Basta από τη βιομηχανία τροφίμων για το ιταλικό σήμα σε σκληρό και ρύζι

Επίσημη διαμαρτυρία στην Κομισιόν για την υποχρεωτική αναγραφή προέλευσης

made-in-italy

Μέτωπο κατά τις ιταλικής κυβέρνησης για την πρωτοβουλία να θεσμοθετήσει την υποχρεωτική αναγραφή προέλευσης στο ρύζι, καθώς και στο σκληρό σιτάρι, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ζυμαρικών, ανοίγει η ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων, επιχειρώντας, μεταξύ άλλων, να προλάβει αντίστοιχες κινήσεις από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Η αρχική γκρίνια για τα δύο υπουργικά διατάγματα -τα οποία, σημειωτέον, εγκρίθηκαν από ιταλικό δικαστήριο στα τέλη του Νοεμβρίου- πήρε, τελικά, τη μορφή επίσημης διαμαρτυρίας του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων (FoodDrinkEurope) στην Κομισιόν. Μεταξύ άλλων, ο θεσμικός εκπρόσωπος των επιχειρήσεων του κλάδου ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω νομοθετικές πρωτοβουλίες πρέπει να ανακληθούν, καθώς έρχονται σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και, επιπλέον, υπονομεύουν τη συνοχή της Κοινής Αγοράς.

Ο Σύνδεσμος «πατάει» στο γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν ενημέρωσε, ως όφειλε, τις ευρωπαϊκές αρχές για τις αποφάσεις της, κάτι που έπραξε, για παράδειγμα, η Γαλλία, όταν θεσμοθέτησε αντίστοιχη νομοθεσία για το κρέας και τα γαλακτοκομικά. «Καθώς η ιταλική κυβέρνηση υιοθέτησε αυτά τα μέτρα χωρίς να ενημερώσει πρώτα την ΕΕ και δεδομένου ότι η συμβατότητά τους με την ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι υπό αμφισβήτηση, ο FoodDrinkEurope θεωρεί ότι η επίσημη διαμαρτυρία είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς γίνονται σεβαστοί», εξηγεί στην ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος.

Επανεθνικοποίηση κανόνων

Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι την «τάση για επανεθνικοποίηση», όπως την ονομάζουν χαρακτηριστικά, συγκεκριμένων κανόνων και πολιτικών στον χώρο των τροφίμων και ποτών. Τουλάχιστον οκτώ χώρες έχουν εισάγει παρόμοιες νομοθετικές διατάξεις τους τελευταίους 12 μήνες και ο FoodDrinkEurope θεωρεί ότι έχουν ήδη επηρεάσει αρνητικά το εμπόριο των αγροδιατροφικών προϊόντων στην ΕΕ, ενώ, παράλληλα, έχουν συμβάλει στο να ξεχαστούν «τα σημαντικά οφέλη που έχουν φέρει σε παραγωγούς και καταναλωτές τα 25 χρόνια της Κοινής Αγοράς».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Σύνδεσμος Ιταλικών Βιομηχανιών Ζυμαρικών, ο οποίος επιχείρησε -δίχως επιτυχία- να μπλοκάρει τη νομοθεσία, με το τοπικό δικαστήριο, ωστόσο, να απορρίπτει τις αιτιάσεις τους, αντιτάσσοντας ότι «το συμφέρον των καταναλωτών έχει προτεραιότητα».

Εκπρόσωπος του Συνδέσμου πάντως επέμεινε, μιλώντας στην Euractiv, ότι «μπορεί οι κινήσεις μας να ερμηνεύθηκαν από κάποιους ως ένα σημάδι ότι η βιομηχανία ζυμαρικών δεν επιθυμεί περισσότερη διαφάνεια, αυτό όμως δεν είναι αλήθεια».

Οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι η όλη κουβέντα γύρω από τη σήμανση αποσπά την προσοχή από το μείζον θέμα που, κατά τη γνώμη τους, είναι η αδυναμία της ιταλικής παραγωγής σκληρού σιταριού να καλύψει τις ανάγκες της βιομηχανίας ζυμαρικών. Επιπλέον, σημειώνουν ότι η ποιότητα των συγκεκριμένων προϊόντων δεν έχει να κάνει τόσο με τη χώρα προέλευσης των σιταριών όσο με τη χώρα ανάμειξής τους.

Παίρνει σειρά η ντομάτα

Η Ιταλία είναι πρώτη δύναμη παγκοσμίως στην παραγωγή ζυμαρικών, με τις συνολικές ποσότητες να φτάνουν τους 3,4 εκατ. τόνους ετησίως, εκ των οποίων το 50% εξάγεται. Η παραγωγή σκληρού σιταριού στη χώρα ανέρχεται σε 4 εκατ. τόνους, ωστόσο, οι ανάγκες της βιομηχανίας υπολογίζονται σε 6 εκατ. τόνους.

Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, η οποία πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή από τις 28 Φεβρουαρίου και για δοκιμαστική περίοδο δύο ετών, οι βιομηχανίες ζυμαρικών και ρυζιού θα πρέπει να αναγράφουν με σαφήνεια στις συσκευασίες των τελικών προϊόντων τις χώρες όπου πραγματοποιήθηκε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας, από τον τόπο καλλιέργειας της πρώτης ύλης μέχρι τη χώρα συσκευασίας. Μάλιστα, η ιταλική κυβέρνηση σχεδιάζει να θεσπίσει αντίστοιχες διατάξεις και για όλα τα προϊόντα ντομάτας που διακινούνται στη χώρα.