Το ράλι στα σιτηρά γέμισε τα ταμεία των μεγάλων αγροτικών οίκων

Η άνοδος των τιμών και η μεταβλητότητα στις αγορές, λόγω Covid-19 αλλά και καιρικών συνθηκών, ευνόησαν τους κολοσσούς των εμπορευμάτων

Aerial view of big grain elevators on the sea. Loading of grain on a ship. Port. Cargo ship

Είναι γεγονός ότι το κύμα αυξήσεων στις τιμές των δημητριακών που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετούς μήνες δίνει, για πρώτη φορά μετά από καιρό, την ευκαιρία στους αγρότες να βελτιώσουν τα περιθώρια κερδοφορίας τους, βγάζοντας τρόπον τινά τα «σπασμένα» πολλών ετών, αρκεί βέβαια πρώτα να αντιπαρέλθουν τις αντίστοιχες αυξήσεις στα εφόδια, στις πρώτες ύλες και, γενικότερα, στα κόστη παραγωγής.

Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι αυτά τα περιθώρια ωχριούν μπροστά σε εκείνα των μεγάλων οίκων που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και στη διακίνηση των σιτηρών και οι οποίοι, μετά το αρχικό μούδιασμα και τις ανατροπές που προκάλεσε στις αγορές και στα μοντέλα κατανάλωσης η κρίση του κορωνοϊού, δεν άργησαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοίνωσαν πρόσφατα τέσσερις από αυτούς τους ομίλους αποδεικνύουν του λόγου του αληθές.

Ρεκόρ κερδοφορίας για την Cargill

Ξεκινώντας από την Cargill, στη χρήση του 2021 που έληξε στις 31 Μαΐου, η εταιρεία κατέγραψε, σύμφωνα με το Bloomberg, τα υψηλότερα κέρδη στα 156 χρόνια ιστορίας της. Σύμφωνα με το πρακτορείο (σ.σ. ο αμερικανικός όμιλος από πέρυσι σταμάτησε να δίνει στη δημοσιότητα τις οικονομικές του καταστάσεις), τα κέρδη ξεπέρασαν τα 4,93 δισ. δολάρια, αυξημένα κατά 64% σε σχέση με τα 3 δισ. δολάρια της περσινής χρήσης και πολύ πάνω από την αμέσως καλύτερη επίδοση των 3,95 δισ. δολαρίων που είχε καταγραφεί το 2008 κατά τον προηγούμενο «υπερκύκλο» των αγροτικών εμπορευμάτων.

Οι πωλήσεις έφτασαν τα 134,4 δισ. δολάρια, σημειώνοντας άνοδο 17% σε σχέση με τα 114,6 δισ. δολάρια του 2020, με το περιθώριο κέρδους επί των πωλήσεων να διαμορφώνεται σε 3,7%, ιδιαίτερα υψηλό για μια επιχείρηση του συγκεκριμένου κλάδου.

Eξαγορά στο κοτόπουλο

Η Cargill, με παρουσία σε τουλάχιστον 70 χώρες παγκοσμίως, έχει ηγετική θέση στις αγορές του καλαμποκιού και της σόγιας, παράλληλα όμως διαθέτει ισχυρή παρουσία και στις ζωικές πρωτεΐνες (βοδινό, ψάρια, κρέας πουλερικών) στις οποίες, από το 2013 που ανέλαβε ο σημερινός διευθ. σύμβουλος, David MacLennan, έχει ρίξει μεγάλο βάρος.

Συνεχίζοντας σε αυτήν τη γραμμή, ο όμιλος ανακοίνωσε πριν από λίγες μέρες ότι προχωρά στην απόκτηση της Sanderson Farms, τρίτης μεγαλύτερης πτηνοτροφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ, έναντι 4,53 δισ. ευρώ, σε μια συγκυρία που οι διεθνείς τιμές του κοτόπουλου αυξάνονται, καθώς ανακάμπτει η ζήτηση από την αγορά του HORECA.

Όπως έγινε γνωστό, η εξαγορά θα πραγματοποιηθεί σε συνεργασία με την Continental Grain Co, η οποία ήδη ελέγχει μια μικρότερη επιχείρηση πουλερικών, τη Wayne Farms. Ο συνδυασμός των δύο εταιρειών θα δημιουργήσει έναν ισχυρό ανταγωνιστή για τις Tyson Foods και Pilgrim’s Pride, Νο 1 και Νο 2 του κλάδου αντίστοιχα.

Πάντως, τον Ιούνιο που ήρθε στην επιφάνεια το ενδιαφέρον της Cargill, αναλυτές της JP Morgan εκτιμούσαν ότι ενδεχόμενη συγχώνευση των Continental Grain και Sanderson Farms θα περνούσε αναγκαστικά από το μικροσκόπιο των Αρχών Ανταγωνισμού, καθώς οι δυο εταιρείες αθροιστικά κατέχουν μερίδιο 15% στην αμερικανική αγορά κοτόπουλου.

Ώθηση από καλαμπόκι στην ADM

Η Cargill, μαζί με τις Archer-Daniels-Midland (ADM), Βunge και Louis Dreyfus, συμπληρώνει την τετράδα των μεγαλύτερων διακινητών αγροτικών προϊόντων παγκοσμίως, γνωστοί και ως «ABCD» (σ.σ. από τα αρχικά τους που συμπίπτουν με τα τέσσερα πρώτα γράμματα του αγγλικού αλφαβήτου) ή «Βig 4» των αγροτικών εμπορευμάτων. Τα άλλα δύο μέλη του εκλεκτού αυτού «κλαμπ» που ανακοίνωσαν αποτελέσματα πρόσφατα, κατέγραψαν παρόμοιες οικονομικές επιδόσεις.

Ειδικότερα, η ADM «είδε» τα κέρδη της να αυξάνονται κατά 52% σε ετήσια βάση και κατά 27% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του έτους, φτάνοντας τα 712 εκατ. δολάρια, αφού έλαβαν ώθηση, μεταξύ άλλων, από τις αυξημένες εξαγωγές καλαμποκιού και σόγιας προς την Κίνα. Επικαλούμενος τη ζωηρή ζήτηση και τα ενισχυμένα περιθώρια κέρδους των μονάδων φυτικών ελαίων, ο διευθ. σύμβουλος, Jean Luciano, προέβλεψε μάλιστα ότι τα κέρδη για το σύνολο του έτους θα διαμορφωθούν σε επίπεδα-ρεκόρ. Ο κύκλος εργασιών στο δεύτερο τρίμηνο της χρήσης αυξήθηκε κατά 40,8%, φτάνοντας τα 22,92 δισ. δολάρια.

Έμφαση στο ανανεώσιμο ντίζελ για Bunge

Αντίστοιχα, η Bunge εμφάνισε αύξηση άνω του 41% στα κέρδη του δεύτερου τριμήνου, επωφελούμενη από την ενισχυμένη ζήτηση τόσο για φυτικά έλαια, όσο και για ανανεώσιμο ντίζελ, στο οποίο μάλιστα σκοπεύει να επενδύσει περαιτέρω καθώς, όπως ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος, Greg Heckman, στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης με αναλυτές, «η ζήτηση για ανανεώσιμα καύσιμα έχει προκαλέσει μια δομική βελτίωση στις αγορές των ελαιούχων σπόρων». Τα καθαρά έσοδα του κολοσσού των εμπορευμάτων διαμορφώθηκαν σε 398 εκατ. δολάρια, ενώ ο κύκλος εργασιών ξεπέρασε τα 15,39 δισ. δολάρια, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προβλέψεις των αναλυτών που τον τοποθετούσαν στα 11,58 δισ. δολάρια.

Πάνω 169% τα EBIT της BayWa

Η BayWa μπορεί να μην ανήκει στην πρώτη τετράδα των διακινητών αγροτικών εμπορευμάτων, παραμένει ωστόσο ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες του κλάδου παγκοσμίως. Τα λειτουργικά έσοδα του αγροτικού τμήματος του γερμανικού ομίλου αυξήθηκαν 43% στο πρώτο μισό της οικονομικής χρήσης, φτάνοντας τα 88,3 εκατ. ευρώ από 61,6 εκατ. ευρώ που ήταν το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, ενώ ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 6,03 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 8,6% σε ετήσια βάση. Σημειωτέον ότι ο τζίρος από το αγροτικό κομμάτι αντιπροσωπεύει περίπου τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων της BayWa, που έχει επίσης παρουσία στους κλάδους της ενέργειας και των κατασκευαστικών υλικών.

Στη σχετική ανακοίνωσή του, ο όμιλος σημειώνει ότι τα οικονομικά του αποτελέσματα ευνοήθηκαν από τις υψηλές τιμές και τη μεταβλητότητα στις αγορές των εμπορευμάτων. «Οι υψηλές τιμές οφείλονται συγκεκριμένα στην τρέχουσα ισχυρή ζήτηση από την Κίνα και τις κακές καιρικές συνθήκες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη», αναφέρει χαρακτηριστικά η διοίκηση του ομίλου, προσθέτοντας ότι εξίσου υποστηρικτικά λειτούργησε και η άνοδος των τιμών του βιοντίζελ, λόγω της έντονης ζήτησης. Σε επίπεδο ομίλου (συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή και τις υπόλοιπες δραστηριότητες του γκρουπ), ο κύκλος εργασιών στο πρώτο μισό της χρήσης διαμορφώθηκε σε 9,3 δισ. ευρώ, αυξημένος κατά 13,3%, ωστόσο πολύ πιο εντυπωσιακή ήταν η άνοδος 169% στα λειτουργικά έσοδα, που έφτασαν τα 144,6 εκατ. ευρώ.