικές τάσεις, μετατρέποντας κάθε πιθανό συστημικό οικοδόμημα σε τερατώδες έκτρωμα.

Το ζήτημα της άνισης κατανομής των τροφίμων

Αυτό που διαφαίνεται σε πρώτο επίπεδο είναι ότι οι μοναδικές ουσιαστικές εξουσίες των δέσμιων πειραματόζωων της «Τρύπας» (όπως αποκαλείται η φυλακή) εντοπίζονται εκεί που θα έπρεπε να ξεκινούν τα ατομικά δικαιώματα των συνανθρώπων τους· τουλάχιστον όσων εξ αυτών βρίσκονται σε πιο μειονεκτική θέση. Η άσκηση των συγκεκριμένων εξουσιών ισοδυναμεί με πράξη καταπάτησης των δικαιωμάτων των λιγότερο προνομιούχων.

Από εκεί πηγάζει το καπιταλιστικό φαινόμενο της άνισης κατανομής του «πλούτου», που στην εν λόγω περίπτωση είναι το φαγητό. Άνισης, όχι επειδή τα τρόφιμα δεν είναι αρκετά (οι μερίδες επαρκούν για όλους, εάν μοιραστούν ισόποσα ή εφόσον ο καθένας καταναλώσει μόνο το φαγητό της δηλωθείσας προτίμησής του – το οποίο έχει ετοιμαστεί ειδικά για εκείνον), αλλά επειδή τα κοιλιόδουλα ανώτερα στρώματα της φυλακής εκμεταλλεύονται την πλεονεκτική τους θέση, εξαντλώντας τα αποθέματα προτού η πλατφόρμα φτάσει στα κατώτερα επίπεδα.

Στο κελί 48, απομακρυσμένος από τον «αφρό» της αφθονίας, αλλά και από τον τσιμεντένιο πυθμένα της ασιτίας, ο νεοφερμένος Γκόρενγκ (Ιβάν Μασαγκέ), ένας διανοούμενος σαραντάρης που διαβάζει «Δον Κιχώτη», γίνεται εκφραστής ριζοσπαστικών ιδεών ενώπιον του ιδιόρρυθμου ηλικιωμένου συγκατοίκου του, Τριμαγκάσι (Σοριόν Εγκιλεόρ).

Η θέση που διατυπώνει ο πρώτος υπέρ της εγκαθίδρυσης κανόνων δίκαιης μοιρασιάς των τροφίμων είναι αρκετή για να τον στοχοποιήσει ως «κομμουνιστή» στα μάτια του δεύτερου. Οι δυο τους αντιπροσωπεύουν την πάλη του απολιθωμένου συστημικού συντηρητισμού με τις ορμητικές δυνάμεις της ανατροπής και, ταυτόχρονα, τη σύγκρουση του εκπολιτισμένου ουμανιστικού όντος με τον κυνισμό και την παντελή έλλειψη ηθικής ευαισθησίας που είναι συνυφασμένα με τις αρχέγονες καταβολές του.

Κάθε μήνα, το επίπεδο στο οποίο κατοικεί η εκάστοτε δυάδα κρατουμένων αλλάζει. Για κάποιους, η νέα θέση, στην οποία έχουν μεταφερθεί εν αγνοία τους, είναι μια προσωρινή ανάσα ανακούφισης. Για τους υπόλοιπους, ισοδυναμεί με καταδίκη στην ανέχεια και πιθανότατα σε έναν βασανιστικά αργό θάνατο ή, αλλιώς, στην απόλυτη αποκτήνωση, μέσα από τις ακόμα πιο σκληρές αποφάσεις που θα κληθούν να πάρουν για να επιβιώσουν (σ.σ. το θέμα της ανθρωποφαγίας μεταξύ των κρατουμένων).

Όσο πιο κοντά μεταφερόμαστε στη «βάση της πυραμίδας», διαπιστώνουμε ότι δεν απομένει σχεδόν τίποτα από τα αποφάγια της κραιπάλης των προνομιούχων. Ώσπου, αυτό που βλέπουμε καθαρά πίσω από τις εικόνες, πέρα από την προφανή αλληγορία που «φωτογραφίζει» τις κοινωνικές τάξεις, είναι τα απόβλητα ενός ανεπτυγμένου οικονομικά κόσμου που καταλήγουν σε αποστραγγισμένες χώρες-σκουπιδότοπους.

Ένας κόσμος όχι αγγελικά πλασμένος

Οι ανακατατάξεις επιτρέπουν στους μέχρι πρότινος αδικημένους του συστήματος να αδικούν και εκείνοι με τη σειρά τους, κινούμενοι από κοντόφθαλμα κι εκδικητικά αισθήματα, αντί να δίνουν ένα τέλος στον φαύλο κύκλο. Κι αν όλοι μοιάζουν να συμφωνούν ότι η μηνιαία εναλλαγή των επιπέδων πραγματοποιείται τυχαία, παρακολουθώντας την ταινία βλέπουμε ότι όσοι τρόφιμοι είναι αρκετά αδίστακτοι ώστε να επιστρατεύουν κάθε μέσο για να επιβιώσουν (κατά κύριο λόγο φονεύοντας και κανιβαλίζοντας) τείνουν να επιβραβεύονται, κερδίζοντας μια πιο ευνοϊκή θέση τον επόμενο μήνα. Κοινώς, όποιος πατάει επί πτωμάτων ανεβαίνει στην ιεραρχία.

Αντιθέτως, εκείνοι που πορεύονται με θεμιτά μέσα, όσο σκληρά κι αν αγωνιστούν, τελικά όλο και κάποιος πιο προνομιούχος θα βρεθεί να τους βάλει «τρικλοποδιά», ανακόπτοντας την ανέλιξή τους. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο ενθουσιώδης Μπαχαράτ (Εμίλιο Μπουαλέ), ένας από τους συγκρατουμένους που συναντά ο Γκόρενγκ στην πορεία του έργου. Παρότι είναι φιλότιμος, διαθέτει εφόδια ώστε να φτάσει στην κορυφή (σ.σ. σχοινί αναρρίχησης) και δεν αποτελεί άμεση απειλή για κανέναν, οι καταλαμβάνοντες τα ανώτερα στρώματα θα φροντίσουν να τον σταματήσουν με κάθε τρόπο. Η επικράτηση των ταπεινών, χαιρέκακων κινήτρων και της αναξιοκρατίας αποτυπώνεται σε όλο της το μεγαλείο.

Ο ιδεαλιστής επαναστάτης που μετατρέπεται σε δικτάτορα

Με το πέρασμα του χρόνου, η αγνότητα του Γκόρενγκ θα θρυμματιστεί, προκειμένου εκείνος να αντεπεξέλθει στην κούρσα επιβίωσης, ενώ τα επιτακτικά του αιτήματα θα γίνουν ολοένα και πιο αδιαπραγμάτευτα και η συμπεριφορά του εχθρική απέναντι στην αχαλίνωτη ασυδοσία των εκάστοτε προνομιούχων της φυλακής. Ο ίδιος έχει, πλέον, αποδεχθεί ότι μόνο η απειλή της τιμωρίας είναι ικανή να κρατήσει τα μέλη της κοινωνίας συμμορφωμένα σε ανθρωπιστικούς κανόνες.

Αυτήν τη διεργασία θα επιταχύνει η συνύπαρξή του με την Ιμογκίρι (Αντόνια Σαν Χουάν), μια πρώην υπάλληλο της δομής, η οποία προσπαθεί να πυροδοτήσει την αυθόρμητη αλληλεγγύη των τροφίμων μέσα από μια απόλυτα λογική επιχειρηματολογία. Εκείνη επιστρατεύει τη ρητορική ενός ειρηνικού κινήματος που στοχεύει στην αλλαγή μέσω της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας, τη στιγμή που ο πραγματιστής και χωρίς αναστολές Γκόρενγκ επιλέγει τον δρόμο της ένοπλης επανάστασης, η οποία στον βωμό του «κοινού καλού» ενδίδει στη βία και τα ακραία μέσα εκφοβισμού για να επιβάλει τον νόμο της.

Μαζί με τον συγκρατούμενο Μπαχαράτ, ο Γκόρενγκ θα εφαρμόσει διά του ροπάλου ένα σχέδιο για ισόποση κατανομή του φαγητού, αφήνοντας νηστικά τα μέχρι πρότινος χορτάτα ανώτερα στρώματα και καταπνίγοντας βίαια κάθε αντεπαναστατική ενέργεια όσων δεν δείχνουν διάθεση να υπακούσουν στους νέους κανόνες. Οι δυο τους θέλουν, έτσι, να περάσουν το μήνυμα της νέας τάξης πραγμάτων στους δημιουργούς της «σωφρονιστικής» δομής, στέλνοντας μέσω της πλατφόρμας προς τα πάνω μία άθικτη τροφή, με σκοπό να φτάσει μέχρι τους χειριστές του μηχανισμού.

Αυτή θα είναι η απόδειξη της αυταπάρνησης του συνόλου των φυλακισμένων μπροστά στον κοινό ανθρωπιστικό στόχο. Ωστόσο, οι καλές προθέσεις του Γκόρενγκ θα αλλοιωθούν και η ουσία του μηνύματός του θα παρερμηνευθεί: Στο μαγειρείο της δομής, που βρίσκεται στα ανώτατα κλιμάκια και μοιάζει με χώρο πολυτελούς εστιατορίου, ο σεφ πιστεύει ότι οι φυλακισμένοι δεν κατανάλωσαν την πανακότα που επιστράφηκε επειδή το επιδόρπιο περιείχε μια τρίχα…

Τι θέλει να πει ο ποιητής

Συνοπτικά, «Η Πλατφόρμα» είναι ένα κλειστοφοβικό, δυσοίωνο και ακραίο ως προς την ωμότητά του κοινωνικό θρίλερ, το οποίο χρησιμοποιώντας τη συμβολική μικρογραφία του κόσμου μας σκιαγραφεί μια κατ’ ευφημισμόν εκπολιτισμένη ανθρωπότητα, ισοβίως αιχμάλωτη στα αρχέγονα ένστικτά της. Υπό συνθήκες οικονομικού φιλελευθερισμού, αυτή η ζωώδης φύση οξύνει τις ανισότητες και καθιερώνει την αναξιοκρατία και την εκμετάλλευση σε μια άπληστη κοινωνία που μαστίζεται από την ηθική σήψη.

Από την άλλη, οι ρηξικέλευθοι ηγέτες της αλλαγής, που είναι μεμονωμένες φωτεινές εξαιρέσεις, θα πρέπει να έχουν το χάρισμα να εμπνέουν τις υψηλές αξίες στη μάζα και όχι να τις επιβάλλουν ετσιθελικά και αλαζονικά, ειδάλλως η «επανάστασή» τους κινδυνεύει να οδηγήσει την κοινωνία σε έναν νέο κύκλο καταπίεσης και τους ίδιους σε εκφυλισμό αξιών και ιδανικών.

«Η Πλατφόρμα» αποτελεί μια απαισιόδοξη φιλοσοφική ματιά στο αδιέξοδο του ανθρώπινου είδους, εστιάζοντας σε σκοτεινές παρορμήσεις και ένστικτα, τα οποία αντιμάχονται το φροϋδικό «υπερεγώ», εκείνο δηλαδή το κομμάτι μας όπου εκκολάπτονται οι κοινωνικά προσδιορισμένες ηθικές αξίες και επιταγές. Όλο αυτό ταιριάζει γάντι με την κλειστοφοβική αισθητική και τα ξεσπάσματα γραφικής βίας της ταινίας, που έχουν ως συνδετικό κρίκο την εμπνευσμένη κινηματογράφηση, το διαρκές σασπένς και τους έξυπνα δομημένους χαρακτήρες που ενδυναμώνουν την ισχύ της πλούσιας σημειολογίας της.

Η ταινία είναι διαθέσιμη στο Netflix.

 

Ένας πλανήτης πεινασμένων, με αρκετό φαγητό για… όλους

Η άνιση κατανομή του πλούτου και των υλικών αγαθών του πλανήτη είναι μία από τις κυρίαρχες αναγνώσεις της αλληγορίας της «Πλατφόρμας», ακουμπώντας και στο ζήτημα της επισιτιστικής ανασφάλειας.

Η Γη, όπως και η φυλακή της εν λόγω ταινίας, διαθέτει αρκετό φαγητό για να
ταΐσει τον πληθυσμό της. Σύμφωνα με την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Παγκόσμια Επισιτιστική Ασφάλεια (CFS), η αγροτική παραγωγή προσφέρει αρκετά τρόφιμα για να θρέψει 1,5 φορά τον παγκόσμιο πληθυσμό, δηλαδή περίπου 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Παρ’ όλα αυτά, 735 εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν –κατά ετήσιο μέσο όρο– αντιμέτωποι με συνθήκες πείνας το 2022, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση για την κατάσταση της επισιτιστικής ασφάλειας και της διατροφής στον κόσμο (SOFI), την οποία εκπόνησαν ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) και το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) των Ηνωμένων Εθνών, το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD), η UNICEF και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO).

Σύμφωνα με το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), δεν τίθεται θέμα ανεπαρκούς ποσότητας τροφίμων, αλλά λανθασμένων ανθρώπινων προσεγγίσεων (τρόποι χρήσης γης, καταναλωτικές τάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες, σπατάλη τροφίμων). Για παράδειγμα, λόγω της αυξημένης ζήτησης για κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα, κυρίως από τις πλουσιότερες χώρες, περίπου το 60% της παγκόσμιας γεωργικής γης χρησιμοποιείται για τη βόσκηση των ζώων. Επιπλέον, το ένα τρίτο του παραγόμενου φαγητού χάνεται ή σπαταλάται μεταξύ αγροκτήματος και πιάτου, με τα τρόφιμα να αγοράζονται ταχύτερα από ό,τι μπορούν να καταναλωθούν. Όπως υπολογίζεται, περίπου 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι τροφίμων χάνονται ή σπαταλώνται ετησίως. «Το πρόβλημα είναι τα συστήματα τροφίμων μας· ο τρόπος που παράγουμε, συγκομίζουμε, μεταφέρουμε, επεξεργαζόμαστε, εμπορευόμαστε και καταναλώνουμε τα τρόφιμα», αναφέρει ο Gabriel Ferrero, πρόεδρος της CFS.

«Αυτά τα συστήματα δεν λειτουργούν, ιδιαίτερα για τους μικροκαλλιεργητές σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι παράγουν το 80% του φαγητού που τρώμε, αλλά παραμένουν βυθισμένοι στη φτώχεια, ενώ αντιμετωπίζουν ολοένα και χειρότερες προκλήσεις εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, των συγκρούσεων και των πανδημιών», προσθέτει ο ίδιος, καταλήγοντας: «Ταυτόχρονα, τα τρόφιμα και η γεωργία ευθύνονται για περίπου το ένα τρίτο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και αποτελούν τους κύριους μοχλούς απώλειας βιοποικιλότητας και υποβάθμισης του εδάφους».