Τα «αγκάθια» που πλήττουν την εγχώρια παραγωγή και συρρικνώνουν το κτηνοτροφικό εισόδημα είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, η υπερφορολόγηση, η έλλειψη ρευστότητας, οι αθρόες εισαγωγές προϊόντων, που εκτοπίζουν την ντόπια παραγωγή, οι καθυστερήσεις στις πληρωμές από εμπόρους και αλυσίδες λιανικής, οι ζωονόσοι, τα «χτυπήματα» στην παραγωγή από τις καιρικές συνθήκες κ.ά.

Για τη χρονιά που έρχεται, αδήριτη είναι πλέον η ανάγκη της εφαρμογής ουσιαστικής εθνικής στρατηγικής με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων (κυβέρνηση, παραγωγοί, φορείς κ.λπ.), που θα κρατήσει αφενός όρθιο τον κτηνοτροφικό κλάδο και αφετέρου θα δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις, ώστε να ανακάμψουν, έστω και σταδιακά, σημαντικοί κλάδοι της ζωικής παραγωγής και να αποτελέσουν με τη σειρά τους «όχημα» για την ανάπτυξη την ελληνικής υπαίθρου.

1Αιγοπρόβειο κρέας

Χαμηλές τιμές και υψηλό κόστος

Με πτωτικές τάσεις στις τιμές παραγωγού αιγοπρόβειου κρέατος «κλείνει» το 2016, σε σύγκριση με πέρυσι. Στις αιγοπροβατοτροφικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, η τιμή παραγωγού για το αρνίσιο κρέας φτάνει μόλις και μετά βίας τα 4 ευρώ το κιλό (πέρυσι κυμαινόταν στα 5 ευρώ). Αντίθετα, οι τιμές των κατσικιών είναι μεγαλύτερες από αυτές του αρνιού κατά 10% έως 20%.

Όπως επισημαίνουν στελέχη της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος (ΕΔΟΚ), οι γεννήσεις αμνοεριφίων στη χώρα μας ετησίως κυμαίνονται περίπου στα 13 εκατ. αμνοερίφια, ωστόσο μικρός είναι ο αριθμός που προορίζεται για την παραγωγή κρέατος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΕΔΟΚ, εκτιμάται ότι πέρυσι περίπου 2 εκατ. ντόπια αμνοερίφια κατέληξαν στα σφαγεία, προκειμένου να διακινηθούν στην αγορά. Οι κτηνοτρόφοι τονίζουν χαρακτηριστικά ότι οι χαμηλές τιμές και το υψηλό κόστος παραγωγής απομακρύνουν τους παραγωγούς από την κρεοπαραγωγική αιγοπροβατοτροφία. Προσθέτουν, δε, ότι έως το τέλος του 2016, ο συνολικός αριθμός των ντόπιων σφαγίων αμνοεριφίων θα φτάσει στα περσινά επίπεδα (περίπου τα 2 εκατ. σφάγια), ενώ υπολογίζεται ότι οι εισαγωγές φτάνουν τα 700.000 αμνοερίφια.

Η συνολική πορεία της εγχώριας παραγωγής αιγοπρόβειου την τελευταία πενταετία είναι φθίνουσα, καθώς παρατηρείται μείωση κατά 27%. Αυτή την περίοδο, υποτονικό είναι το κλίμα στην αγορά παρά την έναρξη της εορταστικής περιόδου, καθώς παρατηρείται πτώση στη ζήτηση του αιγοπρόβειου κρέατος, ενώ μειωμένες, σε σχέση με το 2015, είναι οι ποσότητες αιγοπρόβειου κρέατος που «ταξιδεύουν» προς την Ιταλία και την Ισπανία.

2Αιγοπρόβειο γάλα

Χρόνια προβλήματα και στην μέση η… φέτα

Η εγχώρια παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος φτάνει περίπου τους 670.000 τόνους, εκ των οποίων οι 548.000 τόνοι αφορούν πρόβειο και οι 130.000 τόνοι γίδινο γάλα (Στοιχεία Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας).

Σύμφωνα με τον ΕΛΓΟ – Δήμητρα, η μέση τιμή του πρόβειου γάλακτος κυμάνθηκε περίπου στα 95 λεπτά το κιλό, ενώ η τιμή του γίδινου έφτασε τα 58 λεπτά το κιλό. Η αδυναµία επίλυσης χρόνιων προβληµάτων του κλάδου (αδειοδότηση στάβλων, έλλειψη εθνικού σχεδίου γενετικής βελτίωσης κ.ά.), η υπερφορολόγηση, η υπερχρέωση και η έλλειψη ρευστότητας είναι μερικά από τα προβλήματα που και το 2016 ταλάνισαν τους παραγωγούς.

Η αιγοπροβατοτροφία αποτελεί έναν από τους σηµαντικότερους κλάδους της ζωικής παραγωγής, καθώς εξασφαλίζει κύρια απασχόληση σε περίπου 91.000 αιγοπροβατοτρόφους και θα πρέπει να ενισχυθεί ουσιαστικά από την πολιτεία. Ειδικότερα, η ιδιαίτερη οικονοµική σηµασία της αιγοπροβατοτροφίας έγκειται στην παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας, µε σηµαντικότερο προϊόν τη φέτα, η οποία εξάγεται σε περισσότερες από 50 χώρες και αποτελεί το 70%-76% των εξαγωγών τυριών. Όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει ο ΣΕΚ, η φέτα αποτελεί τη ναυαρχίδα των ΠΟΠ προϊόντων µας και απαιτείται εθνική στρατηγική και στοχευόμενη συλλογική δράση, με τη σύσταση Διεπαγγελµατικής Οργάνωσης στον κλάδο, με στόχο την προστασία των γαλακτοκομικών προϊόντων.

3Αγελαδινό γάλα

Η Ευρώπη πιέζει την Ελλάδα

Σε τεντωμένο σχοινί προχώρησε και τη φετινή χρονιά η γαλακτοπαραγωγική αγελαδοτροφία. Τα προβλήματα του κλάδου επικεντρώνονται στις σοβαρές δυσχέρειες της διάθεσης της παραγωγής και της μείωσης των τιμών κυρίως μετά την κατάργηση των ποσοστώσεων στην ΕΕ, που είχε ως αποτέλεσμα την υπερβολική αύξηση της παραγωγής γάλακτος στην Ευρώπη και την πίεση στην ελληνική παραγωγή. Εκτός από τη «βουτιά» στις τιμές παραγωγού που παρατηρήθηκε τους πρώτους μήνες του έτους (η τιμή έπεσε κάτω από 38 λεπτά το κιλό, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις γαλακτοβιομηχανιών που έριξαν την τιμή παραγωγού ακόμα και στα 27 λεπτά το κιλό), οι καθυστερήσεις στις πληρωμές από τους γαλακτοβιομήχανους, οι αθρόες εισαγωγές γάλακτος, το αυξημένο κόστος παραγωγής και το «ξεκλήρισμα» των κοπαδιών από τις ζωονόσους δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για την άμεση ανάκαμψη του κλάδου.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ – Δήμητρα, οι ποσότητες αγελαδινού γάλακτος που παραδόθηκαν μέχρι τον Οκτώβριο ανέρχονται σε 503.106 τόνους και αναμένεται μέχρι το τέλος του 2016 να φτάσουν στην περσινή παραγωγή, δηλαδή περίπου τους 600.000 τόνους. Αντίστοιχα, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η μέση τιμή παραγωγού φέτος διαμορφώθηκε στα 38 λεπτά ανά κιλό, όταν το 2015 ανήλθε σε 42 λεπτά το κιλό. Επισημαίνεται ότι στη χώρα μας εκτρέφονται περίπου 154.000 αγελάδες γαλακτοπαραγωγής, ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια έχει μειωθεί δραματικά (σε ποσοστό 55%) ο αριθμός των αγελαδοτρόφων γαλακτοπαραγωγής, που σήμερα ανέρχονται σε περίπου 3.200.

4Αγελαδοτροφία

ΦΠΑ και οζώδης λάβωσαν τους παραγωγούς

Μία από τις χειρότερες χρονιές των τελευταίων ετών είναι αυτή που φεύγει σε λίγες μέρες για τον κλάδο της κρεοπαραγωγικής αγελαδοτροφίας.

Η βασική αιτία είναι οι επιπτώσεις της οζώδους δερματίτιδας των βοοειδών και οι δυσχέρειες στη διακίνηση των προϊόντων, λόγω της καραντίνας που είχε επιβληθεί, κατά τη διάρκεια του έτους, σε πολλές περιοχές. Τροχοπέδη στην ανάπτυξη του κλάδου αποτελούν, επίσης, ο υψηλός συντελεστής ΦΠΑ 24% στα ζώντα ζώα, γεγονός που στρέφει τους εμπόρους στα εισαγόμενα κρέατα, αλλά και οι μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές από τους εμπόρους, που διογκώνουν το πρόβλημα της ρευστότητας των αγελαδοτρόφων, το υψηλό κόστος παραγωγής και οι ελληνοποιήσεις.

Οι τιμές παραγωγού στο μοσχαρίσιο κρέας διαμορφώθηκαν φέτος κατά μέσο όρο στα 3-3,50 ευρώ το κιλό. Αντίστοιχα, οι τιμές στο βοδινό «κατακρημνίστηκαν» στις κρεοπαραγωγικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, όπου παράγεται το 90% της ντόπιας παραγωγής, καθώς δεν ξεπέρασαν το 1,80 ευρώ το κιλό.

Λόγω των σημαντικών απωλειών στο ζωικό κεφάλαιο εξαιτίας της οζώδους δερματίτιδας, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν οι αγελαδοτρόφοι, δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για τις φετινές παραγόμενες ποσότητες. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία της Eurostat, η εγχώρια παραγωγή βοδινού κρέατος κυμάνθηκε σε περίπου 60.000 τόνους, ενώ ο αριθμός των εισαγωγών έφτασε τους 107.000 τόνους.

5Χοιροτροφία

Περαιτέρω συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου

Σε οριακό σημείο βρίσκεται η εγχώρια χοιροτροφία, αφού πολλοί χοιροτρόφοι εγκαταλείπουν το επάγγελμα μην μπορώντας να σηκώσουν τα οικονομικά βάρη. Δραματική είναι η συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου, που παρατηρείται χρόνο με τον χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2006 ο αριθμός των χοιρομητέρων σε όλη την επικράτεια έφτανε τις 120.000 και σήμερα ο αριθμός τους φτάνει μόλις τις 50.000.

Σύμφωνα με εκπροσώπους των χοιροτρόφων, η ντόπια παραγωγή κυμάνθηκε και φέτος περίπου στα περσινά επίπεδα, καλύπτοντας μόλις το 30% των αναγκών του καταναλωτή, ενώ το υπόλοιπο 70% καλύπτεται από τα εισαγόμενα χοιρινά.

Μελέτη της ICAP (Σεπτέμβριος 2016), στοιχεία της οποίας παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο Πανελλήνιο Συνέδριο Χοιροτροφίας που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλία, έδειξε ότι η εγχώρια παραγωγή χοιρινού κρέατος έφτασε το 2015 σε 88.000 τόνους, όταν το 2009 ανερχόταν στους 115.000 τόνους. Αντίστοιχα, η εισαγωγή χοιρινού κρέατος από 186.000 τόνους το 2009, αυξήθηκε το 2015 σε 211.000 τόνους.

Όσον αφορά τις τιμές παραγωγού, αυτές κυμάνθηκαν στο 1,30 με 1,40 ευρώ το κιλό, ενώ στη λιανική η τιμή του χοιρινού διαμορφώνεται στα 3,5-4 ευρώ το κιλό.

Το αυξημένο κόστος παραγωγής, η έλλειψη ρευστότητας, η αδυναμία κάλυψης των κτηνοτροφικών δανείων και οι αθρόες εισαγωγές, που έχουν εκτοπίσει την ντόπια παραγωγή, είναι μερικές από τις αιτίες που έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο έναν άλλοτε δυναμικό κλάδο της κτηνοτροφικής παραγωγής.

6Πτηνοτροφία

Ανθίστανται κόντρα στις δυσκολίες

Παρά τις αντιξοότητες, ο κλάδος της πτηνοτροφίας μπορεί να χαρακτηριστεί για το 2016 από τους πιο ανθεκτικούς της ζωικής παραγωγής, ενώ σημαντικές είναι οι προοπτικές που δημιουργούνται από την αυξανόμενη ζήτηση των καταναλωτών για κρέας πουλερικών.

Η ετήσια παραγωγή κοτόπουλου στη χώρα μας εκτιμάται ότι ανήλθε την εμπορική περίοδο 2015 – 2016 σε περίπου 200.000 τόνους, ενώ η μέση τιμή παραγωγού για το κρέας κοτόπουλου διαμορφώθηκε στο 1,10-1,20 ευρώ το κιλό.

Την τελευταία πενταετία, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας μας σε κρέας πουλερικών έχει μειωθεί και αγγίζει το 75%, όταν το 2010 ξεπερνούσε το 80%. Αντίθετα, σταδιακή αύξηση σημειώνουν οι εισαγωγές που φθάνουν ετησίως τους 80.000 τόνους κοτόπουλα, ενώ ελάχιστες ποσότητες εξάγονται κυρίως στην Αλβανία.

Ο αριθμός των Ελλήνων πτηνοτρόφων ανέρχεται σήμερα στους 1.200 σε όλη την επικράτεια, με τους περισσότερους να δραστηριοποιούνται στην Ήπειρο, όπου παράγεται το 45% της ντόπιας παραγωγής. Ακολουθεί η Στερεά Ελλάδα με ποσοστό 27% και έπονται η Μακεδονία και η Θράκη με μερίδιο στην παραγωγή 18%.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Έλληνες πτηνοτρόφοι αφορούν κυρίως το υψηλό κόστος παραγωγής, τις πολύμηνες καθυστερήσεις αποπληρωμής τους από τις αλυσίδες τροφίμων, τις εισαγωγές πουλερικών που πλήττουν την εγχώρια παραγωγή και η μη ρύθμιση των εγγυημένων δανείων που έλαβαν στο παρελθόν για την αντιμετώπιση της γρίπης των πτηνών.

7Μελισσοκομία

Η χειρότερη χρονιά λόγω καιρού

Δραματική συρρίκνωση παρατηρείται φέτος στην παραγωγή μελιού. Oι εκπρόσωποι των μελισσοκόμων κάνουν λόγο για τη χειρότερη χρονιά των τελευταίων ετών εξαιτίας των άσχημων καιρικών συνθηκών (βροχοπτώσεις, άνεμοι, ξηρασία κ.λπ.), που επικράτησαν κατά τη διάρκεια του έτους στις μελισσοκομικές περιοχές, οι οποίες δεν ευνόησαν τις μελιτοεκκρίσεις πολλών μελισσοκομικών φυτών.

Όπως δήλωσαν στην «ΥΧ» εκπρόσωποι των μελισσοκόμων, στη Μακεδονία και στη Θράκη η μείωση στην παραγωγή το 2016 κυμάνθηκε από 20% έως 30%, ενώ χειρότερη είναι η εικόνα στη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά όπου η μείωση φτάνει στο 50% με 60%! Αντίθετα, τις καλές χρονιές, όπως ήταν η περσινή, η εγχώρια παραγωγή μελιού έφτανε περίπου τους 20.000 τόνους. Η μέση τιμή παραγωγού διαμορφώθηκε φέτος σε περίπου 4 ευρώ το κιλό.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΓΟ – Δήμητρα, στον μελισσοκομικό κλάδο απασχολούνται σήμερα περίπου 24.000 μελισσοκόμοι, ενώ περίπου 5.000 από αυτούς κατέχουν περισσότερες από 150 κυψέλες και θεωρούνται ως επαγγελματίες παραγωγοί μελιού.

Τα προβλήματα των Ελλήνων μελισσοκόμων επικεντρώνονται στο υψηλό κόστος παραγωγής και στις παράνομες ελληνοποιήσεις, οι οποίες πλήττουν τόσο τους επαγγελματίες του κλάδου όσο και τους καταναλωτές, που αγοράζουν εν αγνοία τους, ως ελληνικό, εισαγόμενο μέλι αμφίβολης ποιότητας από Κίνα, Βραζιλία, Βουλγαρία κ.λπ.