Ισπανία: Οι χαμηλότερες τιμές έφεραν τα βιολογικά πιο κοντά στους καταναλωτές

Σύμφωνα με ανάλυση του ισπανικού υπουργείου Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων (MAPA) για τη βιολογική παραγωγή το 2021, η έκταση που τελεί υπό βιολογική διαχείριση στην Ισπανία έβαινε αυξανόμενη μέχρι πέρυσι, αντιπροσωπεύοντας το 10,79% της αξιοποιήσιμης αγροτικής έκτασης της χώρας, πλησιάζοντας τα 28 εκατομμύρια στρέμματα. Από αυτό το μερίδιο, το 48,92% των βιολογικών εκτάσεων βρισκόταν στην αυτόνομη περιφέρεια της Ανδαλουσίας.

Οι ανδαλουσιανές επαρχίες της Γρανάδας και της Αλμερίας φιλοξένησαν τον μεγαλύτερο αριθμό δραστηριοτήτων βιολογικής πρωτογενούς παραγωγής το 2021 (περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου σε ολόκληρη την Ανδαλουσία), γεγονός που υπογραμμίζει τη δέσμευση των φορέων αμφότερων των επαρχιών στη βιολογική παραγωγή.

«Τα εμβληματικά προϊόντα μας περιλαμβάνουν τη γλυκοπατάτα και το αβοκάντο», δηλώνει η Amparo Correa Valencia, διευθύντρια του συνεταιρισμού βιολογικών προϊόντων Balcon de Europa S.C.A. «Η βιολογική γλυκοπατάτα, ειδικότερα, είναι ένα από τα προϊόντα που διακινούμε περισσότερο, καθώς η κατανάλωσή της τόσο στην Ισπανία όσο και σε διάφορες χώρες της ΕΕ ακολουθεί αυξητική τάση. Το συγκεκριμένο προϊόν αποκτά όλο και μεγαλύτερη ζήτηση και καταναλώνεται μέσα από διάφορες παρασκευές, με την πιο παραδοσιακή να είναι η ψητή γλυκοπατάτα».

Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του MAPA, τα οποία αντιστοιχούν στον Αύγουστο, δείχνουν ότι η κατανάλωση φρούτων στα ισπανικά νοικοκυριά μειώθηκε κατά 10,8%, ενώ η κατανάλωση φρέσκων λαχανικών και πατάτας μειώθηκε κατά 8,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε και τις δύο κατηγορίες να σημειώσουν αύξηση στην αξία τους (9,3% και 1,7% αντίστοιχα σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2021), λόγω της αύξησης των τιμών.

«Από τη μια πλευρά, υπάρχει μια αυξητική τάση στην κατανάλωση βιολογικών τροφίμων λόγω των πλεονεκτημάτων τους για την ανθρώπινη υγεία και για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και της αυξανόμενης ευαισθητοποίησης για τη μείωση του οικολογικού μας αποτυπώματος.

Ωστόσο, λόγω του φετινού καλπάζοντος πληθωρισμού, οι καταναλωτές επιλέγουν να αγοράσουν φθηνότερα προϊόντα, όπως τα συμβατικά, μη βιολογικά προϊόντα. Αυτό έχει προκαλέσει πτώση στις τιμές των βιολογικών προϊόντων, εξισορροπώντας τις τιμές», επισημαίνει η Amparo.

Με τις τιμές των συμβατικών προϊόντων να έχουν αυξηθεί και εκείνες των βιολογικών να βαίνουν μειούμενες, οι δύο κατηγορίες βρίσκονται επί του παρόντος σχεδόν στα ίδια επίπεδα.

«Αυτή ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή, ώστε να επωφεληθούμε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των βιολογικών προϊόντων: τα βιολογικά φρούτα και λαχανικά έχουν μεγαλύτερο όφελος τόσο για την υγεία των ανθρώπων όσο και για τον πλανήτη. Τώρα που οι τιμές μεταξύ συμβατικών και βιολογικών δεν απέχουν τόσο, τα τελευταία είναι πιο προσιτά σε μεγαλύτερη μερίδα των καταναλωτών».