Χαρτογραφώντας το ειδικό βάρος των ελληνικών βιολογικών σε φυτική και ζωική παραγωγή

Λίγες ημέρες πριν από την ανάρτηση των τελικών πινάκων των δικαιούχων για τη βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία στην Ελλάδα, η «ΥΧ» καταγράφει το εκτόπισμα των εκμεταλλεύσεων βιολογικών προϊόντων, αποτυπώνοντας την αναλογία τους επί του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας μας.

Στο πεδίο της βιολογικής γεωργίας, τα όσπρια που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ζωοτροφών είναι ένας κλάδος στον οποίο συγκεντρώνεται σημαντικό ενδιαφέρον. Όπως απεικονίζεται στον Πίνακα 1, οι εκτάσεις κτηνοτροφικών οσπρίων που βρίσκονται σε πλήρες ή μεταβατικό βιολογικό στάδιο ανέρχονται σε 30,4% επί του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της Ελλάδας.

Πίνακας 1: Εκτάσεις βιολογικών και ποσοστό
επί του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων

(σε στρέμματα, συμπεριλαμβανομένων και
όσων βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο)

Κατηγορία

Βιολογική καλλιέργεια (2020)

Σύνολο καλλιεργούμενων εκτάσεων (2019)

Ποσοστό βιολογικών επί του συνόλου

Δημητριακά χωρίς ρύζι

364.197

6.892.377

5,28%

Ρύζι

16.876

276.687

6,1%

Κτηνοτροφικά όσπρια

261.067

857.524

30,44%

Βρώσιμα όσπρια

8.556

318.350

2,69%

Νωπά λαχανικά

28.780

614.214

4,69%

Φράουλες

351

17.734

1,98%

Εσπεριδοειδή

22.392

420.050

5,33%

Μήλα

3.438

94.407

3,64%

Αχλάδια

2.134

42.821

4,98%

Ροδάκινα

1.551

394.037

0,39%

Κεράσια

1.899

157.356

1,21%

Ξηροί καρποί

13.268

434.322

3,05%

Ελαιώνες (σύνολο)

565.068

7.930.915

7,12%

Αμπέλια (σύνολο)

48.809

870.130

5,61%

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων ΥΠΑΑΤ και ΕΛΣΤΑΤ

Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται σημαντικά από το μοτίβο διακύμανσης έως 8% στο οποίο περιορίζεται το, κατά γενική ομολογία, ισχνό μερίδιο των βιολογικών στις υπόλοιπες γεωργικές κατηγορίες.

Από εκεί και έπειτα, οι βιολογικοί ελαιώνες αναδεικνύονται –τηρουμένων των αναλογιών– ως ένα σημαντικό κεφάλαιο για τη χώρα μας, κατατασσόμενοι στη δεύτερη θέση των γεωργικών μεριδίων. Πιο συγκεκριμένα, πάνω από το 7% των συνολικών ελαιώνων υπάγεται σε καθεστώς βιολογικής καλλιέργειας ή καλλιέργειας σε μετάβαση.

Σχετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο ακόμη μόνιμες φυτείες: Τα βιολογικά αμπέλια, με μερίδιο 5,6% επί των συνολικών γεωργικών εκτάσεων της κατηγορίας τους, και τα εσπεριδοειδή –κυρίως τα πορτοκάλια–, με μερίδιο 5,3%. Τέλος, στα προϊόντα που υπερβαίνουν το μερίδιο του 5% βρίσκονται το ρύζι και τα δημητριακά.

Στον αντίποδα, η χώρα μας δεν έχει την αναμενόμενη βιολογική παραγωγή νωπών λαχανικών, παρότι αυτά έχουν την υψηλότερη καταναλωτική ζήτηση εντός και εκτός των συνόρων. Εδώ η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ. Πιθανή εξήγηση, την οποία δίνουν αρκετοί παραγωγοί βιολογικών, είναι ότι σημαντικές ποσότητες αυτών των προϊόντων διακινούνται μέσω εξειδικευμένων λαϊκών αγορών χωρίς να καταγράφονται πλήρως οι ποσότητές τους.

Σημαντικά πιο διαφοροποιημένη εικόνα παρουσιάζει η ζωική παραγωγή (βλ. Πίνακα 2), καθώς το μερίδιο της βιολογικής εκτροφής φαίνεται αυξημένο σε αρκετούς κλάδους.

Πίνακας 2: Ποσοστό ενταγμένων ζώων
επί του συνολικού ζωικού κεφαλαίου της Ελλάδας

(σε κεφάλια)

Είδος ζώων

Σύνολο ενταγμένων ζώων το 2020

Σύνολο ζωικού κεφαλαίου το 2019

Ποσοστό ενταγμένων επί του συνόλου

Βοοειδή

163.066

738.276

22,09%

Χοίροι

5.075

705.736

0,72%

Πρόβατα

1.440.721

8.917.973

16,16%

Αιγοειδή

518.722

3.944.691

13,15%

Κοτόπουλα

305.757

39.188.039

0,78%

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων ΥΠΑΑΤ και ΕΛΣΤΑΤ

Για παράδειγμα, στα βοοειδή καταγράφεται το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο ένα στα τέσσερα ζώα είναι βιολογικής εκτροφής. Ιδιαίτερα θετική εμφανίζεται η κατάσταση και στα αιγοπρόβατα, με το ποσοστό βιολογικής εκτροφής να κυμαίνεται ανάμεσα στο 13,1% και το 16,2%. Στον αντίποδα, η βιολογική εκτροφή είναι πρακτικά ανύπαρκτη στους κλάδους της χοιροτροφίας και της πτηνοτροφίας.

Στην Ελλάδα, υπάρχει μια παγιωμένη αντίληψη ότι δεν βρίσκει κανείς εύκολα βιολογικά προϊόντα στην εγχώρια αγορά. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από τα πενιχρά μερίδια που κατέχουν τα βιολογικά σε αρκετές από γεωργικές και κτηνοτροφικές κατηγορίες που εξετάσαμε. Οι Έλληνες παραγωγοί βιολογικών αποδίδουν αυτή την εικόνα στην οικονομική δυσπραγία, υποστηρίζοντας ότι η κρίση έχει κάνει τους καταναλωτές πιο διστακτικούς στο να καταβάλουν τα υψηλότερα αντίτιμα των βιολογικών προϊόντων.

Όπως εξηγούν, αυτό το γεγονός τους αναγκάζει να διακινούν τα βιολογικά προϊόντα που παράγουν ως συμβατικά.