«Ο Τελευταίος πειρασμός» (1988) Η καλύτερη ταινία για τον Ιησού Χριστό παραμένει «απαγορευμένη» και αυτό το Πάσχα

Και αυτήν τη Μεγάλη Εβδομάδα, το τηλεοπτικό μενού περιλαμβάνει μερικές από τις γνωστές, χιλιοπαιγμένες μεταφορές της ιστορίας του Θεανθρώπου σε μικρή και μεγάλη οθόνη. Κόντρα σε αυτό ρεύμα, η «ΥΧ» σάς παρουσιάζει ένα από τα επίκαιρα έργα που όχι μόνο δεν πρόκειται να δούμε το φετινό Πάσχα, αλλά μάλλον θα καθυστερήσουμε για πολλά χρόνια ακόμα, καθώς συνεχίζει να τελεί υπό σιωπηλό καθεστώς απαγόρευσης από την ελληνική τηλεόραση.

Πριν από 36 χρόνια, η «βλάσφημη» διασκευή του πασίγνωστου μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη από τον σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορσέζε άνοιγε τον «ασκό του Αιόλου» στους κύκλους των φανατικών Χριστιανών. Σήμερα, συνεχίζει να αποτελεί ταμπού.

Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, είθισται να προβάλλονται στους τηλεοπτικούς μας δέκτες παραγωγές που έχουν συνδεθεί αναπόσπαστα με την αναβίωση των γεγονότων της γέννησης, της ζωής, της διδασκαλίας, των παθών και της ανάστασης του Ιησού Χριστού. Σε ποιον δεν πηγαίνει αμέσως το μυαλό στην εμβληματική σειρά του Φράνκο Τζεφιρέλι «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ» («Jesus of Nazareth», 1977) ή στις ανεξίτηλες σκηνές ωμότητας των «Παθών του Χριστού» («The Passion of the Christ», 2004), σε σκηνοθεσία Μελ Γκίμπσον;

Τα προαναφερθέντα είναι μερικά από τα έργα που ερίζουν για τον τίτλο του απόλυτου κινηματογραφικού έπους της Εβδομάδας των Παθών. Η ουσιαστικότερη, όμως, ταινία για τη ζωή και τα πάθη του Χριστού είναι μια ταινία που… δεν θα δείτε στην τηλεόραση! Ο λόγος για τον «Τελευταίο Πειρασμό» («The Last Temptation of Christ»), την κινηματογραφική διασκευή του πασίγνωστου ομώνυμου μυθιστορήματος του 1955 διά χειρός Νίκου Καζαντζάκη, που, εκτός από διαμάντι της μεταπολεμικής νεοελληνικής λογοτεχνίας, αποτέλεσε και ένα από τα παγκόσμια μεγαλουργήματα του σινεμά στα χέρια του κορυφαίου Μάρτιν Σκορσέζε («Ο Ταξιτζής», «Οργισμένο Είδωλο»).

Απειλές, λογοκρισία και απαγορεύσεις

Η ταινία κατέφθασε στις ελληνικές αίθουσες τον Οκτώβρη του 1988, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων στις τάξεις των θρησκόληπτων μαζών για το «αιρετικό» περιεχόμενό της. Η Ιερά Σύνοδος είχε ζητήσει την απαγόρευσή της, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Χωρίς να πτοηθεί καθόλου από αυτό, ο όχλος των φανατικών Χριστιανών πραγματοποίησε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας έξω από αίθουσες, προβαίνοντας ακόμη και σε βανδαλισμούς προκειμένου να εμποδίσει την προβολή της.

Τελικά, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών πήρε τη σκανδαλώδη απόφαση να σταματήσουν οι προβολές της ταινίας στους κινηματογράφους, μετά από ασφαλιστικά μέτρα που είχαν καταθέσει διάφοροι οργισμένοι πολέμιοί της. Όχι, όμως, πριν αυτή προλάβει να κόψει πάνω από 160.000 εισιτήρια, εκμεταλλευόμενη τη «διαφήμιση» που της έγινε!

Σφοδρές αντιδράσεις είχαμε και σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, στις οποίες η ταινία επίσης απαγορεύτηκε, λογοκρίθηκε, δέχθηκε πυρά από υψηλόβαθμους θρησκευτικούς αξιωματούχους και πολεμήθηκε με κάθε τρόπο από χριστιανικές οργανώσεις. Ο ίδιος ο Σκορσέζε δέχτηκε απειλές για τη ζωή του, ενώ, στις 22 Οκτωβρίου του 1988, ένας κινηματογράφος του Παρισιού πυρπολήθηκε από φανατικούς κατά την προβολή της ταινίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 13 άτομα και να προκληθούν σοβαρές υλικές ζημιές (σ.σ. πολλά τέτοια περιστατικά είχαμε και στην Ελλάδα). Σήμερα, η ταινία εξακολουθεί να είναι απαγορευμένη στις Φιλιππίνες και τη Σιγκαπούρη.

Τον Ιούλιο του 2004, πάνω από μία δεκαπενταετία από την έξοδο του «Τελευταίου Πειρασμού» στα σινεμά, η ταινία είχε προγραμματιστεί να προβληθεί για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση, από τη συχνότητα του Star Channel. Ωστόσο, μετά από επίμονες πιέσεις από τα υψηλότερα κλιμάκια της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, η ταινία, επίσης σκανδαλωδώς, δεν βγήκε ποτέ στον «αέρα». Έκτοτε, δεν έχει προβληθεί ποτέ στη χώρα μας σε ελεύθερο κανάλι… Τουλάχιστον, όμως, διατέθηκε ανεμπόδιστα την Κυριακή των Βαΐων του 2008, όταν η εφημερίδα «Το Βήμα» την πρόσφερε στους αναγνώστες της σε μορφή DVD.

Ένα παρερμηνευμένο αριστούργημα

Παρ’ όλο τον πόλεμο που έχει δεχθεί, αυτή η εγκληματικά παρερμηνευμένη μεταφορά του έργου του Καζαντζάκη στο μεγάλο πανί από τον –δηλωμένο Καθολικό– Σκορσέζε παραμένει μέχρι σήμερα η πιο φιλοσοφική και συνάμα δημιουργική ανάγνωση των θεολογικών στοιχείων του Ευαγγελίου στο σινεμά. Μεγαλύτερο ατού της, το γεγονός ότι μιλά σε μια πολύσημη γλώσσα πανανθρώπινης εμβέλειας, η οποία έχει πολλά να πει τόσο στους Χριστιανούς, όσο και στους μη θρησκευόμενους.

Στην κινηματογραφική διασκευή του «αιρετικού» μυθιστορήματος, η αντισυμβατική εκδοχή του Ιησού και η παραλλαγμένη, πιο «προσγειωμένη» σε σχέση με τις γραφές ιστορία του, μετατρέπεται σε μοχλό ολιστικής κατανόησης της έννοιας και της σημασίας της πίστης για τον άνθρωπο, δηλαδή του πώς αυτή εμπνέει, τονώνει τα ψυχικά αποθέματα και ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων. Παράλληλα, μπορεί να ερμηνευθεί και ως διδακτικός μύθος με αλληγορικές εκφάνσεις.

Προσοχή, ακολουθούν SPOILERS!

Στην έναρξη της τρίτης πράξης του αριστουργηματικού αυτού έργου, καθώς ο Ιησούς βρίσκεται επί ξύλου κρεμάμενος, βλέπουμε ένα μικρό κοριτσάκι που ο τελευταίος εκλαμβάνει ως φύλακα άγγελο –αλλά που στην πραγματικότητα είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος– να τον προτρέπει να κατεβεί από τον Σταυρό, να δώσει τέλος στο μαρτύριό του (καθώς «αρκετά υπέφερε», όπως του λέει) και να ζήσει μια φυσιολογική ζωή ως άνθρωπος. Εκείνος αποδέχεται το κάλεσμα, ενδίδοντας στον «τελευταίο» πειρασμό.

Στο επιθανάτιο όραμα που ακολουθεί, ο Ιησούς, έχοντας διανύσει όλα τα στάδια της ανθρώπινης ζωής, βρίσκεται τελικά γερασμένος σε μια παρηκμασμένη και υπό πολιορκία Ιερουσαλήμ. Αντιλαμβανόμενος την πλάνη του, ικετεύει απεγνωσμένα τον Θεό να τον αφήσει να εκπληρώσει τον ρόλο του ως Μεσσίας, και έξαφνα επιστρέφει στην αρχική του θέση στον σταυρό, όπου και θυσιάζεται με αυταπάρνηση για τις αμαρτίες της ανθρωπότητας, όντας πλέον ανακουφισμένος και όχι διστακτικός.

Περισσότερο άνθρωπος, λιγότερο θεός

Η αλήθεια είναι ότι ο Ιησούς που «γέννησε» το ελεύθερο πνεύμα του Καζαντζάκη είναι περισσότερο άνθρωπος και λιγότερο «ιδέα», λιγότερο ενάρετος και περισσότερο αντιηρωικός. Καλούμενος να τον υποδυθεί, ο αγαπημένος Γουίλεμ Νταφόε βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο απαιτητική πρόκληση της καριέρας του, όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί. Το αποτέλεσμα είναι μια ερμηνεία μεγατόνων, η οποία καταφέρνει να προσαρμόσει τη θεϊκή υπόσταση του Χριστού σε ενστικτώδη ανθρώπινα καλούπια.

Εφάμιλλη είναι και η συμβολή της καλλιτεχνικής φαντασίας με την οποία ο Σκορσέζε φιλοτεχνεί το σασπένς και την κλιμάκωσή του τόσο στα εντός «προγράμματος» γεγονότα της εξιστόρησης (π.χ. η πρώτη εμφάνιση του Εωσφόρου) όσο και όταν ο σκηνοθέτης ακολουθεί κατά πόδας τη γενναία έξοδο του Καζαντζάκη από την πεπατημένη της Αγίας Γραφής (π.χ. η περίπτωση της ανιδιοτελούς προσφοράς του Ιούδα να γραφτεί στην Ιστορία ως προδότης, ή η επανεμφάνιση/αποκάλυψη του Σατανά κατά τα ύστερα χρόνια του ηλικιωμένου Ιησού, μέσα από ένα σοκαριστικό μοντάζ-διαδοχή της αγγελικής όψης του «κοριτσιού» από την πύρινη «γλώσσα» της Κολάσεως).

Τέλος, ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης Πίτερ Γκάμπριελ, για τον οποίο δεν χρειάζονται συστάσεις, ξεμακραίνει από τη δυτική μουσική παράδοση και ντύνει την ταινία με ένα μουσικό σκορ εκλεκτικών ethnic επιρροών από διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Ο λόγος για το «Passion», το οποίο κυκλοφόρησε το 1989 ως αυτόνομο άλμπουμ. Μέσω αυτού, η ταινία καταφέρνει να μιλήσει άλλη μια πανανθρώπινη γλώσσα: Αυτή της «παγκόσμιας μουσικής» (σ.σ. η ταμπέλα της λεγόμενης «world music»).

Γιατί αξίζει να τη δει ένας Χριστιανός

Όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, η ταινία δίνει πραγματικό εκτόπισμα στις διδαχές και τα βιώματα του Ιησού. Προσγειώνει τον θεάνθρωπο στη γη, ακτινοσκοπεί τη φθαρτή πλευρά του, διακρίνει στην αναμέτρηση του Ιησού με τον Σατανά την αναμέτρηση του ανώτερου εαυτού με τον κατώτερο, εγωιστικό εαυτό.

Εάν εστίαζε στη θεϊκή υπόσταση του Χριστού, θα υπονόμευε τον άθλο της δοκιμασίας: Τόσο της σωματικής (βασανιστήρια, Σταύρωση) όσο και της ψυχικής (σύγκρουση με φοβίες/πειρασμούς και υπέρβαση αυτών). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας επίγειος Θεός μπορεί να υπομείνει τον Γολγοθά των ανθρώπων. Όμως, ο Χριστός του «Τελευταίου Πειρασμού» δεν έχει ανάγκη να είναι Θεός για να υπερβεί τη δοκιμασία. Ο θεατής αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα τη Σταύρωση ως νίκη, έτσι που δεν χρειάζεται καν να φτάσουμε στα γεγονότα της Ανάστασης προκειμένου να έχουμε εκπλήρωση της θεϊκής αποστολής.

Παρουσιάζοντας, λοιπόν, έναν Ιησού με ανθρώπινες ατέλειες, πάθη και ελαττώματα, το έργο δίνει ακόμα μεγαλύτερο εκτόπισμα στον αγώνα και τον τελικό θρίαμβο ενάντια στα κατώτερα ένστικτα. Παράλληλα, διακηρύττει ότι μόνο η ευθεία αντιπαράθεση με αυτά μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για μια εξελικτική διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κατάκτηση της αυτογνωσίας, της ανώτερης συνειδητότητας και κατ’ επέκταση της σωτηρίας – ή της καταστροφής, αν αυτή η κρίσιμη μάχη χαθεί. Ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η ριζοσπαστική προσέγγιση της ταινίας παραείναι αιρετική για τα γούστα ενός ευσεβούς ορθόδοξου Χριστιανού, ένας τέτοιος θεατής μπορεί να απομονώσει το περιεχόμενο της ταινίας από το γράμμα των ιερών γραφών που ασπάζεται ο ίδιος: Να τη δει, δηλαδή, ως ανεξάρτητη παραβολή, με πρόσωπα και γεγονότα εμπνευσμένα από το Ευαγγέλιο, τα μηνύματα της οποίας έχουν να διδάξουν πολλά και είναι εφαρμόσιμα στη δική του ζωή (σ.σ. θα επεκταθούμε παρακάτω ως προς αυτά).

Είναι πραγματικά κρίμα μια ταινία να είναι «κόκκινο πανί» για όσους δεν ανέχονται παρεκκλίσεις από τα αποστολικά αναγνώσματα, όταν στην πραγματικότητα έχει άφθονα πράγματα να δώσει τόσο σε Χριστιανούς, όσο και σε υποστηρικτές άλλης θρησκείας ή μη θρησκευόμενους. Ας μην επιτρέπουμε, λοιπόν, στις σκοταδιστικές αντιλήψεις κάποιων να εκτρέπουν από την αφομοίωση της πραγματικής ουσίας του έργου, η οποία κάθε άλλο παρά βλάσφημη –ή κακόβουλη– είναι.

Γιατί αξίζει να τη δει ένας άθεος/αγνωστικιστής

Η ταινία μας βοηθά να κατανοήσουμε τη σημασία και την ισχύ του θρησκευτικού δόγματος, τόσο με τη θετική όσο και με την αρνητική έννοια. Η πίστη είναι η κινητήριος δύναμη του ανθρώπου να αντλήσει κουράγιο, υπομονή, ψυχικά αποθέματα, να αντεπεξέλθει στη δική του δοκιμασία. Ο Χριστός, μέσα από το ανηφορικό μονοπάτι που διήνυσε, κατάφερε να εμπνεύσει τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους.

Για το καλό ή για το κακό, θρησκείες σαν τον Χριστιανισμό αποτελούν τη μαγιά που κρατά τον κόσμο μας σε συνοχή και ισορροπία, εμφανίζοντας μια διέξοδο προοπτικής και ελπίδας ακόμα και μέσα στον απόλυτο ζόφο. Χωρίς αυτό το «σωσίβιο» για τους μη προνομιούχους του κόσμου μας, μπορεί να είχαμε μια επανάσταση για το καλύτερο, ή μπορεί απλά να υπερίσχυε ο νόμος της «ζούγκλας» και να καταλήγαμε στο χάος.

Ακόμα κι αν δεν πιστεύουμε στη θεϊκή ύπαρξη, ακόμα κι αν είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Χριστός ήταν ένας άνθρωπος που υποκρινόταν ή φλέρταρε με την παράνοια των ψευδαισθήσεων ή απλά δεν υπήρξε ποτέ, δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη δυναμική της ιστορίας του και της επιρροής που εξακολουθεί να ασκεί δύο χιλιετίες μετά την εμφάνισή του. Πιθανότατα δεν υπάρχει ιστορία στα χρονικά που να έχει εμπνεύσει περισσότερο από ό,τι αυτή του Ιησού. Αυτό καθιστά σαφές σε όλους τους τόνους η ταινία, αντιμετωπίζοντας την αυταπάρνηση και τη θυσία του Ιησού ως το δομικό υλικό για το χτίσιμο της πίστης που θα εγγυηθεί τη «σωτηρία» των αδυνάτων.

Υπάρχει όμως και κάτι πολύ πιο σημαντικό: Όπως είπαμε, κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η σύγκρουση μεταξύ του ανώτερου εαυτού με το κατώτερο «εγώ». Πάνω σε αυτήν τη βάση, η ταινία μπορεί να λειτουργήσει ως γενικότερη παραβολή για την αποφυγή των οκνηρών, «εύκολων» μονοπατιών που πολλές φορές επιλέγουμε αντί του ανώτερου σκοπού στον οποίο θα έπρεπε να είμαστε ταγμένοι. Τι μας κρατά στάσιμους, μακριά από τον πραγματικό μας προορισμό ή την ουσιαστική μας παρακαταθήκη; Η απάντηση συνήθως κρύβεται στις καθημερινές ανασφάλειες, τα πάθη και τις προσκολλήσεις μας. Άπταιστο αφηγηματικό επιστέγασμα σε αυτήν τη διαμάχη είναι το plot twist της τρίτης πράξης του έργου, η τροπή της οποίας συνταράσσει συθέμελα και έτσι πετυχαίνει να εδραιώσει τον φιλοσοφικό συλλογισμό του Καζαντζάκη. Ξαναλέμε, λοιπόν, ότι, χάρη σε αυτή την έκπληξη, πρόκειται ίσως για τη μόνη ταινία στην οποία ο θεατής εκλαμβάνει τη Σταύρωση ως πραγματική νίκη.

Ανακεφαλαιώνοντας, ακόμη και για όσους απορρίπτουν εκ προοιμίου τη θεϊκή ύπαρξη, η ταινία μπορεί να έχει εξέχον νόημα εάν εξετασθεί είτε με βάση τη λογική (ένας Ιησούς-έρμαιο των ψευδαισθήσεων, που όμως έχει τη δυναμική να εμπνεύσει μέσα από την ιστορία του), είτε ως μύθος με αλληγορικές εκφάνσεις (αποφυγή των οκνηρών, εύκολων μονοπατιών για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, ο οποίος είναι ο προορισμός του καθενός μας).

Και μία τηλεοπτική πρόταση

Εάν η διασκευή του Μάρτιν Σκορσέζε πάνω στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη είναι η πιο γενναία «ανάγνωση» του Ευαγγελίου στο σινεμά, το αποστερημένο από πομπώδεις υπερβολές «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» («Il Vangelo Secondo Matteo», 1964) αποτελεί σίγουρα την πιο ευσεβή, άμεση και ταιριαστή –στα μέτρα του χριστιανικού δόγματος– αποτύπωση των γεγονότων της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του Ιησού.

Παραδόξως, ιθύνων νους εδώ είναι ένας άθεος, μαρξιστής και αιρετικός της έβδομης τέχνης: Ο αείμνηστος Ιταλός σκηνοθέτης Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία προβάλλεται Μ. Παρασκευή (3/5), στις 23:00, από το κανάλι της Βουλής.