Ποσόστωση στις εισαγωγές τυριών στην Αυστραλία

Η νομοθεσία αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κλειστού «club»Το εν λόγω σύστημα, πρακτικά, «απαγορεύει» την είσοδο στην αγορά τυριών νέων εταιριών, αποκλείει νέους εισαγωγείς

Ποσόστωση στις εισαγωγές τυριών στην Αυστραλία

Η καθιέρωση του συστήματος ποσόστωσης στην εισαγωγή τυριών στην Αυστραλιανή αγορά, ξεκίνησε το 1987. Πρόκειται για ένα καθεστώς το οποίο συναντά υπέρμαχους, αλλά και επικριτικές απόψεις.

Για πολλούς, η νομοθεσία αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κλειστού «club» εισαγωγέων τυριού, ενώ, για άλλους, με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η είσοδος στην αγορά περιστασιακών εμπόρων, που ενδέχεται να δημιουργήσουν και έναν αθέμιτο ανταγωνισμό, αφού είναι πιθανόν να πωλήσουν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερη τιμή, εξασφαλίζοντας κέρδη, αλλά μη έχοντας μια σταθερή παρουσία στην αγορά.

Σύμφωνα με το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) στο Σίδνεϊ, ως κριτήριο για την κατανομή της ποσόστωσης χρησιμοποιείται ο βαθμός χρήσης της από αυτούς που κατείχαν σχετική άδεια κατά την προηγουμένη διετία.

Ως προς το εύρος της ποσόστωσης, η συνολική ποσότητα των 11.500 τόνων αφορά όλες τις χώρες προέλευσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύστημα αυτό έχει δώσει τη δυνατότητα στους καθιερωμένους εισαγωγείς να «ελέγχουν» και να διαχειρίζονται την αγορά, καθώς και να διαμορφώνουν ακόμη και τις προδιαγραφές της τιμολογιακής πολιτικής. 

Το εν λόγω σύστημα, πρακτικά, «απαγορεύει» την είσοδο στην αγορά τυριών νέων εταιριών, αποκλείει νέους εισαγωγείς και γενικά δεν απελευθερώνει τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού.

Σύμφωνα με το ανωτέρω γραφείο ΟΕΥ, τα τυριά που καλύπτει το σύστημα είναι τα φρέσκα τυριά, τα τριμμένα ή τα τυριά σε σκόνη όλων των ειδών. Τα τυριά που εξαιρούνται και εισέρχονται χωρίς φόρο είναι το roquefort και το stilton, αυτά που παρασκευάζονται από αίγειο γάλα –εκτός από φέτα και κασέρι–, καθώς και τα τυριά επιφανειακής ωρίμανσης τύπου camember ή brie.

Επίσης, ειδικό καθεστώς ελεύθερης εισαγωγής διέπει τα τυροκομικά προϊόντα προέλευσης Νέας Ζηλανδίας, Παπούα-Νέας Γουϊνέας, Σιγκαπούρης, ΗΠΑ και Ταϋλάνδης, λόγω των Συμφωνιών Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ αυτών των χωρών και της Αυστραλίας.