Tα υψηλά επιτόκια φρενάρουν τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες

Το ολοένα και ακριβότερο χρήμα δυσχεραίνει τον εκσυγχρονισμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων

Φρένο στους ρυθμούς ανάπτυξης και υιοθέτησης των απαραίτητων για τη βελτίωση της βιωσιμότητας και τον εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεων νέων τεχνολογιών απειλούν να βάλουν οι αυξήσεις επιτοκίων στο πλαίσιο της σφικτής νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.

Πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προανήγγειλε μια νέα αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της επόμενης εβδομάδας (16 Μαρτίου), κάτι που, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα οδηγήσει τα επιτόκια στο 3%.

Έχει, ήδη, μεσολαβήσει μια σωρευτική αύξηση 300 μονάδων βάσης, από το -0,5% στο 2,5%, από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, σε έναν ρυθμό σύσφιξης που για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνιστά ρεκόρ. Τον τόνο είχε δώσει νωρίτερα ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, δηλώνοντας ότι, ακόμα και αν υπάρξουν ενδείξεις χαλάρωσης των πληθωριστικών πιέσεων τους επόμενους μήνες, η ΕΚΤ δεν πρέπει να παρεκκλίνει από την τακτική της αύξησης των επιτοκίων.

«Γεράκια» vs «περιστέρια»

Για τον βηματισμό και το ύψος των αυξήσεων, βέβαια, δεν υπάρχει ομοφωνία. Ο Ρόμπερτ Χόλτσμαν, μέλος του ΔΣ και ένα από τα λεγόμενα «γεράκια» της ΕΚΤ που τάσσονται υπέρ μίας (ακόμα πιο) επιθετικής νομισματικής πολιτικής, θεωρεί ότι η τράπεζα θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης σε κάθε μία από τις επόμενες τέσσερις συνεδριάσεις της. Εφόσον περάσει η γραμμή του Αυστριακού κεντρικού τραπεζίτη και των «ομοϊδεατών» του, τον Ιούνιο του 2023 τα επιτόκια της ΕΚΤ θα έχουν αναρριχηθεί στο 4,5%.

Ακόμα όμως και αν επιλεχθεί μια πιο μετριοπαθής προσέγγιση, όπως αυτή που πρεσβεύει ο Λέιν από το στρατόπεδο των «περιστεριών», το πιθανότερο είναι τα επιτόκια να διαμορφωθούν στο 4%-4,25%, και πάλι δηλαδή πάνω από το ιστορικό υψηλό του 3,75%.

Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές και οι επενδυτικοί οίκοι έχουν προεξοφλήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων. Την περασμένη εβδομάδα, η Goldman Sachs αναθεώρησε ανοδικά την εκτίμησή της για το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ τον Ιούνιο στο 3,75% (από 3,5% που ανέμενε πριν πριν), προβλέποντας μάλιστα ότι θα διατηρηθεί στα επίπεδα αυτά για το μεγαλύτερο διάστημα του 2024.

Στις δικές της πιο πρόσφατες προβλέψεις η Citigroup ανεβάζει υψηλότερα τον πήχη, αναμένοντας τουλάχιστον δύο μεγάλες αυξήσεις 50 μονάδων βάσης στις ισάριθμες επόμενες συνεδριάσεις της ΕΚΤ, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να διαμορφώνεται τον Ιούλιο στο 4%. Η ιαπωνική Nomura, από τη μεριά της, κάνει λόγο για τρεις αυξήσεις της τάξης των 50 μονάδων τον Μάρτιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο και μια αύξηση 25 μονάδων τον Ιούλιο, τοποθετώντας το επιτόκιο τον Ιούλιο στο 4,25%.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Fed έχει επιβραδύνει εσχάτως τον ρυθμό αύξησης των δικών της επιτοκίων που ενισχύθηκαν τον Φεβρουάριο κατά 25 μονάδες βάσης στο 4,75% και ενώ είχε προηγηθεί μια αύξηση 50 μονάδων τον Δεκέμβριο και τέσσερις των 75 μονάδων μέσα στο 2022. Ωστόσο, μιλώντας την Τρίτη στην Επιτροπή Τραπεζικών Υποθέσεων της Γερουσίας, ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε ότι η ομοσπονδιακή τράπεζα είναι έτοιμη να εντείνει τον ρυθμό των αυξήσεων, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τα οικονομικά στοιχεία.

Ανεβαίνει το κόστος δανεισμού

Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής δεν είναι χωρίς συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα, πόσω μάλλον όταν μιλάμε για κλάδους όπως η γεωργία, όπου οι επενδύσεις βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τον τραπεζικό δανεισμό και σε μια συγκυρία που οι τιμές των αγροτικών προϊόντων δείχνουν τάσεις αποκλιμάκωσης.

Αντίστοιχη αποκλιμάκωση διαφαίνεται βέβαια και στο κόστος των εφοδίων, μόνο που πολλοί αγρότες έχουν κάνει εδώ και καιρό τις προμήθειές τους ενόψει των εαρινών σπορών δίχως να προλάβουν να επωφεληθούν από το καθοδικό γύρισμα της αγοράς.

Σε πρόσφατη ανάλυσή της η Fitch Solutions προβλέπει ότι το αυξημένο κόστος του χρήματος θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στις αγροτικές επενδύσεις και δη σε αυτές που έχουν να κάνουν με την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών.

Δραστηριότητα των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών
(venture capital) στην αγροτική τεχνολογία

Πηγή: Pitchbook, Fitch Solutions

Όπως υποστηρίζει η εταιρεία αναλύσεων, τα πρώτα σημάδια της τάσης αυτής έγιναν ορατά από την περσινή κιόλας χρονιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, οι επιχειρηματικές συμφωνίες που κλείστηκαν το 2022 στον τομέα της αγροτεχνολογίας αυξήθηκαν σε απόλυτους αριθμούς κατά 26% σε σύγκριση με το 2021, ποσοστό διόλου αμελητέο και το οποίο θα μπορούσε να πει κανείς ότι καταδεικνύει τις αντοχές του κλάδου σε αντίξοους (μακρο)οικονομικούς καιρούς.

Ωστόσο, η ποσοστιαία αύξηση της αξίας των συμφωνιών αυτών ήταν ακριβώς η μισή, δηλαδή 13%, ενώ η πλειονότητά τους υλοποιήθηκε στο πρώτο μισό του 2022, με την επενδυτική δραστηριότητα να ατονεί αισθητά στο δεύτερο εξάμηνο.

Η Fitch Solutions προβλέπει ότι, από την αδυναμία ή την απροθυμία των αγροτών να λάβουν νέα δάνεια με τόσο υψηλά επιτόκια, θα πληγούν περισσότερο τομείς αγροτικής τεχνολογίας, για την ανάπτυξη των οποίων απαιτείται η κινητοποίηση ενός μεγάλου όγκου κεφαλαίων.

Προς επίρρωση αυτού, επικαλείται έρευνα με τη μορφή ερωτηματολογίου που διεξήγαγε το 2022 στις ΗΠΑ η Mckinsey και στην οποία το ποσοστό των αγροτών που δήλωσε ότι έχουν ως προτεραιότητα την επένδυση σε νέες τεχνολογίες, ακόμα και αν αυτές «υπόσχονταν» εξορθολογισμό ή και μείωση του κόστους παραγωγής, ήταν μονοψήφιο. Μάλιστα, στις μικρότερες εκμεταλλεύσεις κάτω των 20 στρεμμάτων, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 3%.

Λιπάσματα: Λιγότερο προσιτά για τους αγρότες, πιέσεις στις αποδόσεις λόγω των μειωμένων εφαρμογών

Κίνδυνο για τις αποδόσεις των καλλιεργειών το 2023 διαβλέπει η Fitch Solutions εξαιτίας των μειωμένων εφαρμογών λιπασμάτων, οι τιμές των οποίων οδηγήθηκαν το προηγούμενο διάστημα σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Όπως εξηγεί η εταιρεία αναλύσεων, η αλματώδης άνοδος του φυσικού αερίου είχε ως συνέπεια ένας μεγάλος αριθμός εργοστασίων λιπασμάτων, που αντιστοιχούσαν στο 70% της παραγωγικής δυναμικότητας της Ευρώπης, να αναστείλουν τη λειτουργία τους. Το γεγονός αυτό πυροδότησε ένα νέο κύμα ανατιμήσεων, με πλέον χαρακτηριστικό το παράδειγμα της αμμωνίας που τον Αύγουστο αναρριχήθηκε στη spot αγορά της Δυτικής Ευρώπης στα 1.290 δολ./τόνο, ήτοι 143,3% πάνω σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν.

Η διόρθωση ήρθε αργά για τη φετινή σεζόν

Εσχάτως οι τιμές των λιπασμάτων έχουν δείξει τάσεις αποκλιμάκωσης, η οποία, μάλιστα, αναμένεται να συνεχιστεί. Ωστόσο, η διόρθωση αυτή δύσκολα θα αποτυπωθεί στα κοστολόγια της καλλιεργητικής σεζόν 2023/2024, δεδομένου ότι στην πλειονότητά τους οι αγρότες είχαν προαγοράσει τα εφόδια αρκετούς μήνες νωρίτερα, όταν οι τιμές βρίσκονταν ακόμα σε ανοδικό κανάλι.

Πέραν αυτού, όπως σημειώνει η Fitch Solutions, αν συγκρίνει κανείς την εξέλιξη των τιμών των λιπασμάτων με εκείνες των τροφίμων, θα διαπιστώσει ότι από τα μέσα του 2021 και μετά οι αυξήσεις στα λιπάσματα έτρεξαν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι, παρά τη βελτίωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, τα λιπάσματα έγιναν στο διάστημα αυτό λιγότερο προσιτά για τους παραγωγούς.

Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι σε αρκετές παραγωγικές ζώνες οι εφαρμογές λιπασμάτων θα περιοριστούν, στην καλύτερη περίπτωση, στα επίπεδα που κρίνονται απολύτως αναγκαία, σε άλλες, δε, ακόμα και κάτω από αυτά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα των σοδειών και τις αποδόσεις.

Το φαινόμενο αυτό θα είναι πιθανότατα πιο έντονο σε περιοχές όπως η Υποσαχάρια Αφρική, όπου ήδη η IFA αναμένει για φέτος μείωση 23% στις εφαρμογές λιπασμάτων έναντι μείωσης 7% που προβλέπεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντίθετα, στις ανεπτυγμένες αγορές, ο αντίκτυπος από τις αυξημένες τιμές ενδέχεται να μετριαστεί μέσω της χρήσης μεγαλύτερων ποσοτήτων βιολογικών λιπασμάτων και τεχνικών γεωργίας ακριβείας.

Οι παραπάνω εκτιμήσεις παίρνουν ως δεδομένο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχίσει να μαίνεται για το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι ολόκληρο το 2023. Σε περίπτωση που η σύγκρουση τερματιστεί ή περιοριστούν τα εμπόδια στις εξαγωγές της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, είναι αρκετά πιθανό να δούμε τις τιμές των λιπασμάτων να υποχωρούν με ταχύτερους ρυθμούς κατά τη διάρκεια της σεζόν.

Δείκτης τιμών λιπασμάτων (2017-2019=100)

Πηγή: World Bank, Fitch Solutions

Επιταχύνεται η στροφή προς τα βιολογικά εφόδια

Ένα μέρος του χρηματοδοτικού κενού ενδεχομένως να καλυφθεί από την κρατική στήριξη, ιδίως σε χώρες ή μπλοκ όπου η «τεχνολογική μετάβαση» της γεωργίας αποτελεί διακηρυγμένη και κεντρική πολιτική επιλογή. Η Fitch Solutions επικαλείται το παράδειγμα της Αυστραλίας, όπου, στο πλαίσιο του σχεδίου Αg2030, τη σεζόν 2022/2023 πρόκειται να διοχετευθούν στον αγροτικό τομέα 600 εκατ. δολάρια για την ενίσχυση επενδύσεων εκσυγχρονισμού. Αντίστοιχα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Αγροτικό Επενδυτικό Ταμείο (Farming Investment Fund) αναμένεται να διευκολύνει την πρόσβαση των αγροτών σε χαμηλότοκα δάνεια.

Πιο ευάλωτες οι αναδυόμενες αγορές

Ωστόσο, όσο ευπρόσδεκτες κι αν είναι τέτοιες πρωτοβουλίες, οι αναλυτές της Fitch Solutions εκτιμούν ότι δεν θα καταφέρουν να αποτρέψουν μια συνολική πτώση των επενδύσεων στις νέες τεχνολογίες, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι, αντιμέτωπες με τις προκλήσεις του σημερινού οικονομικού περιβάλλοντος, αρκετές κυβερνήσεις δεν αποκλείεται να υποχρεωθούν να αναθεωρήσουν τα σχέδιά τους και να προχωρήσουν σε περικοπές στη χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα. Προφανώς, οι προοπτικές είναι πιο δυσοίωνες για τις αναδυόμενες χώρες και αγορές, όπου συχνά οι μικρές εκμεταλλεύσεις αποτελούν την πλειοψηφία και οι κρατικές επενδύσεις είναι αναλογικά χαμηλές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, στη Λατινική Αμερική μόλις το 0,6% του «αγροτικού ΑΕΠ» επανεπενδύεται στην έρευνα και στην ανάπτυξη, όταν στη Νότια Κορέα και στις ΗΠΑ τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 4,5% και 2,8%.

Σε αντίθεση, πάντως, με τις υπόλοιπες νέες τεχνολογίες, η Fitch Solutions διαβλέπει μια επιτάχυνση της στροφής των αγροτών στα βιολογικά λιπάσματα εν μέσω των αυξήσεων στις τιμές των συμβατικών. Επ’ αυτού επικαλείται ξανά σχετική έρευνα της Mckinsey, σύμφωνα με την οποία το 30% των αγροτών με μεγάλες εκμεταλλεύσεις (δηλαδή άνω των 50.000 στρεμμάτων) στις ΗΠΑ σχεδιάζουν να αυξήσουν φέτος τη χρήση βιολογικών λιπασμάτων.