ΘΗΒΑ: Ξεκίνησε η συλλογή του λευκού κρεμμυδιού

Χωρίς προβλήματα η παραγωγή

ΘΗΒΑ: Ξεκίνησε η συλλογή του λευκού κρεμμυδιού

Η Θήβα αποτελεί τη βασικότερη περιοχή παραγωγής κρεμμυδιού στη χώρα μας. Εκτός από το κόκκινο κρεμμύδι, καλλιεργείται και το λευκό, κυρίως σε περιοχές που παρουσιάζουν πρωιμότητα λόγω του ήπιου χειμώνα. Σε λίγες ημέρες οι παραγωγοί της περιοχής ξεκινούν τη συλλογή του λευκού. Η σπορά του είχε πραγματοποιηθεί τον Οκτώβριο και τα σπόρια που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι μικρού βιολογικού κύκλου. Η χρήση υβριδίων για την καλλιέργειά του ανεβάζει το κόστος παραγωγής. Σύμφωνα με τον Ηλία Χατζηδούρο, πρόεδρο του αγροτικού συλλόγου φυτικής παραγωγής Θήβας, η πρώιμη καλλιέργεια και συγκομιδή παρουσιάζουν αρκετά θετικά χαρακτηριστικά:

Καλό το ξεκίνημα

 «Έχουν γίνει οι πρώτες κοπές κρεμμυδιού στην περιοχή Μουρικίου η οποία παρουσιάζει μεγάλη πρωιμότητα σε σχέση με αλλά σημεία. Φυσικά η συλλογή αυτή γίνεται χωρίς ο βολβός να έχει φθάσει στο επιθυμητό βάρος, όμως η τιμή του είναι ανεβασμένη και ξεκινά από τα 35 λεπτά το κιλό. Σε αυτή την περίπτωση η απόδοση του χωραφιού κυμαίνεται από 2,5 έως 3 τόνοι το στρέμμα και αν μείνει πίσω μπορεί να φθάσει και τους 6 τόνους. Η πρόωρη συλλογή του λευκού κρεμμυδιού δίνει τη δυνατότητα στους παραγωγούς να ρευστοποιήσουν γρήγορα την παραγωγή τους επιτυγχάνοντας συνήθως καλύτερες τιμές. Έχουν επίσης τα χρονικά περιθώρια να αξιοποιήσουν εκ νέου τα χωράφια τους σπέρνοντας τα με ανοιξιάτικα είδη όπως καλαμπόκι, βαμβάκι, κηπευτικά, κ.α».

Για την μέχρι σήμερα πορεία της καλλιέργειας σε σύγκριση με άλλες χρονιές ο κ. Χατζηδούρος ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος:

«Σε ότι αφορά την εξέλιξη της καλλιέργειες καθ’ όλη την περίοδο, μέχρι σήμερα, δεν έχουν παρουσιαστεί κάποια προβλήματα. Ο καιρός ήταν ήπιος και δεν είχαμε μυκητολογικές και άλλες προσβολές. Αυτά επηρέασαν θετικά στον παραγωγό από οικονομικής πλευράς και φυσικά στο περιβάλλον».

Μακροχρόνιες αδυναμίες στην εμπορία

Αν και υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής πρώιμου κρεμμυδιού λευκού ή κόκκινου και σε άλλες περιοχές της Στερεάς, οι καλλιεργητές συνεχίζουν τον παραδοσιακό τρόπο καλλιέργειας και εμπορίας του προϊόντος χωρίς να το πιστοποιούν και να αναδεικνύουν έτσι τα τοπικά του χαρακτηριστικά. Η εξαγωγική προοπτική σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου χωρίς να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη προωθητική στρατηγική. Οι μικρές ποσότητες που εξάγονται καλύπτουν ανάγκες κυρίως της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Εξαγωγές πραγματοποιούνται όταν υπάρχει μεγάλη παραγωγή και η εσωτερική ζήτηση είναι μικρή. Τα συνεργατικά σχήματα είναι ανύπαρκτα με αποτέλεσμα η διαπραγματευτική δυνατότητα των παραγωγών να είναι εξαιρετικά αδύναμη.