Ελαιόλαδο: Αποκαθίστανται οι ισορροπίες

Δεν επαληθεύονται οι φόβοι για ελλείψεις - Ήδη τα πρώτα λάδια βρίσκονται στην παραγωγή

Ελαιόλαδο: Αποκαθίστανται οι ανισορροπίες

Η νέα ελαιοκομική περίοδος 2015-2016 έρχεται από άποψη παραγόμενων ποσοτήτων να αποκαταστήσει τις ανισορροπίες της προηγούμενης παραγωγής, ενώ η πιο σοβαρή πηγή ανησυχίας προέρχεται από τη συνεχιζόμενη μείωση της κατανάλωσης. Οι τιμές, ήδη, εμφάνισαν μια έντονη πτωτική μεταβλητότητα (volatility). Ας τα δούμε, όμως, αναλυτικά.

Μεσογειακή παραγωγή

Η φετινή εμπορική περίοδος ξεκίνησε με ελάχιστα αποθέματα στην Ισπανία (180.000 τόνοι), κάτι που ήταν αναμενόμενο λόγω της μειωμένης περσινής παραγωγής. Όμως, οι φόβοι για μεγάλες ελλείψεις στο μεταβατικό διάστημα Αυγούστου – Νοεμβρίου δεν επαληθεύτηκαν, καθώς ήδη τα πρώτα λάδια βρίσκονται στην παραγωγή των ελαιοτριβείων, σε όλες τις χώρες, και, μάλιστα, σε «συμπαθητικές» ποιότητες. Η μεγάλη είδηση είναι ότι η Ισπανία επανέρχεται σε μία φυσιολογική παραγωγή. Με τις πρόσφατες βροχές ξεπεράστηκε το μίνιμουμ των 1.250.000 τόνων και οι προβλέψεις ανέρχονται στους 1.350.000 ίσως και 1.400.000 τόνους. Πρόκειται, δηλαδή, για μια αύξηση 500.000 τόνων περίπου σε σύγκριση με πέρσι. Σε πορεία ανάκαμψης βρίσκονται η Ιβηρική Χερσόνησος και η Πορτογαλία, με 70.000-80.000 τόνους. Η Ιταλία, μετά την καταστροφική περσινή χρονιά, με τα ελαιόδεντρα ξεκούραστα φέτος, αναμένεται σχεδόν να τριπλασιάσει, έχοντας μια παραγωγή περί τους 330.000 τόνους. Η Τυνησία, μετά το περσινό «μπαμ», μπορεί να έχει μειωμένη παραγωγή, αλλά σε φυσιολογικά επίπεδα, της τάξεως των 150.000-160.000 τόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Συρία, στην οποία, παρά τις πληγές του εμφυλίου, τα δέντρα συνεχίζουν να έχουν πλούσια παραγωγή, γύρω στους 100.000 τόνους ελαιολάδου. Οι πολεμικές συγκρούσεις δεν επιτρέπουν το κανονικό εμπόριο, παρά μόνο μέσω Τουρκίας. Αν βρεθεί λύση ώστε να δοθεί άδεια σε κάθε οικογένεια να διακινήσει 50-100 κιλά, τότε αυτές οι ποσότητες θα αθροιστούν στα διαθέσιμα της Μεσογείου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία θα έχει παραγωγή περί τους 140.000-150.000 τόνους, που προορίζονται για την εσωτερική της κατανάλωση, και, συνεπώς, η ίδια δεν θα έχει πλεόνασμα για εξαγωγή. Τέλος, μικρή είναι η συνεισφορά και των υπόλοιπων χωρών, με το Μαρόκο να κινείται γύρω στους 100.000 τόνους και την Αλγερία περί τους 70.000 τόνους.

Η Ελλάδα

Αν δει κανείς τον πανελλαδικό μέσο όρο, σε σύγκριση με πέρσι, προβλέπεται μια μείωση της τάξεως περίπου 20%. ∆ηλαδή, το πιο απαισιόδοξο σενάριο είναι η παραγωγή να φτάσει συνολικά τους 240.000 τόνους και το πιο αισιόδοξο τους 280.000 τόνους. Φυσικά, όπως συμβαίνει συνήθως στην ελαιοκαλλιέργεια, ένας μέσος όρος κρύβει μεγάλες διακυμάνσεις των αποδόσεων μεταξύ των διάφορων περιοχών. Ο παρακάτω πίνακας εμφανίζει τις προβλέψεις για τους κυριότερους ελαιοπαραγωγικούς νομούς (παραγωγή 2015-2016 σε χιλιάδες τόνους).

Προβλέψεις για 2015/2016
Λασίθι 7-8
Ηράκλειο 28-32
Ρέθυμνο 11-13
Χανιά 23-27
Κρήτη 69-80
Μεσσηνία 33-37
Λακωνία 22-26
Ηλεία 17-19
Αχαϊα 15-17
Κορινθία 9-11
Αργολίδα 6-8
Αρκαδία 2-4
Πελοπόννησος 104-122
Λέσβος 9-11
Κέρκυρα 17-19

 

Πέρα από τους νομούς που αναφέρονται στον πίνακα, να σημειώσουμε ότι οι ζώνες παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς τόσο της Χαλκιδικής όσο και της Κονσερβολιάς/Αμφίσσης (σε όλο το τόξο της Κεντρικής Ελλάδας, από Φθιώτιδα έως Αιτωλοακαρνανία) έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές. Αποτέλεσμα τούτου είναι να έχουν εξαιρετικά μειωμένη παραγωγή, η οποία ουσιαστικά θα καλύψει τις ανάγκες της αυτοκατανάλωσης, με τις ποσότητες που περισσεύουν για εμπορευματοποίηση να είναι ασήμαντες. Τέλος, μειωμένη αναμένεται η παραγωγή ελαιολάδου στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.

Το στοίχημα της ποιότητας 

7.000 τόνοι ελαιολάδου
Οι όποιες απώλειες σε ποσότητα αναμένεται να αντισταθμιστούν από τη βελτιωμένη ποιότητα. Οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν τους καλοκαιρινούς μήνες περιόρισαν σημαντικά τις δακοπροσβολές. Έτσι, καλύφθηκαν και οι γνωστές «αστοχίες» που οφείλονται στο σύστημα δακοκτονίας, που εφαρμόζουμε στην Ελλάδα. Ο παράγων ποιότητα εξαρτάται από πάρα πολλές άλλες παραμέτρους και όχι μόνο από τον βαθμό δακοπροσβολής, όμως για αυτό το καθοριστικής σημασίας ζήτημα θα έχουμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε διεξοδικά στο μέλλον.
Πηγή πρόσφατων ανησυχιών είναι οι αφύσικα υψηλές για φθινόπωρο θερμοκρασίες, που έφεραν μια νέα γενιά δακοπροσβολών, ιδίως σε ορισμένες περιοχές, όπως η Κρήτη. Αν οι ψεκασμοί είναι απολύτως αναγκαίοι, τότε θα πρέπει να τηρούνται όλοι οι κανόνες σωστών γεωργικών πρακτικών και οι οδηγίες των γεωπόνων, ώστε να αποφευχθεί η υπολειμματικότητα των δραστικών ουσιών στο ελαιόλαδο. Επίσης, αν οι ελιές μετά τη συγκομιδή δεν οδηγηθούν εντός λίγων ωρών στο ελαιοτριβείο (ελαιουργείο) για άμεση έκθλιψη, τότε η υποβάθμιση της ποιότητας (οξύτητες, οργανοληπτικά) είναι βέβαιη.

Το κρίσιμο ερώτημα για τις τιμές

Μέσα σε λίγα 24ωρα, από τις 5 έως τις 10 Νοεμβρίου, οι τιμές έπεσαν απότομα περίπου 30 σεντς το κιλό, δηλαδή ένα χιλιάρικο σε δραχμές (για να μην ξεχνιόμαστε). Η κίνηση αυτή διέψευσε τα υπεραισιόδοξα σενάρια που ήδη καλλιεργούσαν όσοι θέλουν να χαϊδεύουν τα αφτιά των ελαιοπαραγωγών, υποσχόμενοι κάθε χρόνο τη διαρκή άνοδο τιμών. Ο υπογράφων, από το Olivenews.gr στις 24/10/2015, προαναγγέλλοντας και την έκδοση της «ΥΧ», είχα προσγειώσει σε ρεαλιστικά επίπεδα αυτές τις επικίνδυνες ψευδαισθήσεις. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα βασικά δεδομένα των μεσογειακών χωρών (αποθέματα, παραγωγή, κατανάλωση) και τη γνώμη των τριών συνομιλητών μας, η περίοδος 2015-2016 θα πρέπει να εξελιχθεί σε μια φυσιολογική χρονιά, με τιμές κατώτερες μεν των περσινών, αλλά σε λογικά επίπεδα και όχι κατρακύλας. Από εκεί και πέρα, ισχύουν οι ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και η προσπάθειά της να προστατέψει και να προωθήσει το δικό της προϊόν. Τα φρέσκα ισπανικά, και μάλιστα της ποικιλίας αρμπεκίνα, ξεκίνησαν με 3,65-3,75 ευρώ το κιλό. Ήδη, βρίσκονται στα 3,4 ευρώ και τα λαμπάντε, 1% οξύτητας, στα 2,6-2,65 ευρώ. Τον τελευταίο μήνα, η μείωση κυμαίνεται από 5% έως 10%, ενώ τα future markets για τα έξτρα δείχνουν περαιτέρω πτώση και κινούνται λίγο πιο πάνω από τα 3 ευρώ. Η Ιταλία ξεκίνησε από δυσθεώρητες τιμές λόγω της περσινής έλλειψης παραγωγής (π.χ. της Σικελίας από τα 5,40 ευρώ), οι οποίες γρήγορα υποχώρησαν στα 4,80 ευρώ και ήδη βρίσκονται στα 3,3-3,5 ευρώ. Θυμίζουμε και εδώ την πτώση της κατανάλωσης, ενώ ακόμη είναι άγνωστες οι επιπτώσεις από το «σκάνδαλο των 7», που συγκλονίζει όχι μόνο την ιταλική, αλλά και την παγκόσμια αγορά ελαιολάδου. Για την Ελλάδα, η φετινή χρονιά είναι όψιμη και αυτό αποτελεί ένα μειονέκτημα σε σύγκριση με την πρωιμότητα των ανταγωνιστριών χωρών. Η πρώτη τιμή κατοχυρώθηκε στους Αγίους Αποστόλους της Λακωνίας. Πρόκειται για τη ζώνη της αθηνοελιάς, η οποία λόγω ποιότητας και πρωιμότητας κάθε χρόνο «γράφει» τις υψηλότερες τιμές πανελλαδικά. Η τιμή των 4,60 €/κιλό κανονικά δεν θα έπρεπε να προκαλέσει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Αυτό το έξτρα παρθένο ανεπίληπτης ποιότητας προήλθε από ελαιόκαρπο, με αποδόσεις μόνο 8%-9%. Στην πραγματικότητα, η τιμή παραγωγού από τα 4,60 ευρώ σε αυτή την περίπτωση έπεφτε στο μισό ή και πιο κάτω. Η εβδομάδα κλείνει (15/9/2015) με τιμές (βυτίου ex-factory) για τα εξτρίσιμα με άριστα χαρακτηριστικά έως τα 3,4 €/κιλό μάξιμουμ, τα συνήθη έξτρα περί τα 3,20-3,30 ευρώ και τα βιομηχανικά λαμπάντε βάσης 5% τα 2,60-2,65 €/κιλό. Από τις τιμές αυτές αφαιρούνται περί τα 30 σεντς/κιλό για να υπολογίσουμε τις τιμές των μικρών παρτίδων που πουλάει ο ελαιοπαραγωγός. Ανάλογα με το λιμάνι φόρτωσης του βυτίου, προστίθενται 10-15 σεντς για την τιμή παράδοσης CIF σε Ιταλία.

Αναζητώντας μια εθνική ελαϊκή πολιτική

Στην Ελλάδα, οι τιμές ξεκίνησαν στα πιο υψηλά επίπεδα λόγω των ειδικών περιπτώσεων ζήτησης για έξτρα παρθένα με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, είχαμε μια αποκλιμάκωση, όπως και στις άλλες χώρες, μόνο που έγινε απότομα μέσα σε λίγες ημέρες. Αυτή η πίεση θα συνεχιστεί, έστω και αν όχι σε αυτή την ένταση. Το ζητούμενο είναι, όμως, οι μηχανισμοί άμυνας των ελαιοπαραγωγών και των οργανώσεών τους, αναζητώντας μια δίκαιη τιμή ισορροπίας σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα έως τον τελικό καταναλωτή. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι την εποχή αυτή οι ελαιοπαραγωγοί βρίσκονται σε ευάλωτη θέση, καθώς πρέπει να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ, κόστος συγκομιδής και ελαιοτριβείου. Άλλο ένα ερώτημα σχετίζεται με τις επιπτώσεις που τυχόν θα έχει το νέο φορολογικό καθεστώς στη συμπεριφορά όχι μόνο των παραγωγών, αλλά και των ελαιοτριβείων, άρα και στην εμπορική διακίνηση του προϊόντος. Ταυτόχρονα, έλλειψη ρευστότητας χαρακτηρίζει και τον κλάδο της τυποποίησης λόγω των capital controls, της άμεσης πληρωμής βοηθητικών υλών και συσκευασίας με τις συνήθεις καθυστερήσεις είσπραξης από τις πωλήσεις τους. Αν οι τιμές παραγωγού καθορίζονταν μόνο από τα ισοζύγια προσφοράς και ζήτησης, τότε θα μπορούσαμε να προβλέψουμε, με σχετική πάντοτε επιφύλαξη, ότι η περίοδος 2015-2016 θα είναι μια φυσιολογική χρονιά, για παράδειγμα, για την Ισπανία, ίσως και για την Ιταλία. Για την Ελλάδα, όμως; Αναλαμβάνοντας το ρίσκο των απρόβλεπτων εξωγενών παραγόντων, θα μπορούσαμε με κάθε επιφύλαξη να γράψουμε ότι μέχρι την άνοιξη του 2016 οι τιμές θα κυμανθούν περί τα σημερινά επίπεδα. Δηλαδή, ανάλογα με τις ποιοτικές και τοπικές ιδιαιτερότητες και τη χρονική συγκυρία, μια διακύμανση για τα έξτρα γύρω από τα 3,25-3,40 ευρώ και τα βιομηχανικά (λαμπάντε) βάσης 5ο τα 2,55-2,65 ευρώ. Αυτό δεν αποκλείει ειδικές περιπτώσεις στιγμιαίων αναταράξεων, οι οποίες όμως είναι ό,τι χειρότερο και πιο επικίνδυνο για όλους τους σοβαρούς μετόχους της αγροδιατροφικής αλυσίδας, από τους ελαιοπαραγωγούς μέχρι τους τυποποιητές και τους καταναλωτές.

Μια χαμένη ευκαιρία

Τα «καπρίτσια» της φύσης, δηλαδή το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας (η από χρονιά σε χρονιά διακύμανση της παραγωγής), τα φέρνει έτσι, ώστε μία στο τόσο οι άλλες ανταγωνίστριες ελαιοπαραγωγικές χώρες να έχουν μειωμένη παραγωγή, ενώ η Ελλάδα να έχει υψηλή παραγωγή. Πέρσι, η χρονιά 2014-2015 αποτέλεσε ακόμα μία τέτοια ευκαιρία που σπάνια συμβαίνει, η οποία, δυστυχώς, πάλι χάθηκε. Όχι μόνο δεν κερδήθηκαν κάποιες νέες αγορές στο επώνυμο τυποποιημένο ελαιόλαδο, αλλά ακόμη και η ευκαιριακή αύξηση των χύμα εξαγωγών (κυρίως προς Ιταλία) έγινε «πουλώντας τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής». Οι τιμές που πούλησε ο Έλληνας ελαιοπαραγωγός είναι μικρότερες όχι μόνο από τις αντίστοιχες του Ιταλού (όπως πάντοτε), του Ισπανού (όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια ), αλλά ακόμη και από του Τυνήσιου (!), ο οποίος απόλαυσε επιπλέον μία υπερπαραγωγή-ρεκόρ, ενώ απολαμβάνει και ακόμη υψηλότερο εισόδημα (κέρδος), γιατί αντιμετωπίζει ένα κόστος πολύ χαμηλότερο από εκείνο του Έλληνα συναδέλφου του. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ως ελαιοκομική Ελλάδα αδυνατούμε όχι μόνο να ανατρέψουμε καταστάσεις και να δημιουργήσουμε εμείς τις ευνοϊκές συγκυρίες που χρειαζόμαστε, αλλά ακόμη και όταν αυτές μας έρχονται ως «μάννα εξ ουρανού», εμείς αδυνατούμε να τις αξιοποιήσουμε.

από το 3ο φύλλο της «ΥΧ» (20/11/2015)