Πλεονασματικό μετά από 36 χρόνια το αγροτικό ισοζύγιο της Ελλάδας

των Γιάννη Τσατσάκη, Αντώνη Ανδρονικάκη

Μια εξέλιξη κεφαλαιώδους σημασίας που σηματοδοτεί παράλληλα νέες προκλήσεις για όλους όσοι εμπλέκονται, από διάφορα μετερίζια, στον εγχώριο αγροδιατροφικό τομέα αφήνει, όπως όλα δείχνουν, ως «κληρονομιά» στο νέο έτος το 2020.

Σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις εξαγωγικών φορέων και αναλυτών, που βασίζονται στα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2020 έκλεισε με θετικό πρόσημο στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο της χώρας μας για πρώτη φορά μετά από 36 χρόνια. Με λίγα λόγια, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ξεπέρασαν τις εισαγωγές, κάτι που είχε να συμβεί από το… μακρινό 1984, οπότε και είχε καταγραφεί πλεόνασμα 8,89 δισ. δραχμών.

Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της EΛΣΤΑΤ, που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas, δείχνουν ότι στο δεκάμηνο του 2020 το ισοζύγιο είχε ήδη «γυρίσει» σε θετικό έδαφος, εμφανίζοντας πλεόνασμα που αγγίζει τα 300 εκατ. ευρώ. Πρόκειται ουσιαστικά για το επιστέγασμα μιας πορείας δέκα και πλέον χρόνων, στη διάρκεια της οποίας η «ψαλίδα» μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγροτικών προϊόντων εμφάνισε σαφείς τάσεις αποκλιμάκωσης.

Οι εξαγωγές κάνουν τη διαφορά

Το ελπιδοφόρο, μάλιστα, είναι ότι η πορεία αυτή αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στην αύξηση των εξαγωγών. Όπως εξηγεί στην «ΥΧ» ο ερευνητής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), Αθανάσιος Χύμης, «από τις αρχές της οικονομικής κρίσης, παρατηρείται μια μείωση του ελλείμματος. Το 2008, οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων κινούνταν στην περιοχή των 7 δισ. ευρώ και 11 χρόνια μετά, το 2019, διαμορφώνονταν στα 7,3 δισ. ευρώ, είχαν δηλαδή αυξηθεί κατά μόλις 4%, ενώ στο ενδιάμεσο είχαν καταγράψει και μείωση». Όπως προσθέτει ο ίδιος, «αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι εξαγωγές, οι οποίες από τα 4 δισ. ευρώ το 2008 είχαν υπερδιπλασιαστεί στα 6,5 δισ. ευρώ το 2019. Απόρροια αυτού ήταν το έλλειμμα στο ελληνικό αγροτικό ισοζύγιο να μειωθεί από τα 3 δισ. ευρώ το 2008 στα 760 εκατ. ευρώ το 2019».

Σύμφωνα με τον κ. Χύμη, εφόσον οι εκτιμήσεις των εξαγωγικών φορέων της χώρας για αύξηση των εξαγωγών σε ένα ποσοστό 12% το 2020 επιβεβαιωθούν (κάτι που αναμένεται να γίνει τους επόμενους μήνες, όταν θα είναι διαθέσιμα τα τελικά στοιχεία), υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το έλλειμμα να έχει μηδενιστεί και να έχει ‘‘γυρίσει’’ πλέον σε πλεόνασμα».

Οδηγοί οπωροκηπευτικά και γαλακτοκομικά

Σημαντικό ρόλο σε αυτό φαίνεται ότι έχει διαδραματίσει η εξαιρετική πορεία των οπωροκηπευτικών, τα οποία, όπως τόνισε σε άρθρο του στο προηγούμενο φύλλο της «ΥΧ» ο ειδικός σύμβουλος του Incofrut-Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης, σημείωσαν την περασμένη χρονιά ιστορικό ρεκόρ εξαγωγών, παίρνοντας επιπλέον ώθηση από τις ειδικές συνθήκες και τις αλλαγές που διαμόρφωσε στη συμπεριφορά των καταναλωτών η πανδημία.

Με νέα άνοδο εκτιμάται ότι έκλεισαν το 2020 και οι εξαγωγές γαλακτοκομικών, οι οποίες, με αιχμή του δόρατος τη φέτα, αλλά και σημαντικές «βοήθειες» από το γιαούρτι, είχαν εμφανίσει άνοδο 11,7% το 2019, ξεπερνώντας μάλιστα την εν λόγω χρονιά τα αλιεύματα.

«Κλειδιά» για το μέλλον κρέας και ελαιόλαδο

Σε έναν μεγάλο βαθμό, η διακύμανση του ελλείμματος του αγροτικού ισοζυγίου τα τελευταία χρόνια οφείλεται στις εξαγωγές ελαιολάδου. Πρόκειται για ένα προϊόν, το οποίο, όπως είναι γνωστό, χαρακτηρίζεται από σημαντική μεταβλητότητα λόγω των αυξομειώσεων στην παραγωγή από έτος σε έτος. Για παράδειγμα, το 2018, οι εξαγωγές ελαιολάδου ήταν στα 700 εκατ. ευρώ, το 2019 υποχώρησαν στα 420 εκατ. ευρώ, ενώ το 2020 εκτιμάται ότι επέστρεψαν στα προ διετίας επίπεδα, κάτι που επίσης συνέβαλε στο διαφαινόμενο πλεόνασμα του αγροτικού ισοζυγίου.

Σύμφωνα με τον κ. Χύμη, στο εν λόγω προϊόν μπορεί να «δει» κανείς και τη σημαντικότερη πρόκληση για τη διατήρηση του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων σε θετικό έδαφος, που είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Η πρόκληση αυτή έχει να κάνει με την αύξηση της προστιθέμενης αξίας των αγροτικών προϊόντων, κάτι στο οποίο, πέρα από την πρωτογενή παραγωγή, κομβικός είναι και ο ρόλος της μεταποίησης. «Αν η αλυσίδα παραγωγής και μεταποίησης ελαιολάδου οργανωθεί καλύτερα, θα έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να περιορίσει τη μεταβλητότητα αυτή, αλλά και να επιτύχει σημαντικά υψηλότερη αξία μέσω υψηλότερων τιμών κατά μονάδα εξαγόμενων ποσοτήτων», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Σημαντικό ρόλο στη μετατροπή του ελλείμματος και σε πλεόνασμα και στη μακροπρόθεσμη διατήρησή του μπορεί να παίξει και ο κλάδος της κτηνοτροφίας. Τα προϊόντα κρέατος παρουσιάζουν ένα έλλειμμα της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο (το μεγαλύτερο στο εμπορικό ισοζύγιο αγροδιατροφικών προϊόντων), το οποίο, αν προστεθούν και οι ζωοτροφές, φτάνει τα 1,6 δισ. ευρώ. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, παρατηρείται μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση στις εξαγωγές προϊόντων κρέατος, οι οποίες από 76 εκατ. ευρώ το 2008 έφτασαν τα 145 εκατ. ευρώ το 2019, δηλαδή ουσιαστικά διπλασιάστηκαν μέσα σε μια δεκαετία. Τα ποσά, βέβαια, παραμένουν μικρά, κάτι που σημαίνει ότι και εδώ υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, κάτι που εφόσον επιτευχθεί θα δημιουργήσει μια επιπλέον ευνοϊκή συνθήκη για τη συντήρηση της δυναμικής που εμφανίζει το αγροτικό ισοζύγιο.