Όταν η αλήθεια για τα βιολογικά δεν είναι και τόσο… βιολογική

Οι αριθμοί δεν επιβεβαιώνονται στην αγορά

Βιολογικά: Όταν η αλήθεια δεν είναι και τόσο... βιολογική

Οι πρώτοι βιοκαλλιεργητές είχαν πολλές και διαφορετικές αφετηρίες. Για αρχή έκριναν τη βιοκαλλιέργεια ως εναλλακτικό τρόπο παραγωγής. Επιπροσθέτως, ήταν μια έμπρακτη αντίδραση σε μία ακραία εμπορευματοποίηση της διατροφής. Η ήπιας μορφής ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον είναι ένας ακόμα λόγος, όπως και η βιώσιμη και σύγχρονη οικονομική ενασχόληση.

Το περιεχόμενο της κοινής πολιτικής που θέσπισε η ΕΕ και η ελληνική ιδιομορφία, καθόρισαν το επόμενο στάδιο της βιοκαλλιέργειας: Ένας αυξανόμενος αριθμός παραγωγών ενδιαφέρθηκε πρωτίστως για την είσπραξη των ειδικών ενισχύσεων. Η σύνδεση των ενισχύσεων αυτών αποκλειστικά με την προστασία του περιβάλλοντος, παρά το τελικό παραγωγικό αποτέλεσμα και την αγορά, είχε απτά αποτελέσματα.

Έτσι, με βάση τα επίσημα στοιχεία του 2014, ο αριθμός των βιοκαλλιεργητών ανέρχεται σε 20.186 άτομα, 920 χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων βρίσκεται σε βιολογικό και μεταβατικό στάδιο, ενώ, αν προστεθούν τα 1,6 εκατομμύρια στρέμματα βοσκοτόπων, η Ελλάδα κατατάσσεται πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο. Στην κτηνοτροφία, άνω του 10% των βοοειδών και του 8% των αιγοπροβάτων εμφανίζονται ως βιολογικές εκτροφές.

Αν και στη σημερινή συγκυρία πολλοί παραγωγοί αναγκάζονται να διαθέτουν βιολογικό προϊόν ως συμβατικό, η παραπάνω απεικόνιση μάλλον απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Μεγάλο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης καλύπτεται από εισαγωγές, ενώ οι εξαγωγές αφορούν κατά βάση το ελαιόλαδο. Τα προϊόντα δεύτερης μεταποίησης είναι σχεδόν όλα εισαγόμενα. Τέλος, η ύπαρξη 1.635 μεταποιητών, αν και η κάθε μονάδα δραστηριοποιείται σε παραπάνω από έναν κλάδο, καταδεικνύει μια ακόμη κακοδαιμονία μας. Για κάθε 12 περίπου παραγωγούς αντιστοιχεί ένας περίπου μεταποιητής!

Η στήλη αυτή θα στηρίξει όσους παράγουν, επεξεργάζονται, εξάγουν και κατανοούν τη σημασία του μοναδικού αυτού κλάδου. Θα αναδείξει την προσπάθεια όσων παράγουν για την πραγματική οικονομία, ακόμη και όταν δεν εισπράττουν επιδοτήσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με πολλούς παραγωγούς κηπευτικών. Θα αναδείξει τα κενά των κρατικών υπηρεσιών, του ελεγκτικού μηχανισμού και των φορέων πιστοποίησης, της εφαρμοσμένης έρευνας, της σύζευξης της παραγωγής με τις τοπικές ποικιλίες και φυλές, της εκπαίδευσης και της συμβουλευτικής, της διαθεσιμότητας κατάλληλων εφοδίων, της διαχείρισης ασθενειών, της δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν πολλές αλυσίδες λιανικής και της ίδρυσης ισχυρών οικονομικών οργανώσεων.

του Νίκου Λάππα, από το 1ο φύλλο της «ΥΧ» (6/11/2015)