Οι σκοτωμένες τιμές σπρώχνουν στην έξοδο Ισπανούς ελαιοπαραγωγούς

Σε δυσχερή θέση οι διαχειριστές κυρίως παραδοσιακών ελαιώνων

Τάσεις φυγής από την ελαιοκαλλιέργεια λόγω των χαμηλών τιμών παραγωγού της τελευταίας διετίας εκδηλώνουν αρκετοί Ισπανοί αγρότες, τη στιγμή που ο κλάδος στο σύνολό του ανησυχεί για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στα μερίδια αγοράς του οι αμερικανικοί δασμοί.

Τα παραπάνω αποτυπώνονται στην τελευταία έρευνα για την αγορά ελαιολάδου της Ισπανίας που συνέταξε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη. Οι χαμηλές τιμές, που υποχώρησαν περαιτέρω την τρέχουσα σεζόν, έβγαλαν φέτος τους ελαιοπαραγωγούς στους δρόμους και το μεγαλύτερο πλήγμα έχουν δεχτεί οι καλλιεργητές του παραδοσιακού ελαιώνα, όπου ο συνδυασμός χαμηλής τιμής και υψηλού κόστους παραγωγής έχει περιορίσει σημαντικά την κερδοφορία τους. Σε έρευνα του 2019 που επικαλείται το Γραφείο, διαπιστώθηκε ότι το κόστος παραγωγής στον παραδοσιακό ελαιώνα κυμαίνεται μεταξύ 2,3 και 2,6 ευρώ/κιλό, ενώ στους εντατικούς μεταξύ 1,15 και 1,38 ευρώ και στους υπερεντατικούς στα 0,96 ευρώ.

Τη μείωση των τιμών επιβεβαιώνει και η νέα πλατφόρμα παρακολούθησης (παρατηρητήριο) που εγκαινίασε πρόσφατα το IOC, σύμφωνα με την οποία η μέση τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην περιοχή της Χαέν ήταν 2 ευρώ/κιλό από τις 18 έως τις 24 Μαΐου, μειωμένη κατά 12,4% από πέρυσι. Αντίστοιχη ήταν η τιμή την ίδια περίοδο στα Χανιά, μειωμένη κατά 25,4%, ενώ 3,35 ευρώ/κιλό ήταν η τιμή στο Μπάρι, μειωμένη κατά 44%.

Κάτω 20% οι εξαγωγές σε 4 χρόνια

Οι εξαγόμενες ποσότητες προς την αμερικανική αγορά, δεύτερο μεγαλύτερο αποδέκτη του ισπανικού ελαιολάδου μετά την Ιταλία, αναμένονταν μειωμένες το 2020 λόγω των δασμών ύψους 25%. Ωστόσο, όπως αναφέρει το Γραφείο ΟΕΥ, επικαλούμενο τα προσωρινά στοιχεία, στο πρώτο τρίμηνο παρουσιάστηκε αύξηση, την ώρα που οι συνολικές εξαγωγές της χώρας κατ’ όγκο μειώθηκαν, λόγω των επιπτώσεων του κορωνοϊού (λιγότερες εισαγωγές εκ μέρους χωρών όπως η Ιταλία και η Κίνα).

Οι ισπανικές εταιρείες αναφέρουν ότι αναγκάζονται να τυποποιούν το προϊόν στην Πορτογαλία ή στην Τυνησία και να το προωθούν από εκεί στην αμερικανική αγορά, κάτι που περιορίζει τα κέρδη τους και προκαλεί ανησυχία για τη διατήρηση των μεριδίων την «επόμενη μέρα» των δασμών.

Σε όρους αξίας, οι εξαγωγές ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ το 2019 άγγιξαν τα 403,6 εκατ. ευρώ, όταν τα φορτία που κατευθύνθηκαν στην ιταλική αγορά ξεπέρασαν τα 892 εκατ. ευρώ. Συνολικά, οι εξαγόμενες ποσότητες ισπανικού ελαιολάδου το 2019 άγγιξαν τους 1,077 εκατ. τόνους, σημειώνοντας αύξηση 19,7% από την προηγούμενη χρονιά, με την αξία τους ωστόσο να διαμορφώνεται σε 2,93 δισ. ευρώ, μειωμένη κατά σχεδόν 3,5% από το 2018 και κατά 20,24% από το 2017. Την εν λόγω χρονιά, η αξία των 943.106 εξαγόμενων τόνων έσπασαν το φράγμα των 3,6 δισ. ευρώ. Οι συγκρίσεις αποτυπώνουν καθαρά την πτωτική πορεία των τιμών.

Το 63% του συνόλου των ισπανικών εξαγωγών κατευθύνεται στην Ευρώπη και ακολουθούν Αμερική και Ασία, με την τελευταία (κυρίως την Κίνα) να έχει αυξητική τάση.

Εξαγωγές ελαιολάδου (χιλ. ευρώ)

Πηγή: Έρευνα αγοράς ελαιολάδου Ισπανίας, Ιούνιος 2020, γραφείο ΟΕΥ Μαδρίτης, DataComex

Δέκα μέτρα για τη στήριξη του ελαιολάδου και την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων, μετά τη διατάραξη της αγοράς, η οποία έχει προκαλέσει σημαντικές απώλειες εισοδήματος στους καλλιεργητές ανακοίνωσε σε συνέντευξη Τύπου ο υπουργός Γεωργίας της Ισπανίας, Luis Planas.

Ο… δεκάλογος του Planas

Ο κατάλογος των μέτρων περιλαμβάνει:

✱ Εθελοντικό σύστημα αυτορρύθμισης της παραγωγής για τους συνεταιρισμούς, με δυνατότητα «ακινητοποίησης» έως και 10% της παραγωγής, για τη σταθεροποίηση των τιμών, στην περίπτωση μεγάλης διαθεσιμότητας.

✱ Πρότυπο ποιότητας για την ενθάρρυνση πρώιμης συγκομιδής, διασφαλίζοντας μικρότερη ποσότητα, αλλά υψηλότερη ποιότητα.

✱ Πρότυπο μάρκετινγκ ρύθμισης της παραγωγής ελαιολάδου για την τυποποίηση, μέθοδος που μπορεί να ακινητοποιήσει μέρος της παραγωγής μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.

✱ Νέο πρότυπο σήμανσης, το οποίο θα διαφοροποιεί τα παραγόμενα έξτρα παρθένα ελαιόλαδα των παραδοσιακών ελαιώνων.

✱ Νέο ποιοτικό πρότυπο, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας και της ιχνηλασιμότητας.

✱ Προγράμματα προβολής ιδίως σε ΕΕ και τρίτες αγορές.

✱ Στήριξη του βασικού εισοδήματος των παραγωγών παραδοσιακών ελαιώνων μέσω της ΚΑΠ και μέσω των eco-schemes.

✱ Ανάπτυξη ειδικού προγράμματος στήριξης του τομέα στη νέα ΚΑΠ, όπου θα συνδυάζονται κονδύλια του πρώτου πυλώνα με μέτρα, όμοια με αυτά που αναφέρονται στον αμπελοοινικό τομέα, με δυνατότητα ρύθμισης της προσφοράς και κίνητρα για ποιότητα και προώθηση.

✱ Αύξηση του βιολογικού ελαιώνα, με στόχο τον τριπλασιασμό των εκτάσεων έως το 2030, στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ.

Ο ίδιος τόνισε ότι η αναδιάρθρωση του παραδοσιακού ελαιώνα, καθώς και διαρθρωτικές αλλαγές που αυξάνουν την παραγωγή μειώνοντας τα κόστη μπορούν να ενθαρρυνθούν μέσω των ταμείων αγροτικής ανάπτυξης.

Οι μεγάλες αλυσίδες το βασικό κανάλι διανομής

Δεδομένης της σημασίας της καλλιέργειας στην οικονομία και στην κουλτούρα της χώρας, η Ισπανία εμφανίζει τη δεύτερη, μετά την Ελλάδα, μεγαλύτερη κατανάλωση ελαιολάδου ανά κάτοικο, που φτάνει τα 11,24 κιλά/έτος, ενώ, όπως επισημαίνει η έρευνα, το παρθένο και το έξτρα παρθένο κερδίζουν έδαφος έναντι των υπόλοιπων κατηγοριών την τελευταία τριετία.

Το ελαιόλαδο αποτελεί το 32% της συνολικής κατανάλωσης και το 39% της συνολικής δαπάνης όλων των τύπων ελαίων. Ακόμη, 33% της δαπάνης αγοράς αφορά το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο καλύπτει το 22% της κατανάλωσης και 14% το παρθένο, που καλύπτει αντίστοιχα ένα 10%. Τα σούπερ μάρκετ αποτελούν το μεγαλύτερο κανάλι διάθεσης του προϊόντος με μερίδιο 41%, ακολουθούμενα από τα υπερμάρκετ, οι πωλήσεις των οποίων φτάνουν το 23%, δηλαδή σχεδόν το 1/4 του συνόλου.

Τα εκπτωτικά καταστήματα κατέχουν ένα 18% και μόλις 2% τα παραδοσιακά καταστήματα, ενώ το υπολειπόμενο 16% ανήκει σε άλλα δίκτυα διανομής. Παρόλο που για το 2020 θεωρείται πιθανή η άνοδος των ηλεκτρονικών παραγγελιών –λόγω των περιορισμών του κορωνοϊού– την περίοδο που καλύπτει η έρευνα, το ηλεκτρονικό εμπόριο, αν και δείχνει αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια, αποτελούσε μόλις το 2,7% των αγορών. Το μέγεθος της εγχώριας παραγωγής έχει ως συνέπεια οι τιμές λιανικής πώλησης να είναι χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες, με τη μέση τιμή να ορίζεται στα περίπου 4 ευρώ/λίτρο, χωρίς να παρουσιάζονται μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δικτύων διανομής.

Ανάλογα με τις επωνυμίες, παρθένο και έξτρα παρθένο κοστίζουν μεταξύ 3,2 και 8,8 ευρώ/λίτρο στις μεγάλες αλυσίδες όπου πωλούνται συσκευασίες των 750ml, 1lt και 3lt.

Δίκτυα διανομής

Πηγή: Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων