«Φαρμακευτική» αξιοποίηση του αγριολούπινου

Την ανάδειξη ακόμη ενός αυτοφυούς φυτού, του αγριολούπινου, το οποίο περιέχει ασυνήθιστα μεγάλη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (μέχρι 40%) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την κτηνοτροφία μέχρι και σαν συμπλήρωμα διατροφής λόγω της περιεκτικότητάς του σε αμινοξύ L-Αργινίνη, επιχειρεί η Διεύθυνση Δασών Ηλείας.

Ήδη έχουν συλλεχθεί αγριολούπινα σε δασική περιοχή της περιοχής Κάστρου-Κυλλήνης, όπου σε συνεργασία με το εργαστήριο Φαρμακογνωσίας της Φαρμακευτικής Αθηνών, θα ανιχνευθεί η ύπαρξη του αμινοξέος L-Αργινίνη, όπως αναφέρεται σε μελέτες και πανεπιστημιακές διατριβές. Στη συνέχεια, και εφόσον ξεπεραστεί ο «σκόπελος» της έλλειψης αντιδραστηρίων, θα πραγματοποιηθεί ποσοτικός προσδιορισμός, προκειμένου να εντοπιστεί το ποσοστό ανά μονάδα μέτρησης.

Η αξιοποίηση του εκχυλίσματος του καρπού του αγριολούπινου, πλούσιου σε αμινοξέα, ανοίγει νέες προοπτικές, καθώς υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες χρησιμοποιούν την L-Αργινίνη ως φαρμακευτικό σκεύασμα για την αύξηση της σύνθεσης του κολλαγόνου και την επιτάχυνση του χρόνου επιδιόρθωσης των ιστών έπειτα από εγχειρήσεις και τραυματισμούς. Επίσης, συμβάλλει στην προστασία του ανοσοποιητικού συστήματος, στην προστασία του ήπατος και στην αποτοξίνωση του ανθρώπινου οργανισμού.

Πέρα από τη φαρμακευτική του δράση, το αγριολούπινο, το οποίο είναι γνωστό από την αρχαιότητα, μπορεί να αξιοποιηθεί από τους αγρότες και κτηνοτρόφους ως ψυχανθές, καθώς έχει ανακηρυχτεί από αρκετούς επιστήμονες ως η «σόγια του μέλλοντος». Επιπλέον, από τον καρπό του μπορεί να παραχθεί αλεύρι, αλλά και λάδι. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Δασών Ηλείας το αγριολούπινο μπορεί να καλλιεργηθεί σε φτωχά εδάφη, άγονα βοσκοτόπια και σε διάκενα δασών.

Να σημειωθεί πως χαρακτηριστικό της σημαντικότητάς του είναι το γεγονός ότι παγκοσμίως η ζήτηση σε λούπινο αυξάνεται ραγδαία χρόνο με τον χρόνο. Πρωταθλήτρια στην παραγωγή του λούπινου είναι η Αυστραλία, που εστίασε στην καλλιέργεια «γλυκών» ποικιλιών του αυτοφυούς στην Ελλάδα, στενόφυλλου λούπινου (L. angustifolius).

Ετησίως παράγει περίπου ένα εκατομμύριο τόνους, ενώ αναζητά τρόπους να τους αυξήσει, με την ανάπτυξη νέων ποικιλιών και βελτιωμένων καλλιεργητικών τεχνικών.