«Οι Χωρικοί»: Η βραβευµένη µε Νόµπελ ιστορία µιας Πολωνής αγρότισσας ζωντανεύει µέσα από χιλιάδες ελαιογραφίες
Η καλλιτεχνική ομάδα πίσω από το ρηξικέλευθο «Loving Vincent» επιστρέφει με άλλη μια οπτικά εντυπωσιακή παραγωγή, απεικονίζοντας την πολωνική ύπαιθρο των αρχών του 20ού αιώνα σαν κινούμενο πίνακα ζωγραφικής, μέσα από χειροποίητα φιλμικά καρέ εκπληκτικού κάλλους.
Μετά την παγκόσμια επιτυχία του «Loving Vincent» και τις υποψηφιότητες για Όσκαρ, BAFTA και Χρυσή Σφαίρα, το σκηνοθετικό δίδυμο των Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν επιστρέφει φέτος με ένα ακόμα εικαστικά μεγαλεπίβολο φιλμικό πρότζεκτ κινουμένων σχεδίων. Αυτήν τη φορά, διασκευάζει το ηθογραφικό μυθιστόρημα του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας –για αυτήν τη δουλειά– Βλάντισλαβ Ρέιμοντ, μια δραματική ιστορία απαγορευμένου έρωτα –αλλά και πολλά παραπάνω από αυτό– με πρωταγωνίστρια μια 20χρονη Πολωνή αγρότισσα, η οποία κάπου στα 1900 εξαναγκάζεται από τη μητέρα της να παντρευτεί έναν πλούσιο 60άρη συγχωριανό της.
Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο, το «The Peasants» (πρωτότυπος τίτλος: «Chlopi») είναι ένα έργο που ξεχωρίζει για τη ρηξικέλευθη τεχνική και την ξεχωριστή διττή του φύση: Παρότι συνιστά ταινία κινουμένων σχεδίων, στη βάση του είναι μια παραγωγή με αληθινούς ηθοποιούς, στην οποία συμπρωταγωνιστούν επί ίσοις όροις η πολωνική ύπαιθρος και η αγροτική ζωή στην αυγή του 20ού αιώνα. Με αυτές τις περγαμηνές, η κινηματογραφική διασκευή των «Χωρικών» έχει επιλεχθεί να εκπροσωπήσει την Πολωνία στη διαδικασία ανάδειξης των υποψηφιοτήτων στην κατηγορία Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας των φετινών βραβείων Όσκαρ.
Ένα συνοικέσιο με αντάλλαγμα χωράφια και χρήματα
Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται μια ηρωίδα που ισορροπεί μεταξύ μιας τραγικής ιστορίας τοξικής «αγάπης» –που βιώνει–, και μιας άνισης μάχης της ίδιας να ορθοποδήσει στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Έχοντας νυμφευθεί με εξαναγκαστικό προξενιό τον άρτι χηρεύσαντα κτηνοτρόφο κ. Μπορίνα (Μιροσλάβ Μπάκα), ο οποίος είναι ο πλουσιότερος άνδρας της θεοσεβούμενης κοινότητας των χωρικών, η νεαρή καλλονή Γιάγκνα (Καμίλα Ουρζεντόφσκα) προικίζεται με 24 στρέμματα γης, μετά από μια εξαιρετικά επικερδή… εμπορική συμφωνία που σύναψε η μητέρα της με τον μεσόκοπο γαμπρό.
Ωστόσο, παρά τα ζηλευτά προνόμιά της ως η ευνοούμενη «πρώτη κυρία» του χωριού, η ίδια εμφανίζεται απρόθυμη να συμβιβαστεί με το χρυσό της «κλουβί». Θα συνεχίσει, λοιπόν, να ισορροπεί στο ήδη τεντωμένο σχοινί ενός ερωτικού τριγώνου με τον αποξενωμένο γιο του μεγαλοχωρικού άνδρα της, ονόματι Αντέκ (Ρόμπερτ Γκουλάτζικ), μια εκατέρωθεν παράνομη συνθήκη (σ.σ. ο Αντέκ είναι παντρεμένος και έχει παιδιά) που θα σημάνει με τη σειρά της έναν νέο εγκλωβισμό. Καθώς ο γάμος της με τον πολλές δεκαετίες μεγαλύτερο σύζυγό της περνάει από σαράντα κύματα, η όμορφη νεαρά θα βρεθεί εκτεθειμένη, στο «μάτι» του κυκλώνα της μικρής κοινωνίας.
Η αποφασιστικότητα με την οποία η Γιάγκνα διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή και τον απενοχοποιημένο έρωτα, πασχίζοντας να επιβάλει τους δικούς της όρους και μη δεχόμενη να υποταχθεί στους καθιερωμένους κανόνες του συνόλου, την καταχωρεί αυτομάτως ως απειλή στα μάτια των μελών της πατριαρχικά δομημένης ορθόδοξης κοινωνίας. Από τη μια πλευρά, εντείνει τη ζηλοφθονία των γυναικών και, από την άλλη, τη λαγνεία των ανδρών.
Σύντομα, η πρωταγωνίστρια θα διαπιστώσει ότι δεν αντιπροσωπεύει τίποτα παραπάνω από μια προβολή των ανεκπλήρωτων φιλοδοξιών των πρώτων (σ.σ. η αποκατάσταση μέσα από μια καλή παντρειά) και των κτητικών «θέλω» των τελευταίων. Αυτό θα την κάνει να αποφασίσει ότι δεν είναι διατεθειμένη να ζει πια υπό το βάρος του ρόλου της ως γυναίκας-τροπαίου ή ερωτικής αντίζηλου (σ.σ. σε άμεση σύγκριση και… σύγκρουση με την απατημένη σύζυγο του οικογενειάρχη Αντέκ), ωθώντας τη στο να παλέψει για την αυθυπαρξία της χωρίς δεκανίκια.
Ωστόσο, η αξιοπρεπής αυτή στάση, σε συνδυασμό με την άρνηση της πρωταγωνίστριας να ανταποκριθεί σε πάσης φύσεως δόλιες προσεγγίσεις, θα την καταστήσει ακόμα πιο ανεπιθύμητη στην υστερόβουλη κοινωνία των χωρικών, οι οποίοι έχουν κάθε λόγο να μην τη θέλουν πια παρούσα στους κόλπους τους. Η «ύβρις» της αυτονόμησης της Γιάγκνα είναι ένα στοιχείο που συνιστά πρόκληση και αρνητική επιρροή για τη μικρή τους κοινωνία, ενώ, για αρκετούς επιφανείς εκπροσώπους τους, η παρουσία της αποτελεί ζωντανή απόδειξη της δικής τους ουσιαστικής ενοχής και ανηθικότητας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από «βρόμικες» σκέψεις και πράξεις.
Ταξική πάλη με φόντο την πολωνική ύπαιθρο
Το έργο του Ρέιμοντ δεν εστιάζει μόνο σε εμπόδια και δοκιμασίες για μεμονωμένους χαρακτήρες, αλλά και για ολόκληρο το χωριό. Μια σημαντική εξέλιξη της πλοκής, η οποία φωτίζει τις δυναμικές της μετα-φεουδαρχικής πολωνικής επαρχίας, είναι το γεγονός της αμφιλεγόμενης παραχώρησης του παρακείμενου δάσους του οικισμού σε μια ομάδα ευγενών-γαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι, υπό την ανοχή των αρχών, αρχίζουν να εκμεταλλεύονται τους πόρους από τους οποίους μέχρι πρότινος ζούσαν οι χωρικοί. Εκείνοι, με τη σειρά τους, βλέποντας τους απεσταλμένους των γαιοκτημόνων να αποψιλώνουν τα δάση για παραγωγή ξυλείας, προσπαθούν να τους εμποδίσουν, καταλήγοντας σε μια αιματηρή ένοπλη σύρραξη.
Τα παραπάνω αποτελούν μια ευπρόσδεκτη εμβάθυνση στα φεουδαρχικά κατάλοιπα της βουκολικής ζωής στην πολωνική ύπαιθρο, δίνοντας έμφαση στις καταχρήσεις των γαιοκτημόνων εις βάρος των χωρικών, στο μοτίβο κατάληψης των μέσων διαβίωσης και σταδιακού εκτοπισμού των τελευταίων. Το συλλογικό πνεύμα που προτάσσουν οι χωρικοί στον παθιασμένο αγώνα για την προστασία των δικαιωμάτων τους αποτελεί ένα μικρό αντιστάθμισμα στις μη κολακευτικές πινελιές με τις οποίες παρουσιάζονται στην καθημερινή τους ζωή, μέσα από μισαλλόδοξες, φθονερές και καιροσκοπικές συμπεριφορές.
Αντιλαμβανόμενος την κρίση, ο «απολωλός αμνός» Αντέκ επιλέγει την ύστατη στιγμή να αγωνιστεί ξανά στο πλευρό του αυταρχικού πατέρα του, σηματοδοτώντας την επιστροφή του στο «μαντρί» της πατριαρχικής κοινότητας των χωρικών και της διαλυμένης οικογενειακής του εστίας. Παράλληλα, λαμβάνει χώρα η ολοκλήρωση του σκοτεινού κύκλου του τελευταίου, ως χειραγωγού, εκμεταλλευτή και κακοποιητή της Γιάγκνα, πάντοτε υπό τη διαστρεβλωτική σκιά των πατριαρχικών «άλλοθι», διανθισμένων με καλά ριζωμένες πεποιθήσεις περί των εξουσιών του άνδρα πάνω στη γυναίκα.
Μια ανένταχτη γυναίκα μετατρέπεται σε εξιλαστήριο θύμα
Μέσα στην όλη κακοδαιμονία, η αποπομπή από το χωριό της «πέτρας του σκανδάλου», Γιάγκνα, προκρίνεται από όλους τους κατοίκους ως μονόδρομος. Από τον τελευταίο τροχό της αμάξης, μέχρι τον ανανήψαντα ηγέτη Άντεκ, που προκαλεί αλγεινή εντύπωση με τη σιωπηλή συναίνεσή του στο «έγκλημα», οι καταπιεσμένοι χωριάτες δεν θα διστάσουν να γίνουν για λίγο και οι ίδιοι μια καταπιεστική εξουσία, στα εκτρωματικά πρότυπα των φτωχών κατοίκων του «Dogville» (2003), όπως –ωμά– τους σκιαγράφησε ο αξεπέραστος Λαρς φον Τρίερ. Το οξύμωρο, αλλά και συνάμα πικρά αληθές της υπόθεσης, είναι ότι οι Πολωνοί χωρικοί, αντιπροσωπεύοντας μια ευάλωτη ομάδα που προηγουμένως είχε επιλέξει να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την ελευθερία της και το δικαίωμά της να ορίζει τη μοίρα της –κόντρα στους τοπικούς άρχοντες–, δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να παρέμβουν στη μοίρα ενός άλλου αδύναμου κρίκου που επέλεξε να διεκδικήσει την ελευθερία του. Αυτή η αντιφατική ανθρώπινη φύση, η οποία γεφυρώνει την απόσταση από την ενσυνείδητη διαδικασία της ταξικής πάλης μέχρι την τυφλή υποταγή στο ένστικτο της αγέλης, σίγουρα αποτελεί ένα πεδίο από το οποίο η ταινία θα μπορούσε να εκμαιεύσει περισσότερα πράγματα.
Το ομότιτλο μυθιστόρημα, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, εξασφάλισε στον συγγραφέα του το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1924.
Σήμερα, η κινηματογραφική διασκευή των «Χωρικών» φιλοδοξεί να φτάσει την Πολωνία μέχρι το χρυσό αγαλματίδιο στην οσκαρική κατηγορία της Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας
Προτού εξοστρακιστεί οριστικά, η Γιάγκνα θα βιώσει την υπέρτατη ταπείνωση και τελικά θα εγκαταλειφθεί στα περίχωρα του οικισμού, έρμαιο των στοιχείων της φύσης. Η νεαρή επαρχιώτισσα, αθώο θύμα ενός λυσσασμένου όχλου, θα αποχωρήσει πεζή από το σημείο, με τα ιμάτιά της διαρρηγμένα και τη βροχή να «διώχνει» τα σημάδια της κακοποίησης από το σώμα της, σε μια σκληρή όσο και καθαρτική σκηνή. Στον αντίποδα, τίποτα δεν είναι ικανό να «ξεπλύνει» την κοινωνία που αφήνει πίσω της… Η πολωνική πρόταση για τα φετινά βραβεία Όσκαρ κυκλοφορεί αυτό το διάστημα στις ελληνικές αίθουσες.
Η καινοτόμος μέθοδος της ταινίας
Το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι η εκπόνηση και η αξιοποίηση χιλιάδων χειροποίητων ελαιογραφιών, οι οποίες καταλαμβάνουν τη θέση ενός φιλμικού καρέ η καθεμιά. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας απαιτητικής μεθόδου μετατροπής των ζωγραφισμένων στο χέρι ελαιογραφιών σε κινούμενη εικόνα.
Την επιτυχία του εγχειρήματος εγγυάται το όνομα της Πολωνής καλλιτέχνιδος Ντορότα Κομπιέλα, η οποία συν-σκηνοθετεί ξανά με τον σύζυγό της, Χιου Γουέλτσμαν, σε συνδυασμό με ένα επιτελείο συνεργαζόμενων ψηφιακών animators και κανονικών ζωγράφων που προΐστανται του εγχειρήματος· μια ομάδα εξειδικευμένη και δοκιμασμένη στην πράξη σε αυτή την τεχνική, η οποία έδωσε τα διαπιστευτήριά της το 2017 με το προαναφερθέν «Loving Vincent», μια ταινία για τον κορυφαίο ζωγράφο Βίνσεντ βαν Γκογκ, ντυμένη στα χρώματά του!
Επρόκειτο για ένα πρωτοποριακό τεχνικό επίτευγμα, στο πλαίσιο του οποίου 125 καλλιτέχνες από 20 διαφορετικές χώρες ζωγράφισαν στο χέρι 65.000 καρέ, μιμούμενοι το στιλ του μεγάλου μεταϊμπρεσιονιστή εικαστικού.
Η καινούργια ταινία του ζευγαριού γυρίστηκε πρώτα κανονικά, με φυσική παρουσία ηθοποιών. Στη συνέχεια, περισσότεροι από 100 ζωγράφοι μετέβησαν σε τέσσερα ειδικά στούντιο στην Πολωνία, τη Λιθουανία, την Ουκρανία και τη Σερβία, φιλοτεχνώντας με το χέρι συνολικά 80.000 ελαιογραφίες βασισμένες σε κάθε πλάνο και προσαρμόζοντάς τες στα φιλμικά καρέ της ταινίας.
Στη συνέχεια, οι animators εργάστηκαν συμπληρωματικά σε αυτό το υλικό, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση της απρόσκοπτης κίνησης στην εικόνα. Όπως έχει γραφτεί, οι καλλιτέχνες δούλεψαν συνολικά πάνω από 200.000 ώρες για λογαριασμό της παραγωγής, η οποία διήρκεσε μία πενταετία για να ολοκληρωθεί!
Ακολουθώντας το πνεύμα του μυθιστορήματος του Ρέιμοντ, τα γεγονότα της ταινίας απλώνονται στις τέσσερις εποχές, ξεκινώντας από το φθινόπωρο και καταλήγοντας στο καλοκαίρι. Ο διαχωρισμός σε τέσσερα κεφάλαια-εποχές, πάντως, δεν συνεπάγεται μια απόλυτα νοικοκυρεμένη πλοκή, δίνοντας ανά διαστήματα την αίσθηση ενός ελαφρώς ασύνδετου, αφηγηματικά ασταθούς αποτελέσματος με όχι τόσο ομαλές μεταβάσεις.
Έτσι, οι αρετές του νατουραλιστικού αυτού έργου εξαντλούνται σε μεγάλο βαθμό στην εντυπωσιακή καλλιτεχνική αισθητική της εικόνας του, η οποία είναι ένας μαγικός κινούμενος πίνακας ζωγραφικής, χωρίς να μετουσιώνονται σε μια δραματουργική ισχύ αντάξια της υποβλητικής γραφής του Πολωνού συγγραφέα του ομότιτλου βιβλίου, ή στην αποτύπωση μιας φεμινιστικής σκοπιάς που να καθηλώνει με την κατάθεσή της όσο εκείνη του Γιώργου Λάνθιμου στο πρόσφατο «Poor Things». Παρ’ όλα αυτά, οι παραστάσεις από τη ζωή, τα ήθη, τα έθιμα, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές της κλειστής επαρχιακής κοινωνίας της Πολωνίας του 1900 είναι αρκούντως αντιπροσωπευτικές.
Επιπλέον, η τεχνική των κινούμενων ελαιογραφιών, παρά την οπτική της μεγαλοπρέπεια, ενέχει μια χροιά επιδεικτικού τεχνάσματος, σε αντίθεση με το απόλυτα ταιριαστό της επιλογής της στην προηγηθείσα ταινία για τον βαν Γκογκ. Στην περίπτωση του «The Peasants», εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια προφανής αναγκαιότητα ώστε να μην αξιοποιηθεί απευθείας το πρωτογενές υλικό των γυρισμάτων, με τους κανονικούς ηθοποιούς και χωρίς την παρέμβαση των κινούμενων ζωγραφιών.
Στην πορεία, πάντως, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η τεχνική συμβάλλει σε μια λυρική εικονογράφηση της πολωνικής υπαίθρου, η οποία στέκεται στο ύψος των περιγραφών του βιβλίου. Σε τελική ανάλυση, όσο περισσότερο αφεθεί ο θεατής στη μαγεία της λαδομπογιάς, τόσο λιγότερο θα τον ενοχλήσουν οι όποιες ατέλειες.