Σήκω, Μαριόλα μ’, απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα

Σήκω, Μαριόλα μ', απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε πώς γράφτηκαν κάποια τραγούδια, ποιά είναι η ιστορία μέσα στις λέξεις, ποιοί να ήταν άραγε οι άνθρωποι για τους οποίους γράφτηκαν, ποιά παιχνίδια η μοίρα έπαιξε μαζί τους…
 
Υπάρχουν και κάποια τραγούδια που η ιστορία που μας διηγούνται, είναι τραγική! Φτάνει κάποτε στα όρια του εξωπραγματικού, γίνεται η ίδια μιαν ειρωνεία της ίδιας μας της ζωής…
Η Μαργιόλα, μια όμορφη Ηπειρώτισσα, πιστή σε παραδόσεις και άντρα «χτυπήθηκε» αλύπητα από τις Μοίρες… κι ο Χάροντας μοιάζει να είναι πάλι ο νικητής στην ιστορία της!
Ο Βασίλης όμως, ο άντρας της, προτάσσει την ψυχή, τα πλεμόνια και την αγάπη του, τα ανίκητα όπλα που διαθέτει. Ο θρήνος του φτάνει στα βάθη του Άδη… και φωνάζει στην Μαργιόλα του… «κάνε τα χέρια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια, ψυχή καρδούλα μου…». Σαν να σκιάζεται ο Χάροντας μη σκωθεί η Μαργιόλα και παρακαλεί Θεούς και δαιμόνους, να μην φτάσουν ν’ ακουστούν στα τρίσβαθα που ήταν, παρά μονάχα να γίνουν τραγούδι που οι άνθρωποι θα τραγουδούν αιώνες και αιώνες!…
 
Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο χείλι,
άνοιξε, πες μας τίποτες, και παρηγόρησέ μας.
Παρηγοριά ’χ’ ο θάνατος, κι ελεημοσύν’ ο Χάρος·
ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει:
χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα,
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα…
 
…τα λόγια της βαβω-Λένης, με γρήγορες σαϊτιές περνούσανε, υφάδι στο στημόνι, υφαίνοντας σιγά-σιγά πολύχρωμο το χειράμι του θρύλου της Μαργιόλας!…
Άριστος τεχνίτης και πρωτομάστορας στους μύλους, στις νεροτρουβιές και στα μαντάνια ο Βασίλη-Τσίτος, παντρεύτηκε τη Μαρία Σκόρδου, και ζούσανε ευτυχισμένοι. Γρήγορα ήρθε και η εγκυμοσύνη της κι ήταν οι δυο τους μες στην παράδεισο!
 
Ζηλιάρα τύχη όμως έστειλε «διμούτσουνη οχιά». Ένας Τούρκος τζανταρμάς από τον εκεί αστυνομικό σταθμό, λιμπίστηκε τη Μαρία και σαν την είδε μια μέρα μονάχη ν’ αραδίζει για τ’ αμπέλι, τρέχοντας μέσα από αμπέλια και μάντρες, της βγήκε μπροστά κι όρμησε να την «ντροπιάσει»! Έβαλε εκείνη δυνατή φωνή και στη στιγμή τρεις χωριανοί, που έσκαβαν εκεί κοντά, έτρεξαν κοντά της. Ο Τούρκος το ‘βαλε στα πόδια. Τρεμάμενη και πιάνοντας την κοιλιά πήγε στο σπίτι η Μαργιόλα και σαν γύρισε ο άντρας της απ’ τη δουλειά και τη βρήκε σε μαύρο χάλι, έγινε θεριό ανήμερο και δίχως άλλη σκέψη ξεκρέμασε τον τσεφτέ και κίνησε να πάει να σκοτώσει τον Τούρκο. Τον σταμάτησαν όμως οι δημογέροντες.
-Κάνε υπομονή κι ’μεις θα σε βοηθήσουμε, του παν.
 
Το καλοκαίρι του 1820 η Μαρία, γέννησε τον γιο τους Σπύρο. Σαν μπήκε ο καινούργιος χρόνος, το 1821, ανήμερα των Φώτων, έκαναν τα βαφτίσια με γλέντια και φαγοπότια.
Σαν σκόλασαν τα γλέντια κι οι χαρές, η δημογεροντία αντάμωσε κρυφά τον Βασίλη-Τσίτο και του είπε:
 
Ήρθε η ώρα! Ο «φίλος σου» είναι μαναχός του στον σταθμό. Πήγαινε και πες του: στον κάτω μαχαλά σκοτώνονται δυο αδέρφια, τρέξε!
 
Μπροστά ο Βασίλης, πίσω ο Τούρκος τζανταρμάς, έφτασαν τρέχοντας στο κάτω μέρος του χωριού, στα ριζά τ’ αρχαίου κάστρου κι εκεί ο Τσίτος… τον έσφαξε σαν τράγο!…
Ποιος σκότωσε τον Τούρκο τζανταρμά; Κανείς δεν ήξερε ν’ απαντήσει, γιατί κανείς δεν είδε! Πέρασε ένας ολάκερος χρόνος και κανείς δεν ενόχλησε τον Βασίλη, μέχρι που ήρθε επικήρυξη από την Πόλη, για τον δολοφόνο του Τούρκου…
 
Οι δημογέροντες θορυβήθηκαν. Η απειλή έζωνε και τους ίδιους τώρα. Κάτι έπρεπε να κάνουν, γι’ αυτό τον κάλεσαν νύχτα και του ’παν:
 
… Δεν μπορούμε πια να εγγυηθούμε την ασφάλειά σου. Τα χρήματα της επικήρυξης είναι πολλά κι ο πειρασμός μεγάλος. Θα σε στείλουμε στη Βλαχιά με ψεύτικο όνομα.
 
…Βρήκαν τον φημισμένο καραβανάρη Ρόβα και τον πλήρωσαν, να πάρει μαζί του στη Βλαχιά τον Τσίτο. Η αμοιβή του Ρόβα έφτασε μόνο για το ταξίδι ως την Γκιουμουλτζίνα, τη σημερινή Κομοτηνή. Με τη σκληρή δουλειά έβγαλε τα έξοδα και μέσω Βουλγαρίας πέρασε στη Ρουμανία. Εκεί, «παλιά μου τέχνη κόσκινο», καταπιάστηκε με τους μύλους, τις νεροτρουβιές και τα μαντάνια και σαν «ψυχόπιακε» άνοιξε πεντέξι μαγαζιά. Εργάστηκε σκληρά, έβγαλε πολλά λεφτά και σαν έληξε η δεκαετής επικήρυξη, κάθισε δύο χρόνια ακόμα στη Ρουμανία, για καλό και για κακό κι ύστερα από δώδεκα χρόνια πικρoζωής στα ξάλειμμα τα ξένα, καζαντισμένος, επέστρεψε στην πατρίδα να σμίξει με την οικογένειά του.
Σαν έφτασε στα Γιάννινα, έστειλε μαντάτο στο χωριό.
 
Πανηγύρι στο χωριό, πασκαλιά μεγάλη!
Πέφτη βραδιό, όλο χαρά, λούστηκε κι άλλαξε η Μαργιόλα, ξάγκλισε τα μαλλιά της και τα ’πλεξε κόσες μακριές, ’τοίμασε τη φορεσιά, που ’χε φορέσει νύφη, ’τοίμασε και τον Σπύρο της και την καλομάνα πεθερά κι έπεσαν από νωρίς να κοιμηθούν.
 
Μα η ζηλιάρα μοίρα, άλλα της μελέταγε κι εξύφαινε κρυφά στα σκοτεινά παλάτια της.
Μέσα στον ύπνο τον βαρύ και στο γλυκό της όνειρο, μια μεγάλη γρεντά έσπασε κι ένα κομμάτι της σκεπής έπεσε και πλάκωσε τη Μαργιόλα! Μισοπεθαμένη, την άλλη μέρα οι συγγενείς, την πήγαν σε ένα ξυλοκρέβατο στη Ζίτσα, μα γιατρειά δε χώραγε. Τ’ αντρόϋνο ξεχωρίστηκε οριστικά!…
 
Μέσα στον μεγάλο πόνο του ο Τσίτος κάλεσε τους οργανοπαίχτες του χωριού, με πρώτον και καλύτερον τον περίφημο Λάλο Φάκο, προσωπικόν βιολιτζή και τραγουδιστή τ’ Αλή Πασιά και άλλων Πασιάδων, που είχε και το χάρισμα του στιχοπλόκου και παράγγειλε:
 
-Αν καταφέρετε να φτιάκετε ένα τραγούδι για τη Μαργιόλα μου, που θα μου ξαλαφρώσει την καρδιά, χρυσάφι θα σας δώκω!
 
Ένα χρόνο έμεινε στο χωριό ο Βασίλης, μετά τον χαμό της Μαργιόλας και κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο της, έκλαιγε και με σπαραγμό της φώναζε:
 
-Ωρέ Σήκω, Μαργιόλα, από τη γη κι από το μαύρο χώμα...
 

Οι στίχοι

Σήκω, Μαριόλα μ’, απ’ τη γη κι από το μαύρο χώμα,
Μαριώ – Μαριόλα μου.
Κι από το μαύρο χώμα, ψυχή, καρδούλα μου.
Με τι χεράκια η μαύρη να σ’κωθώ, χεράκια ν’ ακουμπήσω,
Μαριώ – Μαριόλα μου,
Χεράκια ν’ ακουμπήσω, ψυχή, καρδούλα μου.
Κάμε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια,
Μαριώ – Μαριόλα μου,
τις απαλάμες φτυάρια, ψυχή, καρδούλα μου.

Ρίξε το χώμα από μεριά, τις πέτρες `πο την άλλη,
Μαριώ – Μαριόλα μου,
τις πέτρες `πο την άλλη, ψυχή, καρδούλα μου.
Κι έβγα, Μαριόλα μ’, να σε ιδώ,
Μαριώ – Μαριόλα μου,
κι άπλωσε το χεράκι σου και πιάσε το δικό μου.
Το μνήμα μ’ εχορτάριασε κι έλα να βοτανίσεις,
Μαριώ – Μαριόλα μου,
κι έλα να βοτανίσεις, ψυχή, καρδούλα μου.
Να χύσεις μαύρα δάκρυα, ίσως και μ’ αναστήσεις,
Μαριώ – Μαριόλα μου,
ίσως και μ’ αναστήσεις, ψυχή, καρδούλα μου…

Πηγή: www.facebook.com