Η χρηματοδότηση της Γεωργίας

γράφει ο Νίκος Λάππας

Στον απόηχο των τριών σεναρίων χρηματοδότησης της ΚΑΠ, που παρουσιάστηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, και κάνουν λόγο είτε για διατήρηση των δαπανών στα σημερινά επίπεδα, είτε για μείωση κατά 30%, ή για μείωση κατά 15%, διεξήχθη το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας την προηγούμενη Δευτέρα.

Είχε, επίσης, προηγηθεί η «επίσημη» άρνηση πέντε χωρών-μελών, της Αυστρίας, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Φιλανδίας και της Σουηδίας, να συνεισφέρουν περισσότερους πόρους, ώστε να καλυφθεί το καθαρό κενό που θα αφήσει το Brexit, το οποίο υπολογίζεται στα 3 δισ. ευρώ, πολύ λιγότερο από ό,τι συνήθως προβάλλεται.

Τα επόμενα βήματα της Κομισιόν για τον εκσυγχρονισμό της ΚΑΠΣε αυτό το περιβάλλον, οι υπουργοί Γεωργίας συζήτησαν εκ νέου για την ΚΑΠ για μετά το 2020. Όπως δήλωσε ο επίτροπος Χόγκαν, «τίποτα δεν πρόκειται και δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη συνέχιση των άμεσων ενισχύσεων των αγροτών», θέση που έγινε ευρύτερα αποδεκτή από όλους τους υπουργούς, οι οποίοι ωστόσο προέβαλαν και κάποιες εθνικές προτεραιότητες. Κοινή συνισταμένη ήταν η ανάδειξη της σημασίας και της ενίσχυσης των «πραγματικών» αγροτών (ζήτημα που σχετίζεται με τον ορισμό του «ενεργού αγρότη»), των νέων και, τέλος, των μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων. Ειδικά για το τελευταίο, όπως τόνισε η Γερμανία, «θέλουμε να προωθήσουμε τις μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις και όχι τους εξωγεωργικούς επενδυτές».

Οι επιλογές αυτές ευνοούν, βέβαια, και την Ελλάδα και τις θέσεις που προκρίνει. Όμως, ο υπουργός Γεωργίας καλείται να πάρει θέση σε κάτι πολύ πιο σύνθετο. Έχει να επιλέξει αφενός μεταξύ των χωρών που επιθυμούν πάγωμα ή και μείωση του προϋπολογισμού και συχνά δεν ενδιαφέρονται τόσο για τη λεγόμενη «εξωτερική εξισορρόπηση», δηλαδή το πώς μοιράζονται οι πόροι μεταξύ των χωρών-μελών. Αφετέρου, μεταξύ των λεγόμενων χωρών Βίσεγκραντ της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (με τις οποίες έχει κατά καιρούς συμμαχήσει), που επιθυμούν τη μεγαλύτερη δυνατή αύξηση του προϋπολογισμού, με παράλληλη «ισότιμη» νέα κατανομή των πόρων, την οποία, βέβαια, η Ελλάδα φοβάται.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στην ανάγκη μιας πολύ πιο επίπονης και σύνθετης ανάλυσης και τεκμηρίωσης των προτεραιοτήτων που έχουμε ως χώρα.