ΣΕΔΗΚ: Ανάγκη για ριζικές αλλαγές στη διάρθρωση και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

Oλοκληρώνοντας τη συγκομιδή, στους 75.000 τόνους –χαμηλότερα από τις καλοκαιρινές εκτιμήσεις των 85.000 τόνων (βλ. πίνακα)– εκτιμάται η φετινή παραγωγή ελαιολάδου της Κρήτης.

Καιρικές συνθήκες, όπως η ισχυρή χαλαζόπτωση που έπληξε μερικές περιοχές, αλλά και οι πολύ χαμηλές αποδόσεις του ελαιοκάρπου, οι οποίες σε περιοχές με υψηλή καρποφορία έφτασαν και σε 8-9 προς 1 (δηλαδή 11%-13% αντί 22%-24% που είναι το σύνηθες για την Κορωνέικη), συνετέλεσαν σε κάποια μείωση της παραγωγής.

Αντίθετα από πέρυσι, η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος είναι από άριστη έως εξαιρετική, σχολιάζει ο Νίκος Μιχελάκης, Δρ. γεωπόνος, επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ, μιλώντας στην «ΥΧ», με τις εκτιμήσεις να βλέπουν πάνω από 85% του κρητικού ελαιολάδου με οξύτητα κάτω του 0,3, κάτι που βασίζεται και σε στοιχεία που συγκεντρώνει ο Σύνδεσμος από τις δημοπρασίες πώλησης που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του.

 

Ανυπάκουη η αγορά για τα ποιοτικά έξτρα παρθένα

«Δυστυχώς, η αγορά και φέτος για τα υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένα ελαιόλαδα (extrissima κατά τους Ιταλούς) δείχνει να μην υπακούει στον νόμο προσφοράς – ζήτησης», αναφέρει ο κ. Μιχελάκης, εξηγώντας ότι τα ελαιόλαδα αυτά, προϊόντα υψηλής υγιεινής, αλλά και γευστικής αξίας, ενώ αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής στη διεθνή αγορά, επιτηδείως συγχωνεύονται με το σύνολο των απλών παρθένων ή και βιομηχανικών ελαιολάδων, με τα περισσότερα να κυκλοφορούν ως «νόμιμα» μείγματα με υποδεέστερα ελαιόλαδα που προωθούνται από τις μεγάλες βιομηχανίες με διαφημίσεις στους καταναλωτές.

Μάλιστα, επισημαίνει ότι η πανδημία «κακώς φέρεται από λάθος ενημερωμένους ή επιτήδειους ότι μείωσε την παγκόσμια κατανάλωση».

Ο ίδιος παραθέτει πρόσφατη αναφορά στο IOC του Joseph R. Profaci, εκτελεστικού διευθυντή της Βορειοαμερικανικής Ένωσης Ελαιολάδου (NAOOA) ότι με την πανδημία το μαγείρεμα κατ’ οίκον αύξησε σημαντικά της κατανάλωση ελαιολάδου στις ΗΠΑ, σχολιάζει ότι η αύξηση αυτή δεν αφορούσε τα έξτρα παρθένα, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αλλά βιομηχανικά μείγματα, των οποίων οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 29,9%, γιατί αυτά προώθησαν ως επικερδέστερα οι βιομηχανίες.

Απογοητεύουν οι ελληνικές τιμές σε σύγκριση με Ιταλία και Ισπανία

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, με τις συνήθεις ελληνικές για τα πολύ καλά ελαιόλαδα οξύτητας 0,3 να κυμαίνονται στα 2,60-2,70 ευρώ/κιλό, ο επιστημονικός σύμβουλος του ΣΕΔΗΚ έκανε λόγο για «τιμές που βρίσκονται στα όρια του κόστους παραγωγής», οι οποίες «προκαλούν, όπως είναι φυσικό, όχι απλά τάση, αλλά πράξη την εγκατάλειψη της καλλιέργειας».

Μάλιστα, κατά τη σύγκρισή τους με τις τιμές ελαιολάδων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά, καθώς, όπως καταγράφει και ο ΣΕΔΗΚ, κατά τους τελευταίους μήνες τα καλά ιταλικά λάδια πωλούνταν στα 4,9-5,0 ευρώ/κιλό και τα αντίστοιχα ισπανικά έφταναν στα 3,50-3,70 ευρώ.

«Είναι καιρός παραγωγοί, αλλά και πολιτεία να εξετάσουν σοβαρά το χαώδες σύστημα και τον ισχυρό κατακερματισμό της προσφοράς που έχει εγκαθιδρυθεί στην ελληνική αγορά», υποστηρίζει, υπογραμμίζοντας ότι το ποιοτικό ελαιόλαδο αποτελεί από τα λίγα προϊόντα που μπορούν να αντισταθούν υγειονομικά και εμπορικά στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας.

Παράλληλα, σε ό,τι αφορά τις ζημιές από τη χιονοθύελλα «Φιλομένα» στην ισπανική ελαιοκαλλιέργεια, αλλά και την προσδοκία ανόδου των τιμών, ο κ. Μιχελάκης ανέφερε ότι οι καταστροφές ήταν σοβαρές στις κεντρικές και βόρειες περιοχές σε παραγωγή και φυτικό κεφάλαιο, αλλά ηπιότερες στην κυρία νότια ελαιοπαραγωγική περιοχή της Ανδαλουσίας, όπου η συγκομιδή βρισκόταν προς το τέλος της.

«Η εξέλιξη αυτή, κατά τα ισπανικά ΜΜΕ, συγκράτησε την προσφορά των μεγάλων παραγωγών και συνεταιρισμών με την προσδοκία ότι οι τιμές θα ανέβουν. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, σύμφωνα και με το δελτίο του ΣΕΔΗΚ στις 2 Φεβρουαρίου, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει». Πιθανώς, γιατί οι βιομηχανίες έχουν ήδη κάποιες προμήθειες, αλλά και γιατί οι αδύναμοι παραγωγοί δεν μπορούν να αντισταθούν, εκτίμησε.

Πάνω από 2.500 ελαιοτριβεία δίνουν χύμα

Υποστηρίζοντας, τέλος, ότι μία γενική άνοδος των τιμών στην Ελλάδα που θα προκληθεί αυτόματα μόνο από εξωτερικές συνθήκες δεν φαίνεται εύκολη, ο κ. Μιχελάκης τόνισε την ανάγκη για «ριζικές αλλαγές στην διάρθρωση και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς».

«Η προσφορά χύμα ελαιολάδου που σήμερα γίνεται από πάνω από 2.500 ελαιοτριβεία και μεσάζοντες, πρέπει να συγκεντρωθεί και να γίνεται με δημοπρασίες, οι όποιες όταν δέχονται απαράδεκτες τιμές, δεν θα πρέπει να κατακυρώνονται», υπογράμμισε, κάτι που ήδη ξεκίνησε από κάποιους συνεταιρισμούς της Κρήτης.

Τονίζοντας, τέλος, την ανάγκη γενναίας αύξησης των εξαγωγών τυποποιημένου, συμπλήρωσε ότι αυτό απαιτεί αύξηση της δυναμικής των τυποποιητικών μονάδων και εφαρμογή αποτελεσματικής εξαγωγικής πολιτικής και όχι αύξηση του αριθμού των τυποποιητών, που σήμερα μόνο στην Κρήτη υπερβαίνουν τους 135.

Ελαιοπαραγωγή μεσογειακών χωρών ΕΕ και κόσμου (χιλ. τόνοι) [1]

ΧΩΡΕΣ

Ελαιοπαραγωγή (χιλ.τόνοι.)

Αποθέματα

30/9/2020

2019/2020

2020/2021

Ισπανία

1.230

1.650

450

Ιταλία

  340

  250

  80

Ελλάδα [2]

  300

  240

60

Πορτογαλία

  125

  140

30

Τυνησία

  300

  150

  70

Τουρκία

   225

  300

80

Μαρόκο

   145

  100

  20

Συρία

   120

    80

  20

Μεσογειακές χώρες

2.785

2.900

810

Ευρωπαϊκή Ένωση

1.995

2.270

620

ΚΟΣΜΟΣ

3.144

>3.000

900

[1] Πηγή: Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου

[2] Ελλάδα: 240 (Πελοπόννησος 75, Κρήτη 85, Νησιά 15, Κεντ. Ελλάδα  20, Β. Ελλάδα 45)

Κρήτη: 85 (Χανιά 23, Ρέθυμνο 7,  Ηράκλειο 38, Λασίθι 17)

Εκτιμήσεις καλοκαιριού 2020, Πηγή: ΣΕΔΗΚ