Τα κριτήρια επιλογής καλλιέργειας και οι καλλιεργητικές φροντίδες στα πλημμυρισμένα εδάφη της Θεσσαλίας

Από τις καταστροφικές πλημμύρες του Daniel οι επιπτώσεις στα θεσσαλικά εδάφη ποικίλλουν, καθώς από τις έρευνες των στελεχών του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών και Βιομηχανικών Φυτών του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ στη Λάρισα προέκυψε ανομοιομορφία. Άλλα επηρεάστηκαν και άλλα όχι.
Ωστόσο, παρατηρήθηκαν πολλές διαφοροποιήσεις στη σύσταση του εδάφους (ιδιαίτερα στην κοκκομετρική), ενώ η εικόνα θα μπορούσε να ήταν πιο ξεκάθαρη, εάν υπήρχε ένας εδαφολογικός χάρτης, στον οποίο θα βασίζονταν οι νέες έρευνες που ακολούθησαν των πλημμυρών.
Κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, παρά τις πιέσεις της περιφέρειας προς το ΥΠΑΑΤ. Αυτό θα πρέπει να δρομολογηθεί, διαφορετικά πώς θα μπορεί να υπάρξει αναδιάρθρωση καλλιεργειών, αλλά και επανασύσταση των κατεστραμμένων χωραφιών.
Αυτά τα ερωτήματα, αλλά και οι επισημάνσεις προέκυψαν από την ενδιαφέρουσα εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της Περιφέρειας Θεσσαλίας στο Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ στη Λάρισα. Το αισιόδοξο στοιχείο, όπως προέκυψε από τις εισηγήσεις των επιστημόνων, είναι ότι τα περισσότερα χωράφια που είχαν πλημμυρίσει αναπλήρωσαν γρήγορα τα όποια συστατικά παρέσυραν τα νερά του Daniel, όπως προκύπτει και από τις δύο βασικές καλλιέργειες του κάμπου – το σιτάρι και το βαμβάκι.
Το 2024, τόσο η παραγωγή όσο και η ποιότητα ήταν υποβαθμισμένες, ενώ αντίθετα φέτος και στα δύο προϊόντα η κατάσταση είναι ικανοποιητική. Στην πλειονότητα των εδαφών φαίνεται να αποκαταστάθηκε η παραγωγικότητα (σ.σ. αρκετά αγροτεμάχια φαίνεται να ευνοήθηκαν από τα φερτά υλικά ύψους 5-25 εκ.). Τα προβλήματα παραμένουν στα αγροτεμάχια με φερτά υλικά ύψους >25 εκ. και τα επικλινή.
Οι επιλογές και οι φροντίδες

Σύμφωνα με τον Δρ Δημήτρη Μπεσλεμέ, προϊστάμενο του Εθνικού Κέντρου Ποιοτικού Ελέγχου, Ταξινόμησης & Τυποποίησης Βάμβακος του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ στην Καρδίτσα, οι παραγωγοί πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη την κατάσταση του εδάφους των χωραφιών πριν επιλέξουν την καλλιέργεια που θα σπείρουν, αλλά και να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες καλλιεργητικές φροντίδες.
Απαιτείται συνέχιση της προσπάθειας αποκατάστασης, αλλά και προστασίας της παραγωγικότητας των εδαφών με υιοθέτηση ορθών καλλιεργητικών πρακτικών, επιλογή καλλιεργειών και φροντίδων που να μειώνουν τους κινδύνους για τον επιχειρηματία παραγωγό και να παράγουν εισόδημα και συνεργασία των παραγωγών με τους ειδικούς επιστήμονες για τις βέλτιστες λύσεις.
Σε σχέση με την επιλογή καλλιέργειας στα αγροτεμάχια που συνεχίζουν να έχουν προβλήματα, τα δυνατά σημεία τους είναι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο ίδιος μηχανολογικός εξοπλισμός, ενώ οι εκτάσεις αυτές είναι κατάλληλες για αμειψισπορά.
Αντίθετα, οι αδυναμίες που εντοπίζονται είναι στο διαθέσιμο πολλαπλασιαστικό υλικό, στις ανάγκες άρδευσης και εισροών και στη μικρή παραγωγικότητα. Από την άλλη, οι ευκαιρίες που προσφέρονται είναι η αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα και η δυνατότητα βιολογικής παραγωγής, ενώ οι απειλές σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική ενίσχυση και τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.
Ως προς τον επιλογή καλλιέργειας, σύμφωνα με τον κ. Μπεσλεμέ «σε μη αρδευόμενες καλλιέργειες όπου υπάρχει έντονη διάβρωση μπορεί να μπει φακή. Σε χωράφια με κακή στράγγιση και όπου εντοπίζεται απώλεια οργανικής ουσίας βρώμη. Σε αρδευόμενες καλλιέργειες όπου υπάρχουν ζιζάνια (ένα πρόβλημα ιδιαίτερα έντονο σε πολλά χωράφια), ιδανική επιλογή είναι το σόργο, όπου υπάρχουν φερτά υλικά το βαμβάκι και όπου το μικροβίωμα είναι ασθενές η μηδική».
Καταλήγοντας, ο κ. Μπεσλεμές τόνισε: «Σχετικά με την κατεργασία του εδάφους, αυτό χρειάζεται χρόνο για τη φυσική του ανάκαμψη. Κάθε έδαφος και κάθε αγρός είναι ξεχωριστή περίπτωση. Απαγορεύεται η καύση των υπολειμμάτων της καλλιέργειας. Απαιτείται βαθιά άροση για την ενσωμάτωση των φυτικών υπολειμμάτων και ιζήματος, αλλά και υποβοήθηση του αερισμού (σ.σ. αύξηση επιφάνειας εξάτμισης)».
Και συμπλήρωσε: «Σχετικά με τη σπορά, θα χρειαστεί τροποποίηση του συστήματος αμειψισποράς, μετατόπιση του χρόνου σποράς (σ.σ. πρώιμη ή όψιμη σπορά) και, ανάλογα με τις αλλαγές που έχουν συμβεί στο έδαφος, ίσως χρειαστεί νέα ρύθμιση του βάθους και της πυκνότητας σποράς. Για υψηλά επίπεδα εδαφικής υγρασίας, χρειάζεται χρήση επενδυμένου σπόρου με ανθεκτικότητα στις μυκητολογικές ασθένειες».
Καταλήγοντας, ο ίδιος δήλωσε ότι «αναφορικά με τη λίπανση, είναι απαραίτητη η δειγματοληψία εδάφους για τον έλεγχο της γονιμότητάς του και η αναπροσαρμογή της στρατηγικής λίπανσης. Ίσως χρειαστούν παρεμβάσεις τόσο στα μακροστοιχεία (Ν, Ρ, Κ), όσο και στα μικροστοιχεία (B, Mg, Mn, ZN)».










