Τους πρώτους ελληνικούς σπόρους σιταριού γέννησε η σύμπραξη αδελφών Παυλίδη-Σόγια Ελλάς (video)

Την πρώτη «φουρνιά» σπόρων σκληρού και μαλακού σιταριού που έχουν αναπτυχθεί εξαρχής στη χώρα μας, έχοντας κατά νου τα «θέλω» και τις ανάγκες των Ελλήνων παραγωγών και της ντόπιας βιομηχανίας, έχουν πλέον στα χέρια τους οι αδελφοί Παυλίδη και η Σόγια Ελλάς, ανοίγοντας έναν νέο και πολλά υποσχόμενο δρόμο για ολόκληρη την αλυσίδα του κλάδου.
Πρόκειται για τη δικαίωση μιας προσπάθειας που ξεκίνησε πριν από μία δεκαετία περίπου και η οποία φαντάζει περισσότερη επίκαιρη από ποτέ, σε μια συγκυρία που, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των διαταραχών στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, η συζήτηση για την εθνική διατροφική αυτονομία έχει ανάψει για τα καλά.
Αυτό βέβαια ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ο Σάββας και ο Κώστας Παυλίδης το 2011, όταν, έχοντας ήδη πίσω τους μια σημαντική διαδρομή στην καλλιέργεια και εμπορία δημητριακών, αποφάσιζαν να πέσουν στα βαθιά και να δημιουργήσουν ουσιαστικά από το μηδέν γενετικό υλικό προσαρμοσμένο στις εγχώριες περιβαλλοντικές συνθήκες.
Το όραμα της αυτάρκειας
Όμως, το… μικρόβιο της αυτάρκειας είχε μπει μέσα τους για τα καλά και αυτό ήταν αρκετό για να κάνουν την αρχή. «Ποικιλίες υπάρχουν πολλές στην ελληνική αγορά, ωστόσο όλες έρχονται από το εξωτερικό και εδώ γίνεται μόνο η αναπαραγωγή. Για χρόνια σκεφτόμασταν πώς είναι δυνατόν μια χώρα, για την οποία η καλλιέργεια του σιταριού και δη του σκληρού είναι τόσο κομβική, να είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Αναλογιζόμασταν επίσης την προστιθέμενη αξία που θα μπορούσε να προκύψει για όλους τους εμπλεκόμενους, αλλά και για την εθνική οικονομία από την ανάπτυξη και τη χρήση σπόρου ελληνικής ιδιοκτησίας, κομμένου και ραμμένου στις δικές μας ανάγκες και συνθήκες», λέει ο Σάββας Παυλίδης, καθώς υποδέχεται την «ΥΧ» στον αποδεικτικό αγρό λίγο έξω από τον Αλμυρό Μαγνησίας.
«Σήμερα, βλέποντας τα “παιδιά” μας, αισθανόμαστε περήφανοι και σίγουροι ότι ο χρόνος και ο κόπος που επενδύσαμε έπιασε τόπο. Έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε σπόρους σκληρού και μαλακού σιταριού που μπορούν να κάνουν τη διαφορά τόσο για τον αγρότη όσο και για τις βιομηχανίες. Και αυτό είναι κάτι που θα διαπιστώσουν οι πρώτοι στο χωράφι και οι δεύτερες στα τελικά προϊόντα τους», προσθέτει ο επιχειρηματίας, καθώς μας δείχνει τα «φορτωμένα» στάχυα.
Ο πρώτος πληθυντικός που χρησιμοποιεί ο συνομιλητής μας δεν αφορά μόνο τον αδελφό του, αλλά και τη Σόγια Ελλάς, η οποία από την πρώτη στιγμή έδειξε ενδιαφέρον για το εγχείρημα και πολύ σύντομα αποφάσισε να εμπλακεί ενεργά.

«Η σχέση μας με τον Σάββα και τον Κώστα χρονολογείται από τη δεκαετία του 1990 και τη νέα τους προσπάθεια την παρακολουθήσαμε από τα πρώτα της κιόλας βήματα», μας λέει ο Πασχάλης Γεμενετζής, ο οποίος από το 1986 βρίσκεται στο τιμόνι του τμήματος Δημητριακών της Σόγια Ελλάς.
Με την πείρα ενός ανθρώπου που έχει «γράψει» χιλιόμετρα στον χώρο, δεν άργησε να διακρίνει τη δυναμική της. «Από το 2012 ξεκινήσαμε αυτήν τη συνέργεια, η οποία πιστεύουμε ότι δίνει στο πρωτοποριακό εγχείρημα των αδελφών Παυλίδη προστιθέμενη αξία, λόγω της δυνατότητας της Σόγια Ελλάς να διεισδύσει στην ελληνική αγορά και στο εξωτερικό, σε μύλους, σε βιομηχανίες ζυμαρικών και τροφίμων γενικότερα.
Επιχειρήσεις δηλαδή που είναι πελάτες μας και σαφώς ενδιαφέρονται για ένα προϊόν που παράγεται από αυτούς τους σπόρους. Κανείς δεν μένει αδιάφορος στην οικονομία στα έξοδα, στα περισσότερα κιλά ανά στρέμμα και στα εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά», τονίζει ο κ. Γεμενετζής και προσθέτει: «Μέχρι στιγμής, η συνεργασία έχει αποδώσει πέρα από τις προσδοκίες μας. Σκοπός μας είναι να παραγάγουμε τον σπόρο στην Ελλάδα και να υπάρξει μια καθετοποίηση με συμβολαιακή γεωργία από τον παραγωγό μέχρι τη βιομηχανία που παράγει ζυμαρικά, σιμιγδάλι, κίτρινο αλεύρι κ.ο.κ».
Στην Ελλάδα το breeding

«Έχοντας αγκαλιάσει από την αρχή την προσπάθεια, την τελευταία πενταετία συμμετέχουμε ακόμα πιο ενεργά. Φέρνουμε στο πρότζεκτ τη δική μας οπτική και επί της ουσίας επιχειρούμε να “παντρέψουμε” τον παραγωγό με τον καταναλωτή που παραλαμβάνει το προϊόν, δηλαδή τη βιομηχανία», συμπληρώνει από την πλευρά του ο Θεόδωρος Μαρινάκης, από το τμήμα Δημητριακών της Σόγια Ελλάς και συντονιστής έργου για λογαριασμό της εταιρείας.
Ο ίδιος στέκεται στην αναγκαιότητα να αποκτήσει η Ελλάδα αυτάρκεια σε σπόρους και να απεξαρτηθεί ο Έλληνας αγρότης από τις εισαγωγές, κάτι που καθίσταται ακόμα πιο επιτακτικό λόγω του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώνουν η γεωπολιτική αστάθεια, η κλιματική αλλαγή και οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα. «Γι’ αυτό και επιλέξαμε τον δύσκολο δρόμο, τον δρόμο της δημιουργίας και ανάπτυξης δικών μας πρωτότυπων σπόρων, αντί απλά να αποκτήσουμε τα δικαιώματα και να διαθέσουμε σπόρους ήδη έτοιμους, οι οποίοι θα είχαν παραχθεί για τις ανάγκες κάποιας άλλης αγοράς», σημειώνει με έμφαση.
Ο κ. Παυλίδης σπεύδει να διευκρινίσει ότι η σύμπραξη με τη Σόγια Ελλάς «δεν υπακούει στη λογική της δημιουργίας κέρδους από την πώληση σπόρων σποράς. Κατ’ αρχάς, η προτεραιότητά μας ήταν να δημιουργήσουμε σπόρους ελληνικής ιδιοκτησίας όπου το breeding θα γίνεται εδώ, αποδεσμευμένους από “royalties” που πρέπει να καταβληθούν σε οίκους του εξωτερικού, άρα και πιο ανταγωνιστικούς και προσιτούς στον παραγωγό. Δεύτερος και παράλληλος στόχος είναι η προστιθέμενη αξία να παραμένει στη χώρα μας και να μοιράζεται σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας.
Και τρίτον, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, φυσικά μας ενδιαφέρει και η προοπτική των εξαγωγών. Άλλωστε, ως χώρα τόσο καιρό εισάγουμε σπόρους σιταριού. Γιατί να μην μπούμε πλέον εμείς στη θέση του εξαγωγέα;», διερωτάται, χαμογελώντας με νόημα.
Σύντομα η διάθεση των νέων σπόρων στους παραγωγούς
Έχοντας πλέον περάσει τα στάδια της ανάπτυξης και της δοκιμής των νέων ποικιλιών, τα επόμενα βήματα αφορούν την πιστοποίηση και εγγραφή τους στους καταλόγους και, εν συνεχεία, την εμπορική διάθεση στους παραγωγούς, η οποία, όπως σημειώνει ο κ. Παυλίδης, θα ξεκινήσει σε τρεις σεζόν από τώρα. Ήδη, πάντως, το εγχείρημα έχει προσελκύσει την προσοχή μεγάλων βιομηχανιών, όπως η Barilla Ελλάς.
«Η παρακολούθηση των εξελίξεων και της ανάπτυξης νέων ποικιλιών σκληρού σίτου αποτελεί διαχρονικά στρατηγική επιλογή της Barilla. Είναι γνωστό άλλωστε ότι είμαστε η εταιρεία που καθιέρωσε τη συμβολαιακή καλλιέργεια στο σκληρό σιτάρι με αποκλειστικές ποικιλίες με εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά για την παραγωγή αντίστοιχα υψηλής ποιότητας ζυμαρικών», δηλώνει στην «ΥΧ» ο Κώστας Θεοχαρίδης, υπεύθυνος Αγοράς Πρώτων Υλών.
«Οι ποικιλίες που αναπτύσσονται με τη συνέργεια της Σόγια Ελλάς και των αδελφών Παυλίδη έχουν τον διττό στόχο να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των παραγωγών για υψηλές καλλιεργητικές αποδόσεις και, παράλληλα, τις απαιτήσεις της βιομηχανίας ζυμαρικών για ποιοτικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, το αξιοσημείωτο και πρωτοποριακό είναι ότι γίνεται εξαρχής δημιουργία ποικιλιών σίτου στη χώρα μας αντί για τη συνήθη πρακτική της αναπαραγωγής-πολλαπλασιασμού στην Ελλάδα. Ως Barilla Ελλάς, έχουμε ήδη εντάξει στη χρήση μας αυτές τις ποικιλίες με εξαιρετικά αποτελέσματα. Αυτήν τη στιγμή, λοιπόν, αναμένουμε με ενδιαφέρον το νέο γενετικό υλικό που δημιουργείται στην περιοχή του Αλμυρού», καταλήγει ο κ. Θεοχαρίδης.
«Η Ελλάδα πλέον δεν χρειάζεται να εξαρτάται από τις εισαγωγές»
Η δημιουργία πρωτότυπου γενετικού υλικού δεν θα ήταν βέβαια δυνατή δίχως το απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο πρώτης γραμμής. Κι αυτό είναι που κομίζει ο Dr Charles Ntiamoah, γενετιστής στον οποίο απευθύνθηκαν οι αδελφοί Παυλίδη και η Σόγια Ελλάς.

«Όλα τα μεγάλα πράγματα ξεκινούν με ένα όραμα το οποίο από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι διαθέτουν ο Σάββας και ο Κώστας Παυλίδης. Ξεκίνησαν με στόχο να ‘σπάσουν’ ένα στεγανό, αυτό της εξάρτησης της Ελλάδας από τις εισαγωγές και να την καταστήσουν αυτάρκη στις ποικιλίες τόσο του σκληρού όσο και του μαλακού σιταριού. Αυτό που βλέπετε σήμερα στον Αλμυρό, είναι η υλοποίηση αυτού του οράματος», υπογραμμίζει.
«Πέρα από τις καινοτόμες τεχνικές γενετικής βελτίωσης, που μας δίνουν τη δυνατότητα να συνδυάσουμε διαφορετικά γονίδια, πολύ σημαντική είναι και η προσέγγιση που ακολουθούμε. Δεν δουλεύουμε εν κενώ, αντίθετα ξεκινάμε από τον τελικό μας στόχο.
Μιλάμε δηλαδή διαρκώς με τον αγρότη και τη βιομηχανία, ζητάμε τη γνώμη τους, τους δίνουμε δείγματα για να τα δοκιμάσουν και να δουν πώς ανταποκρίνονται οι σπόροι στις ανάγκες και στα προϊόντα τους.
Έτσι όταν φτάνουμε να καταχωρούμε μια ποικιλία είμαστε σίγουροι ότι θα έχει ένα “σπίτι”, ότι η βιομηχανία θα την επιθυμεί και ότι ο αγρότης θα είναι χαρούμενος να την καλλιεργήσει», εξηγεί.
«Ουσιαστικά θεωρώ ότι έχουμε ήδη πετύχει. Μένει μόνο να αγκαλιάσει ο αγροτικός κόσμος το εγχείρημα και να συνειδητοποιήσει πόσο σπουδαίο είναι αυτό που οι δύο εξαιρετικές εταιρείες έχουν δημιουργήσει», καταλήγει ο Dr Ntiamoah.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Γιαννουλάκης