«Society of the Snow»: «Οι Επιζήσαντες» των Άνδεων, που σώθηκαν χάρη σε έναν Χιλιανό βοσκό
Η απίστευτη, αλλά και… ωμά σκληρή ιστορία των διασωθέντων της αεροπορικής τραγωδίας του 1972, γνωστή και ως το Θαύμα των Άνδεων, παρουσιάζεται στην ταινία του Netflix «Η Κοινωνία του Χιονιού», η οποία έχει σπάσει τα κοντέρ της τηλεθέασης.
Στα χαρτιά, η κινηματογραφική μεταφορά της πραγματικής ιστορίας των διασωθέντων της πτήσης 571 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης, η οποία συνετρίβη στις Άνδεις το 1972, αποτελούσε ένα από τα πιο φιλόδοξα πρότζεκτ των τελευταίων ετών για το Netflix.
Τελικά, αυτό επιβεβαιώθηκε και στην πράξη: Από την κυκλοφορία της, στις 4 Ιανουαρίου, έως και τις 18 Φλεβάρη, είχε προλάβει να σκαρφαλώσει στη δεύτερη θέση της λίστας με τις πιο δημοφιλείς μη αγγλόφωνες ταινίες όλων των εποχών στο Netflix, σημειώνοντας πάνω από 89 εκατ. προβολές.
Μάλιστα, έχει πολλές πιθανότητες να βρεθεί στην κορυφή, καθώς η πλατφόρμα καταμετρά την τηλεθέαση των πρώτων 91 ημερών κυκλοφορίας της κάθε παραγωγής (με εκείνη να βρίσκεται περίπου στα μισά της διαδρομής), ενώ έχει ήδη σπάσει το ρεκόρ για τις αθροιστικά περισσότερες ώρες προβολής (217 εκατ.) στην ίδια κατηγορία.
Σάρωσε, δε, και στα «ισπανικά Όσκαρ», αποσπώντας 12 (!) βραβεία Goya, μεταξύ αυτών και Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Καταπιανόμενο με ένα συμβάν που έχει εμπνεύσει πολυάριθμες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές στο παρελθόν, το «Society of the Snow» («Η Κοινωνία του Χιονιού») του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα καταφέρνει να είναι μια συγκλονιστική αναβίωση των γεγονότων της αεροπορικής τραγωδίας στις Άνδεις, της μαρτυρικής παραμονής των επιζώντων επί 72 ημέρες μέσα στα χιόνια, σε υψόμετρο 3.570 μέτρων, υπό άθλιες συνθήκες, την καταφυγή τους στον κανιβαλισμό και εν τέλει τον εντοπισμό και τη διάσωση 16 εξ αυτών, ολοκληρώνοντας αυτό που περιγράφεται έως σήμερα ως το Θαύμα των Άνδεων.
Συνολικά, 45 ψυχές επέβαιναν στο ναυλωμένο δικινητήριο ελικοφόρο αεροσκάφος τύπου Fairchild FH-227D, το οποίο είχε αναχωρήσει από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής. Μεταξύ αυτών, τα 19 μέλη και οι συγγενείς μιας ουρουγουανικής ομάδας ράγκμπι (σ.σ. «Old Christians Club»), η οποία επρόκειτο να παίξει έναν αγώνα εκεί.
Άκρως προσεγμένη παραγωγή
Διασκευάζοντας το ομότιτλο βιβλίο του Ουρουγουανού δημοσιογράφου Πάμπλο Βιέρσι, ο οποίος είχε καταγράψει σε προγενέστερο στάδιο τις μαρτυρίες των διασωθέντων, ο Μπαγιόνα αξιοποιεί πρόσθετο υλικό άνω των 100 ωρών από συνεντεύξεις που πραγματοποίησε μαζί τους, διατηρώντας, παράλληλα, ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής. Τα γυρίσματα διαρκούν συνολικά 138 ημέρες, συμπεριλαμβάνοντας το πραγματικό σημείο της συντριβής και παρόμοιες συνθήκες με αυτές που συνάντησαν οι επιζώντες.
Μπορεί αυτή η σχολαστικότητα να εκτόξευσε τον προϋπολογισμό της ταινίας σε πάνω από 60 εκατομμύρια ευρώ, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι μια ισπανόφωνη παραγωγή με ρεαλιστικά σετ και αρτιότατη απόδοση χαρακτήρων, η οποία ξεχειλίζει αυθεντικότητα. Άλλωστε, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης παρουσιάζει ένα αληθινό χρονικό επιβίωσης, καθώς στο παρελθόν ο ίδιος είχε καταπιαστεί με το φονικό τσουνάμι που έπληξε την Ταϋλάνδη εν έτει 2004 («Impossible», 2012).
Δεδηλωμένη επιθυμία του Μπαγιόνα είναι όχι μόνο να αναβιώσει τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά να διεισδύσει και στο μυαλό των άμεσα εμπλεκομένων της αεροπορικής τραγωδίας, με τον ίδιο τρόπο που το είχε πετύχει ο Βιέρσι. Απώτερος στόχος του είναι να παρουσιάσει την εσωτερική διαδικασία διαχείρισης όλων όσων συνέβησαν, εμβαθύνοντας στο αποτύπωμα μιας ψυχοσωματικά οριακής συνθήκης· να εξετάσει, δηλαδή, πώς ένας άνθρωπος καταδικασμένος σε απομόνωση, εξαθλίωση και αργό θάνατο, ο οποίος έχει στερηθεί μέχρι και την αξιοπρέπειά του, εξακολουθεί να έχει τη δυσανάλογα μεγάλη δύναμη να αναθεωρεί συνεχώς τα όριά του και να κρατά το μυαλό του απασχολημένο, ώστε να μην ενδίδει στην απελπισία και την παραίτηση· και, τέλος, να αποτελέσει φωτεινή παρακαταθήκη θέλησης, πείσματος και συλλογικότητας, τα οποία κουβαλούν σε αφθονία τα πρόσωπα του Θαύματος των Άνδεων.
Βαθιά ανθρώπινο έργο
Στην πράξη, αυτό το άψογο θρίλερ επιβίωσης προσεγγίζει ισοσταθμισμένα τον Γολγοθά του σώματος και του πνεύματος, καταφέρνοντας τελικά να εκμαιεύσει φωτεινά ανθρωπιστικά μηνύματα δίπλα στα αρχέγονα ένστικτα που ανασύρονται από τα άδυτα της ψυχής.
Τελώντας, ακόμα, υπό την επήρεια του σοκ του αεροπορικού δυστυχήματος, κι ενόσω διανύουν τις πρώτες ώρες του απόλυτου χάους στην καρδιά των Άνδεων, τουρτουρίζοντας στοιβαγμένοι μέσα στα απομεινάρια του αεροσκάφους, οι επιζώντες κρατιούνται αγκαλιασμένοι για να ζεστάνουν τα σώματά τους και να αντεπεξέλθουν στο αφόρητο κρύο. Προοικονομείται, έτσι, η τάση τους να γίνονται μία γροθιά μπροστά στις αντιξοότητες, κάτι που θα επιβεβαιωθεί από το πρώτο φως της επόμενης μέρας.
Σιγά σιγά, στα συντρίμμια του αεροσκάφους παίρνει σάρκα και οστά μια μικρή, καθ’ όλα λειτουργική κοινωνία. Τα μέλη της βρίσκουν, μεταξύ άλλων, αυτοσχέδιους τρόπους για τη θωράκιση του εκτεθειμένου καταλύματός τους ενόψει των πολικών βραδινών θερμοκρασιών, την επισκευή ενός ραδιοφώνου και την εξασφάλιση πόσιμου νερού (επιστρατεύεται ένα τέχνασμα για την υγροποίηση του χιονιού και την αποθήκευσή του σε μπουκάλια).
Παρέχουν, επίσης, ψυχολογική υποστήριξη ο ένας στον άλλον, συνθέτοντας τους κρίκους μιας συμπαγούς αλυσίδας. Ο καθένας διατηρεί τον δικό του ρόλο, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τις αρμοδιότητες των παιχτών της εμπλεκόμενης ομάδας ράγκμπι, που βλέπουμε σε αγωνιστική δράση χάρη σε μια ανάδρομη αφήγηση.
Κανιβαλισμός
Από την άλλη, η παντελής απουσία χλωρίδας και πανίδας έχει αποκλείσει τους επιζώντες από οποιαδήποτε μορφή τροφής, κάτι που, σταδιακά, τους οδηγεί σε έσχατο σημείο. Οι γωνίες λήψης της κάμερας παραμορφώνουν ακόμα περισσότερο τα αλλοιωμένα από το σαρωτικό ψύχος και την ασιτία πρόσωπα των πρωταγωνιστών, το καδράρισμά τους στο επιβλητικό άγριο τοπίο υπονοεί το ανυπέρβλητο της δοκιμασίας τους, οι πιο κλειστοφοβικές λήψεις μέσα στο «κουφάρι» του αεροπλάνου αντικατοπτρίζουν την πολιορκία τους, από τον καιρό, την πείνα ή ακόμα και τις ηθικές τους αναστολές. Ανά διαστήματα, μοιάζουν με νεκροζώντανους, οι οποίοι περιφέρονται άσκοπα ή κουρνιάζουν μαραζωμένοι στις γωνίες τους.
Τελικά, ως μονόδρομος προκρίνεται η λύση του κανιβαλισμού, στην οποία θα αρχίσουν να ενδίδουν οι υποσιτισμένοι επιζώντες, καταναλώνοντας μέρη του σώματος των ήδη εκλιπόντων. Μόνο κάποιοι λίγοι θα συνεχίσουν αντιστέκονται στον πειρασμό, καθότι η κατανάλωση ανθρώπινης σάρκας αντιβαίνει στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Καθώς, λοιπόν, η μάχη με τις αντοχές -και τις αναστολές- χάνεται, και ένας ένας οι επιζώντες συμπαρασύρονται στον κανιβαλισμό, τον πρώτο, πλέον, λόγο έχει η απώθηση του τραύματος: Η μερίδα του ανθρώπινου κρέατος καταναλώνεται «κρυμμένη» μέσα στον πάγο του χιονιού, ο οποίος αλλοιώνει τις γεύσεις.
Σταδιακά, βέβαια, αυτή η αδιανόητη πράξη μετατρέπεται σε παγιωμένη ρουτίνα (με κάποιους να έχουν επωμισθεί τον άχαρο ρόλο του τεμαχισμού και της προετοιμασίας του «φαγητού»), διαπίστωση που για κάποιους εξωτερικούς παρατηρητές ίσως είναι πιο τρομακτική ακόμα κι από το θέαμα της πετσοκομμένης ανθρώπινης σάρκας.
Ατενίζοντας την κατάσταση μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών και επικοινωνώντας τα συναισθήματά τους μέσα από τον φακό της, η ταινία προσαρμόζεται και εκείνη στη νέα κανονικότητά τους. Εκείνοι επαναστατούν ενάντια στον εγκλωβισμό τους από τη φύση, επιστρατεύοντας την… πρωτόγονη φύση τους.
Έτσι, το λανθάνον ένστικτο της επιβίωσης εκφράζεται ξανά στους κόλπους του εκπολιτισμένου ανθρώπου. Απελευθερώνεται και ρέει στις φλέβες, μην αφήνοντας το αίμα -και κατ’ επέκταση τη θέληση για ζωή- να παγώσει. Την ίδια επίδραση έχει και το ομαδικό πνεύμα, που συντελεί και αυτό σε μικρά θαύματα.
Αμφότερες οι έννοιες προσεγγίζονται ως αντανακλάσεις μιας διαφορετικής ανώτερης -θεϊκής- δύναμης, η οποία ορίζεται έξω από δογματικά καλούπια. Είναι φανερό ότι αυτός ο Θεός, ο οποίος προσαρμόζεται σε κάθε συνθήκη και έκφανση της ζωής, και όχι εκείνος που απαγορεύει στους επιζώντες να καταναλώσουν ανθρώπινη σάρκα, είναι αυτός που τελικά θα υπερισχύσει, τείνοντας τη νοητή χείρα για να αντλήσουν δύναμη από εκείνον.
Μάχη σε πολλαπλά μέτωπα
Το πείσμα για ζωή, οι συμπαγείς δεσμοί και η οργάνωση δεν θα γλυτώσουν την αποκομμένη «Κοινωνία του Χιονιού» από διάφορες άλλες -απρόοπτες και μη- δοκιμασίες: Από τις νύχτες που πρέπει να αντέξουν στους -30 βαθμούς Κελσίου και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, μέχρι μια φονική χιονοστιβάδα που θα πλήξει το πρόχειρο κατάλυμά τους και θα τους θέσει υπό καθεστώς «ομηρίας», ο εφιάλτης για τους αρχικά 33 διασωθέντες της συντριβής ζωντανεύει ξανά και ξανά, ενόσω εκείνοι «σβήνουν» ένας ένας.
Τη 10η μέρα, η ραδιοφωνική ανακοίνωση ότι οι έρευνες των αρχών για τον εντοπισμό τους διακόπτονται ισοδυναμεί με την εξανέμιση των ελπίδων τους για σωτηρία. Τότε, οι επιζώντες καλούνται, εκτός από να αντεπεξέλθουν στα «παγωμένα» απρόοπτα, να επαναπροσδιορίσουν και την αφετηρία σκέψης τους σε ορισμένα από τα προαναφερθέντα… φλέγοντα ηθικά διλήμματα.
Αυτό που υπερισχύει στο τέλος είναι η αγάπη για τη ζωή και τον συνάνθρωπο και όχι η προσκόλληση στους τύπους, κάνοντας και τους τελευταίους να παραιτηθούν από την απεργία πείνας τους. Και η ταινία στέκεται στο πραγματικό ύψος της ιστορίας, παρουσιάζοντάς τη… μη εύπεπτα και σερβίροντάς τη σκληρά… ωμή, ως όφειλε. Το αφιλόξενο περιβάλλον κινηματογραφείται σαν διπρόσωπη, απειλητική οντότητα, στην οποία οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία αποτελεί ξένο σώμα και το αποτύπωμά της εύκολα σβήνεται.
Στα απομακρυσμένα βουνά των Άνδεων της Δυτικής Αργεντινής, ακριβώς ανατολικά των συνόρων με τη Χιλή, τα ηλιόλουστα πρωινά διαδέχονται το τσουχτερό βραδινό κρύο και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, δίνοντας μια αντιπροσωπευτική γεύση από το πιο σκληρό πρόσωπο της φύσης, αλλά και ένα πλούσιο πλέγμα δράσης. Είναι λες και αυτός ο εχθρός, με τις απότομες μεταστροφές του, να προσπαθεί να ξεγελάσει τον άνθρωπο, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι θα μπορούσε να τον δαμάσει και να του επιβληθεί, και τελικά, όταν τον κάνει να ξεμυτίσει εφησυχασμένος από το καβούκι του, τον τιμωρεί αμέσως με τον πιο κυνικό τρόπο.
Ο έτερος εχθρός των ηρώων είναι ο ίδιος τους ο εαυτός, είτε αυτό μεταφράζεται σε σωματικά είτε σε ψυχικά αποθέματα. Η σκηνοθεσία του Μπαγιόνα μας βάζει και στις δύο αυτές «αρένες», κάνοντάς τες να αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη, με τις σιωπηλές σκηνές οδύνης ή περισυλλογής να λειτουργούν ως αντίβαρο στην αδρεναλίνη των σκηνών δράσης, οι οποίες έχουν φέρει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη φύση. Αυτήν τη φορά, η διαμάχη είναι εσωτερική, και το πεδίο της πάλης είναι η ψυχή.
Αφηγηματική φρεσκάδα
Ο αφηγηματικός τρόπος του έργου καλλιεργεί το σασπένς και, ταυτόχρονα, ψυχογραφεί εξονυχιστικά τους πρωταγωνιστές, βρίσκοντας τα κατάλληλα εναύσματα για να ξεδιπλώσει την ιδιοσυγκρασία τους. Φέρνοντάς μας σε θέση να τους αφουγκρασθούμε, καθιστά τις αγωνίες τους, μεταξύ άλλων και τις υπαρξιακές, κομμάτι και της δικής μας εμπειρίας.
Σε μια απροσδόκητη τροπή, η ταινία υιοθετεί ως επί το πλείστον όχι τη σκοπιά των πιο προβεβλημένων προσώπων, τα οποία πρωτοστάτησαν της αποστολής για την εξεύρεση βοήθειας, αλλά εκείνη των τραγικότερων ηρώων, δηλαδή εκείνων των νεαρών που επιβίωσαν αρχικά της συντριβής, μόνο για να δουν τον εαυτό τους να δοκιμάζεται στο όριο και ακολούθως να αποδυναμώνεται και να αργοπεθαίνει ή απλά να χάνεται ξαφνικά, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Ο λόγος για τον βαθιά θρησκευόμενο αρχηγό της ομάδας, Μαρσέλο Πέρες ντελ Καστίγιο (Ντιέγκο Βεγκέτσι), ο οποίος αποτελεί ηγετικό καθοδηγητή και πηγή έμπνευσης (ιδιαίτερα με τη συγκινητική υπαναχώρησή του από την άκαμπτη θέση απόρριψης του κανιβαλισμού, όταν βεβαιώνεται ότι η εμμονή αυτή μόνο ανούσιους θανάτους θα επιφέρει), ή τον επίσης χριστιανικών πεποιθήσεων αφηγητή Νούμα Τουρκάτι (ο Έντσο Βόγκριντσιτς είναι καθηλωτικός), ένας φοιτητής Νομικής που δεν σχετιζόταν με την ομάδα ράγκμπι και πήρε την απόφαση να ταξιδέψει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Αυτό δεν θα τον εμποδίσει να ενσωματωθεί στην «κοινωνία» των επιζώντων και να αναδειχθεί σε μια ανιδιοτελή, γενναία και εμψυχωτική μορφή του αγώνα της.
Έχοντας ξεγελαστεί από τα πανούργα αφηγηματικά τεχνάσματα της ταινίας ώστε να θεωρήσουμε τον αφηγητή -και κεντρικό πρόσωπο της ταινίας- «άτρωτο» (όπως σε μια συμβατική χολιγουντιανή ιστορία), η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι τελικά δεν γλύτωσε τον θάνατο ανατρέπει τα δεδομένα, ισοδυναμώντας με σφοδρό χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Στο πρόσωπό του, το έργο αποκτά μια ελεγειακή και υπαρξιακά φιλοσοφική προέκταση: Ο Νούμα θα φύγει από τη ζωή προτού προλάβει να ρουφήξει ως το… μεδούλι την κάθε στιγμή της. Όπως αποτυπώνεται σε αυτόν τον χαρακτήρα-κλειδί της ιστορίας, η στιγμή που εκτιμάς περισσότερο το μεγαλείο του να είσαι ζωντανός, είναι ακριβώς στον προθάλαμο του θανάτου, λίγο προτού η ψυχή εγκαταλείψει το σώμα σου.
Επιμύθιο
Η Κοινωνία του Χιονιού είναι ο ορισμός της γενναίας μεταφοράς μιας πραγματικής ιστορίας. Δεν βάζει σε πρώτο πλάνο το ανδραγάθημα, δεν εξωραΐζει πρόσωπα και καταστάσεις, δεν μιλά για άφθαρτους ήρωες, αλλά για καθημερινούς ανθρώπους που καλούνται να κυλιστούν σε έναν βούρκο, να βουτήξουν βαθιά μέσα του και να βγουν ζωντανοί, κουβαλώντας μαζί τα τραύματά τους, αλλά και τα διδάγματα ζωής που έχουν αποκομίσει από την εφιαλτική εμπειρία.
Η κληρονομιά που αφήνουν πίσω τους, ως φόρο τιμής σε όσους από εκείνους δεν επιβίωσαν, είναι οι σφιχτοί δεσμοί που σφυρηλάτησαν μέσα από τις κακουχίες, το συλλογικό πνεύμα μέσα στο οποίο συσπειρώθηκαν και η τάση τους να αλληλοϋποστηρίζονται και να μην εγκαταλείπουν ο ένας τον άλλον, παρότι όλοι τους είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται εγκαταλειμμένοι στη μοίρα τους από τον υπόλοιπο κόσμο. Δηλαδή, αρετές που θα πρέπει να διέπουν κάθε κοινωνία, και όχι μόνο αυτήν του «χιονιού».
Καταφέρνει, δηλαδή, αυτό που, απόλυτα προβλέψιμα, απέτυχε παταγωδώς να προσεγγίσει το Χόλιγουντ κατά την αντίστοιχη μεταφορά της συγκεκριμένης τραγωδίας το 1993, μέσα από την ταινία… «Οι Επιζήσαντες» («Alive»). Εκεί όπου αυτό που τελικά εξήχθη από το ακατέργαστο διαμάντι του βούρκου ήταν ένα εξευγενισμένο κράμα ελπίδας και ηρωισμού, τόσο στρογγυλεμένο και «clean» ώστε να ταιριάζει στο χιλιοειπωμένο παραμύθι του αουτσάιντερ που ανατρέπει τα προγνωστικά. Μετά τη διάσωση, οι σκηνές στο νοσοκομείο αποκαλύπτουν τα γυμνά, αποστεωμένα σώματα των επιζώντων, οι οποίοι εμφανίζονται για πρώτη φορά χωρίς την κάλυψη του βαρέος ρουχισμού τους. Αυτό το ξεγύμνωμα της ταλαιπωρημένης εξωτερικής εικόνας αντικατοπτρίζει και την ψυχική κατάσταση εσωτερικά, παραπέμποντας όχι σε ήρωες, αλλά περισσότερο σε άτομα με μετατραυματικά σύνδρομα.
Το ελπιδοφόρο μήνυμα της ιστορίας τους παραμένει εκεί, καρφιτσωμένο στα αμήχανα, ταπεινά χαμόγελα, μπροστά στα αστραφτερά φλας των φωτογραφικών μηχανών (στην αποθεωτική υποδοχή από το αλλαλάζον πλήθος των συμπατριωτών τους) και τις συγκινητικές αγκαλιές με τα αγαπημένα πρόσωπα που τους νόμιζαν νεκρούς. Το ίδιο παρούσα, όμως, παραμένει και η φρίκη που έζησαν για να φτάσουν ως την άκρη του τούνελ. Κι αυτό, τους εμποδίζει από το να αισθάνονται έστω και ελάχιστα υπερφυσικοί.
Σέρτζιο Καταλάν, ο άνθρωπος που άλλαξε τη μοίρα των «καταδικασμένων»Καθώς ο καιρός βελτιώθηκε κατά τα τέλη της άνοιξης, δύο επιζώντες, ο Νάντο Παράντο και ο Ρομπέρτο Κανέσα, αναχώρησαν από το σημείο της συντριβής για να αναζητήσουν βοήθεια. Κινούμενοι με κατεύθυνση προς τα δυτικά, αναγκάστηκαν να σκαρφαλώσουν σε μία βουνοκορφή ύψους 4.650 μέτρων, χωρίς καθόλου ορειβατικό εξοπλισμό. Στη συνέχεια, ξεκίνησαν την κατάβασή τους, πεζοπορώντας για αρκετές ημέρες στην ύπαιθρο της Χιλής και φθάνοντας, προς το τέλος, να διαγράφουν πορεία κατά μήκος ενός ποταμού. Το ασταμάτητο δίδυμο περπάτησε πάνω από 50 χλμ. προτού συναντήσει, τυχαία, έναν Χιλιανό αγωγιάτη με κτηνοτροφική ενασχόληση, ονόματι Σέρτζιο Καταλάν. Η ζωή του τελευταίου ήταν αφιερωμένη στη βοσκή των προβάτων του στη γύρω περιοχή. Σύμφωνα με μαρτυρίες, εκείνος δεν δίστασε να διανύσει έφιππος 120 χιλιόμετρα για να ενημερώσει τις αρχές, σε μια έμπρακτη απόδειξη αλληλεγγύης και ανθρωπισμού. Στις 23 Δεκεμβρίου 1972, 72 ημέρες μετά τη συντριβή, διασώθηκε και ο τελευταίος από τους 16 επιζώντες του Θαύματος των Άνδεων. Η συνταρακτική είδηση της ανέλπιστης επιβίωσής τους δεν άργησε να κάνει τον γύρο του κόσμου, προσελκύοντας το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Έτσι και τώρα, όλος ο πλανήτης μιλάει για την «ταινία τους», εκείνων και του ηρωικού βοσκού που έτεινε χείρα βοηθείας προς τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά. |
Το έργο είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, εκπροσωπώντας την Ισπανία.